ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Αριθμός Απόφασης

1578/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 16ο

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Λεωνίδα Τσιγκρή, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Μουστάκα, Εφέτη και Κωνσταντίνο Βουλγαρίδη, Εφέτη – Εισηγητή, και από τη Γραμματέα Ευστρατία ΜΟΥΣΑΗ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 31 Οκτωβρίου 2024 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: (…) του (…) και της (…) (ΑΦΜ …), κατοίκου (…) Αττικής (οδός …, αριθ. …), τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, Γεώργιος Γαλάνης (ΑΜ ΔΣΑ 37931), με δήλωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΒΛΗΤΗΣ: (…) του (…) (ΑΦΜ …), κατοίκου (…) Αττικής (οδός …, αριθ. …), την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της, (…) (ΑΜ ΔΣΑ …), με δήλωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία κατέθεσε προτάσεις.

 

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 8-10-2020 ασκηθείσα αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Γ.Α.Κ. / Α.Κ.Δ. 4/2020), ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σε αυτή.
Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’ αριθμ. 1227/2023 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 30-10-2023 έφεσή του (Γ.Α.Κ. (…)/ Ε.Α.Κ. (…)/2023 και Γ.Α.Κ. (…)/ Ε.Α.Κ. (…)/2023 Εφετείου Αθηνών), για την οποία ορίστηκε δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (αριθ. πινακίου …).

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου (…) και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις και παραστάθηκαν στο ακροατήριο με δήλωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η κρινόμενη έφεση του ενάγοντος (Γ.Α.Κ. (…)/ Ε.Α.Κ. (…)/2023 Πρωτοδικείου Αθηνών και Γ.Α.Κ. (…)/ Ε.Α.Κ. (…)/2023 Εφετείου Αθηνών), η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 1227/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρ. 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρ. 495 παρ. 1, 2, 496, 500, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1 και 517 ΚΠολΔ), αλλά και εμπρόθεσμα δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 31-3-2023 και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την κατάθεσή της στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση στις 3-11-2023, ήτοι εντός της προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώ από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως. Επίσης, για το παραδεκτό της ανωτέρω εφέσεως, έχει κατατεθεί και το προβλεπόμενο παράβολο, ποσού 150 ευρώ (άρθρ. 495 παρ. 3 Αγ ΚΠολΔ – β΄. σχετική σημείωση στην έκθεση κατάτεσης ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Αθηνών). Πρέπει επομένως, η ανωτέρω έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών (…. του ….) άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία), κατά της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης (…. του ….), την από (…) αγωγή του (Γ.Α.Κ. (…)/ Ε.Α.Κ. (…)/18-10-2020), στην οποία εκθέτει τα ακόλουθα: Ότι είναι ιατρός με την ειδικότητα του βιοπαθολόγου και ιδιοκτήτης ενός Πρότυπου Μικροβιολογικού και Ερευνητικού Εργαστηρίου στο «(…)». Ότι στις (…) τέλεσε με την εναγόμενη θρησκευτικό γάμο στον Ιερό Ναό Αγίου (…) στη Γλυφάδα Αττικής και ότι από τον γάμο τους αυτό απέκτησαν ένα τέκνο τον (…), που γεννήθηκε στις (…). Ότι από το καλοκαίρι του έτους (…), έτος κατά το οποίο η εναγόμενη έμεινε έγκυος, άρχισαν να εμφανίζονται προβλήματα στις σχέσεις τους, τα οποία δεν κατέστη δυνατό να ξεπεραστούν. Ότι, τέσσερα χρόνια μετά το γάμο τους, στις (…), η εναγόμενη αποχώρησε από την οικογενειακή τους οικία και εγκαταστάθηκε, εντελώς απροειδοποίητα, μαζί με το ανήλικο τέκνο τους, στην οικία της μητέρας της, όπου εξακολουθεί να διαμένει μέχρι και σήμερα. Ότι, το πλαίσιο αυτό, η εναγόμενη δεν του επέτρεπε να επικοινωνεί με το ανήλικο τέκνο τους παρά μόνο όποτε η ίδια το αποφάσιζε. Ότι, κατόπιν αυτών, αναγκάστηκε να ασκήσει εναντίον της σχετική αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προκειμένου να ρυθμιστεί, έστω η επικοινωνία του, και να μην χαθούν οι καλοκαιρινές διακοπές μαζί του. Ότι, κατά τη συζήτηση του σχετικού αιτήματος προς έκδοση προσωρινής διαταγής για την προσωρινή ρύθμιση της επικοινωνίας του με το ανωτέρω τέκνο, η εναγόμενη συνομολόγησε το περιεχόμενο της αιτήσεώς του, εκφράζοντας μόνο κάποιες διαφωνίες ως προς τις ώρες της επικοινωνίας και ως προς τις ημέρες των καλοκαιρινών διακοπών. Ότι στις (…) και σύμφωνα με το περιεχόμενο της εκδοθείσας προσωρινής διαταγής, παρέλαβε το άνω τέκνο του προκειμένου να αναχωρήσουν για καλοκαιρινές διακοπές. Ότι επιστρέφοντας στις (…) έλαβε γνώση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων της εναγόμενης για την προσωρινή ρύθμιση της επιμέλειας του άνω τέκνου τους, καθώς και για την καταβολή προσωρινής διατροφής τόσο για λογαριασμό της ίδιας όσο και για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους, η οποία (αίτηση ασφαλιστικών μέτρων), ενώ κατατέθηκε στις (…), του επιδόθηκε σε χρόνο που απουσίαζε για διακοπές με το ως άνω τέκνο του, με αποτέλεσμα να μην λάβει γνώση του σχετικού δικογράφου, στο οποίο είχε υποβληθεί αίτημα για την χορήγηση προσωρινής διαταγής, και ότι η εναγόμενη μεθόδευσε όλα τα ανωτέρω ώστε να συζητηθεί το σχετικό αίτημά της ερήμην του. Ότι, διαβάζοντας στις (…) την αίτηση αυτή ασφαλιστικών μέτρων της εναγόμενης, διαπίστωσε ότι το αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής είχε ήδη συζητηθεί από τις (…), ήτοι σε χρόνο που απουσίαζε σε διακοπές με το τέκνο τους και ότι στο δικόγραφο της αιτήσεως αυτής ασφαλιστικών μέτρων περιέχονταν πλήθος προσβλητικών της τιμής και της υπόληψής του ψευδών χαρακτηρισμών και ειδήσεων. Ότι ο λόγος, που η εναγόμενη περιέλαβε αυτές τις ψευδείς εισηγήσεις και χαρακτηρισμούς στην αίτησή της αυτή ασφαλιστικών μέτρων ήταν προφανώς να διεκδικήσει την επιμέλεια του τέκνου τους, αφού στο σχετικό δικόγραφό της παρουσίαζε τον ενάγοντα ως χρήστη ναρκωτικών ουσιών, ως εξαρτώμενο από φαρμακευτικές ουσίες, χείριστο σύζυγο και γονέα και δράστη εγκλημάτων, ώστε, ακολούθως, να παραπλανήσει το Δικαστήριο και να επιτύχει την έκδοση απόφασης περί επιδίκασης σε βάρος του διατροφής για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους κατά πολύ υπερβαίνουσα τις βιοτικές ανάγκες αυτού (τέκνου τους), με απώτερο σκοπό να τον ζημιώσει οικονομικά. Ότι, ειδικότερα, στις αναφερόμενες αναλυτικά στην αγωγή 35 περικοπές του περιεχομένου της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων η εναγόμενη διαλαμβάνει ισχυρισμούς προσβλητικούς για την προσωπικότητα του ενάγοντος τελώντας σε βάρος του το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης, εμφανίζοντας αυτόν ως χρόνιο χρήστη ναρκωτικών ουσιών, φαρμακευτικά εξαρτώμενο από ηρεμιστικά φάρμακα, αλκοολικό, ως σύζυγο που εξυβρίζει και κακοποιεί, καθώς και ως έναν άνθρωπο που διατηρεί σχέσεις με τον υπόκοσμο. Ότι, περαιτέρω, η εναγόμενη με τις αναφερόμενες αναλυτικά στην αγωγή επτά περικοπές της αιτήσεώς της, στις οποίες διαλαμβάνονται ψευδείς ισχυρισμοί ως προς τα περιουσιακά στοιχεία του ενάγοντος και της ιδίας, τέλεσε το αδίκημα της απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου (που δίκασε επί του αιτήματος της προσωρινής διαταγής) με αποτέλεσμα να προκληθεί βλάβη στην περιουσία του, δεδομένου ότι υποχρεώθηκε να καταβάλει ως διατροφή του ανηλίκου τέκνου τους το ποσό των (…) ευρώ μηνιαίως, ενώ κατά τη συζήτηση αυτοτελούς αιτήματός του προς έκδοση προσωρινής διαταγής για την εξαφάνιση της ειρήνης του εκδοθείσας προσωρινής διαταγής, το Δικαστήριο περιόρισε το ποσό αυτό από το ποσό των (…) ευρώ στο ποσό των (…) ευρώ. Ότι, περαιτέρω, η εναγόμενη με τις αναφερόμενες στην αγωγή 42 περικοπές του περιεχομένου της ανωτέρω αιτήσεώς της ασφαλιστικών μέτρων τέλεσε το αδίκημα της ψευδούς κατάθεσης του άρθρου 224 ΠΚ, προσβάλλοντας με το περιεχόμενο της ψευδούς αυτής καταθέσεώς της την προσωπικότητα του ενάγοντος. Ότι, περαιτέρω, η εναγόμενη, με τις αναφερόμενες αναλυτικά στην αγωγή 18 περικοπές του περιεχομένου της αιτήσεώς της καταμήνυσε ψευδώς τον ενάγοντα ενώπιον του Δικαστηρίου ότι έχει τελέσει τα ποινικά αδικήματα της παράνομης κατοχής και χρήσης ναρκωτικών ουσιών, της απειλής, της εξύβρισης και της πρόκλησης σωματικών βλαβών σε βάρος της προσβάλλοντας δια της ψευδούς αυτής καταμηνύσεώς της την προσωπικότητα του ενάγοντος. Ότι, περαιτέρω, με την εν γένει συμπεριφορά της, η εναγόμενη έδρασε σε βάρος του προσώπου του και τον ζημίωσε με πρόθεση κατά τρόπο αντίθετο με τα χρηστά ήθη, δεδομένου ότι χρησιμοποίησε τις ανωτέρω μεθόδους προκειμένου να επιτύχει τη θετική έκβαση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, που άσκησε εναντίον του. Ότι, τέλος, με τις ανωτέρω δυσφημιστικές διαδόσεις τέθηκε σε κίνδυνο το μέλλον του και το επάγγελμά του και ότι από την ανωτέρω συνολική προσβολή της προσωπικότητάς του υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, ενώ υπάρχει κίνδυνος η προσβολή αυτή της προσωπικότητάς του να επαναληφθεί από την εναγόμενη και στο μέλλον. Κατόπιν αυτών, ο ενάγων, όπως το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής του παραδεκτά περιορίστηκε σε αναγνωριστικό και όπως το αίτημα της αγωγής του εκτιμάται από το Δικαστήριο σε συνδυασμό με το ιστορικό αυτής (παρελκούσης της έρευνας του παραδεκτού της διόρθωσης του σχετικού αιτήματός του με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), ζητεί: 1) Α) να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη είναι υποχρεωμένη να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την ανωτέρω προσβολή της προσωπικότητάς του, που αποτελεί συγχρόνως και αδικοπραξία το συνολικό ποσό (ενιαία) των 50.000 ευρώ [το οποίο, μάλιστα, επιμερίζει σε ποσά των (10.000 ευρώ + 5.000 ευρώ=) 15.000 ευρώ για την προσβολή της προσωπικότητάς του εξαιτίας της τέλεσης, σε βάρος του, του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης δια του περιεχομένου της ανωτέρω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων της εναγόμενης, στο ποσό των (10.000 ευρώ + 5.000 ευρώ =) 15.000 ευρώ για την προσβολή της προσωπικότητάς του δια του περιεχομένου της ψευδούς καταθέσεώς της, στο ποσό των (10.000 ευρώ + 5.000 ευρώ =) 15.000 ευρώ για την προσβολή της προσωπικότητάς του δια του περιεχομένου της ψευδούς καταμήνυσής της και στο ποσό των 5.000 ευρώ εξαιτίας της προσβολής της προσωπικότητάς του δια της υποστήριξης από την εναγόμενη ψευδών ισχυρισμών σε βάρος του προσώπου του, που, κατά τους ισχυρισμούς του, εξέθεσαν σε κίνδυνο την πίστη του, το επάγγελμά του και το μέλλον του], και Β) Να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη είναι υποχρεωμένη να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία το συνολικό ποσό των 8.000 ευρώ για την περιουσιακή ζημία, που του προξένησε τελώντας σε βάρος του το ποινικό αδίκημα της απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και επειδή τον ζημίωσε με πρόθεση και κατά τρόπο αντίθετο με τα χρηστά ήθη (επιμερίζοντας τα αιτούμενα ποσά χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στο ποσό των 5.000 ευρώ και στο ποσό των 3.000 ευρώ, αντιστοίχως). Συνολικώς, δηλαδή, ο ενάγων, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ζητεί να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη είναι υποχρεωμένη να του καταβάλει το ποσό των 58.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, 2) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να παραλείπει στο μέλλον κάθε προσβολή της προσωπικότητας αυτού με την απειλή χρηματικής ποινής 3.000 ευρώ για κάθε παράβαση της απόφασης, που θα εκδοθεί, 3) να διαταχθεί προσωπική κράτηση σε βάρος της εναγόμενης διάρκειας ενός έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, που θα εκδοθεί λόγω της τελεσθείσας σε βάρος αυτού αδικοπραξίας και 4) να καταδικασθεί η εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Επί της ανωτέρω αγωγής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1227/2023 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε συνολικά [το μεν ανωτέρω υπό στοιχ. 3 αίτημα και μετά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό ως μη νόμιμο, το δε ανωτέρω υπό στοιχ. 1 (Α και Β) και 2 αιτήματα ως ουσία αβάσιμα]. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων με την κρινόμενη έφεσή του και ζητεί την εξαφάνισή της για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, καθώς και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (χωρίς να προσβάλλεται με την έφεση η διάταξη της εκκαλούμενης αποφάσεως κατά το μέρος, που απορρίπτει ως μη νόμιμο το ανωτέρω υπό στοιχ. 3 αίτημα της αγωγής).

Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 511, 520, 522 και 536 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης, μεταβιβάζεται η υπόθεση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια με το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία, δηλαδή την εξουσία να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τα θέματα που εξετάζει αυτεπαγγέλτως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως είναι το παραδεκτό, η νομική βασιμότητα και το ορισμένο της αγωγής. Έτσι, αν η αγωγή απορρίφθηκε, εν όλω ή εν μέρει, ως μη νόμιμη και παραπονείται ο εκκαλών ενάγων για την απόρριψη για το λόγο αυτό, τότε το Εφετείο μπορεί να κρίνει την αγωγή απορριπτέα για λόγο δικονομικό, όπως ως απαράδεκτη (λόγω αοριστίας ή ελλείψεως διαδικαστικής προϋπόθεσης) και να την απορρίψει για τους λόγους αυτούς και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, χωρίς δηλαδή ειδικό παράπονο, αφού η απόφαση αυτή είναι επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα – ενάγοντα και επομένως δεν υφίσταται κώλυμα εκ της διάταξης του άρθρου 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που απαγορεύει την έκδοση από το Εφετείο επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα απόφασης. Και είναι επωφελέστερη, διότι η απόρριψη μιας αγωγής ως απαράδεκτης αφορά, όχι γενικά την ύπαρξη ή ανυπαρξία αυτού του ίδιου του καταγόμενου στη δίκη ουσιαστικού δικαιώματος, όπως συμβαίνει σε περίπτωση κρίσης περί του νομικά βασίμου της αγωγής. Στην περίπτωση όμως αυτή, επειδή αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας, κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, δεν αρκεί, γιατί η απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο οδηγεί σε διάφορο κατ’ αποτέλεσμα διατακτικό από την απόρριψή της ως νομικά αβάσιμης, το Εφετείο εξαφανίζει την εκκαλουμένη, μερικά ή ολικά, αντίστοιχα με το σφάλμα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κρατά την υπόθεση, δικάζει αυτήν και απορρίπτει αντίστοιχα την αγωγή, για έναν από τους τυπικούς ως άνω λόγους, δηλαδή ως απαράδεκτη, αόριστη ή προώρως ασκηθείσα (βλ. ΑΠ 40/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 7/2001, ΕλλΔνη 42.925, ΑΠ 103/2001 ΕλλΔνη 42.714, ΕφΔυτΜακ 100/2015, ΕφΑθ 37/2009, ΕφΘεσ 227/2008 ΤΝΠ Νόμος).

Β. Από τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ, σύμφωνα με την οποία «Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον», προκύπτει ότι για τη θεμελίωση αξίωσης προς άρση της προσβολής της προσωπικότητας απαιτείται πράξη επαγόμενη προσβολή αυτής σε κάποια από τις εκφάνσεις της, που πρέπει, όμως, να είναι παράνομη. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 57 παρ. 2 και 59 εδ. α’ ΑΚ συνάγεται ότι δεν αποκλείεται αξίωση αποζημίωσης κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (ΑΚ 914 επ.), ενώ το Δικαστήριο, αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον με την απόφασή του να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, την ηθική βλάβη του τελευταίου, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται από το ίδιο το Σύνταγμα και δη από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 2 αυτού. Η αιτούμενη κατά τα ως άνω ικανοποίηση συνίσταται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 59 εδ. β’ ΑΚ, σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Με τις ανωτέρω διατάξεις προστατεύεται το δικαίωμα της προσωπικότητας, το οποίο αποτελεί πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου, με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα. Τέτοιο προστατευόμενο αγαθό είναι και η τιμή κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην αντίληψη και την εκτίμηση, που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, η ψυχική υγεία και το συναισθηματικό κλίμα του ατόμου. Εξάλλου, για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας του ατόμου, που προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση, που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής και β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, είναι από άποψη έννομης τάξης ήσσονος σπουδαιότητας ή ασκείται υπό περιστάσεις, που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ή του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, οπότε ο προσβαλλόμενος δικαιούται να απαιτήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, χωρίς μάλιστα την συνδρομή του στοιχείου της υπαιτιότητας, αφού ο νόμος καθιερώνει για την προκείμενη αξίωση αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος (ΑΠ 1355/2015, ΑΠ 1352/2015, ΑΠ 1216/2014, ΑΠ 756/2011, ΑΠ 1339/2008, ΑΠ 1987/2007, ΑΠ 195/2007, ΤΝΠ Νόμος). Ωστόσο, για την επίδικη χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, η οποία πρέπει να είναι σημαντική (Απ. Γεωργιάδης – Μιχ. Σταθόπουλος, Αστικός Κώδικας, άρθρο 59, αρ. 8, σελ. 117), απαιτείται και πταίσμα εκείνου, από τον οποίο προέρχεται η προσβολή (ΑΠ 1355/2015, ΑΠ 1352/2015, ΑΠ 1750/2014, ΑΠ 1735/2009, ΑΠ 1729/2008, Τ.Ν.Π. Νόμος ό.π.). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε εφαρμόζονται συνδυαστικά οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920 και 932 ΑΚ. Ειδικότερα, προϋποθέσεις για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 920 ΑΚ, στην οποία θεμελιώνεται η δυσφήμιση ως αστικό αδίκημα είναι: α) υποστήριξη ή διάδοση αναληθών ειδήσεων, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο. Υποστήριξη είναι ο ισχυρισμός των ειδήσεων μπροστά σε τρίτους με επιχειρήματα υπέρ της αληθείας τους, ενώ διάδοση είναι η απλή ανακοίνωση (κοινολόγηση) των ειδήσεων, που άλλος έχει υποστηρίξει. Ως ειδήσεις νοούνται οι πληροφορίες, που αναφέρονται σε οποιαδήποτε περιστατικά, σχέσεις ή καταστάσεις, οι οποίες εκθέτουν σε κίνδυνο κατά τον χρόνο της υποστήριξης ή διάδοσης, ένα από τα περιοριστικά αναφερόμενα στην πιο πάνω διάταξη αγαθά, ήτοι την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του θιγόμενου. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση να γίνεται ενώπιον τρίτου, ο οποίος μπορεί να είναι οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή και αρχή. Οι υποστηριζόμενες δε ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να είναι σαφείς και συγκεκριμένες, να αναφέρονται δηλαδή σε ορισμένα γεγονότα, διότι αόριστες υπόνοιες, χωρίς αναφορά σε ορισμένα γεγονότα, δεν αποτελούν ειδήσεις. Επιπλέον, οι ειδήσεις αυτές πρέπει να είναι και αναληθείς, δηλαδή να μην αληθεύει εξ ολοκλήρου το σχετικό γεγονός ή να παρουσιάζεται παραποιημένο. Αν το γεγονός αυτό αληθεύει, δεν γεννάται ευθύνη από την προαναφερθείσα διάταξη, από δε εκείνη του άρθρου 919 ΑΚ, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, β) γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναλήθειας των υποστηριζομένων ή διαδιδομένων ειδήσεων. Πρέπει, δηλαδή, αυτός που υποστηρίζει ή διαδίδει τις αναληθείς ειδήσεις, να γνωρίζει ή υπαιτίως, ήτοι από αμέλεια, να αγνοεί την αναλήθεια αυτών, διαφορετικά, ευθύνη από την παραπάνω διάταξη δεν τον βαρύνει, γ) οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες αναληθείς ειδήσεις να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικά σε κίνδυνο ένα από τα προαναφερθέντα αγαθά του θιγομένου, χωρίς να αρκεί η διαπίστωση ότι αυτές είναι αφηρημένα ικανές να εκθέσουν τα αγαθά αυτά σε κίνδυνο και δ) ύπαρξη ζημίας (περιουσιακής), αιτιώδως προκαλούμενης από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα παραπάνω αγαθά (ΑΠ 389/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1355/2015, ΑΠ 1352/2015 ό.π., ΑΠ 265/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1216/2014 ό.π., ΑΠ 1251/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, ο παθών, εκτός από την αποζημίωση, με βάση την αδικοπραξία της διάταξης του άρθρου 920 ΑΚ, δικαιούται και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη, από τις αναληθείς ειδήσεις, λαμβανομένου υπόψη ότι το Δικαστήριο δύναται να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης σε εκείνον, που έπαθε προσβολή της τιμής του (ΑΚ 932 εδ. α’ και β’), ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης αποκατάστασης της ηθικής βλάβης γεννιέται ανεξάρτητα από την επέλευση ή μη περιουσιακής ζημίας (Μιχ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, παρ. 15, αρ. 103, σελ. 318). Το ύψος δε του ποσού της προαναφερθείσας εύλογης χρηματικής ικανοποίησης καθορίζεται από το Δικαστήριο της ουσίας, ύστερα από εκτίμηση των τιθέμενων υπόψη των πραγματικών περιστατικών και ιδίως του βαθμού του πταίσματος του υποχρέου, του είδους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών, καθώς και των ενδεχόμενων προσωπικών τους σχέσεων (ΟλΑΠ 19/2011 ΧρΙδ 2012.257, ΟλΑΠ 13/2002 ΝοΒ 2003.660, ΑΠ 1216/2011 ό.π., ΑΠ 71/2011 ΕΕμπΔ 2012.97, ΑΠ 159/2006 Αρμ 2006.1590, ΑΠ 132/2006 Δίκη 2006.877). Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος, συνεπεία τελεσθείσης σε βάρος του αδικοπραξίας, συνιστάμενης στην υπό του εναγόμενου εν γνώσει ή από υπαίτια άγνοια υποστήριξη ή διάδοση αναληθών (δυσφημιστικών) ειδήσεων, που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη και το μέλλον του (ΑΚ 920 και 932) και προσβάλλουν παράλληλα την προσωπικότητά του (ΑΚ 57, 59 και 914), αρκεί από απόψεως περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς, η αναφορά στο αγωγικό δικόγραφο της υπαίτιας και παράνομης αδικοπρακτικής σε βάρος του συμπεριφοράς του εναγόμενου, ήτοι η υπ’ αυτού υποστήριξη ή διάδοση, εν γνώσει της αναλήθειας τους ή από υπαίτια άγνοιά του, αναληθών ειδήσεων, που έθεσαν σε κίνδυνο την πίστη και το μέλλον του ενάγοντος (ΑΠ 265/2015 ό.π., ΑΠ 82/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για να γεννηθεί μάλιστα αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920 και 932 του ΑΚ, είναι αδιάφορη για τον χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης, η φύση της διάταξης, που ενδέχεται να παραβιαστεί με την προσβολή, η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου (ΑΠ 756/2011 ό.π., ΑΠ 408/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικού κολάσιμη πράξη (ΑΠ 1355/2015, ΑΠ 1352/2015, ΑΠ 265/2015, ΑΠ 1750/2014, ΑΠ 1216/2014, ΑΠ 756/2011, ΑΠ 408/2007 ό.π., ΜονΕφΘεσ 15/2021 Αρμ 2021.2025). Ειδικότερα, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει σε βάρος του δυσφήμηση και, αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνωρίζει το ψεύδος, τότε διαπράττει σε βάρος του συκοφαντική δυσφήμηση. Ως γεγονός νοείται κάθε συγκεκριμένο συμβάν του εξωτερικού κόσμου, παρελθόν ή παρόν, το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συμπεριφορά ή συγκεκριμένη σχέση, που αναφέρεται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτει στις αισθήσεις. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, που προέρχεται από ιδία πεποίθηση ή γνώμη, ενώ διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης, που γίνεται από άλλον. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στο πλαίσιο της συναλλακτικής ευθύνης. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία έχει ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης ακόμη δε και χαρακτηρισμός στις περιπτώσεις που αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση (πρβλ. ΑΠ 179/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 543/2009 ΧρΙδ 2010.253, ΑΠ 1095/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1462/2005 ΕλλΔνη 2006.190, ΑΠ 387/2005 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’, 914 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της περιουσιακού ή μη χαρακτήρα ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 386 του ΠΚ, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος (ΑΠ 1480/2017, ΑΠ 359/2012, ΕφΘεσ 1887/2012 και ΕφΔωδ 176/2018, ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, που συνιστά ταυτόχρονα και αδικοπραξία (άρθρο 914 ΑΚ), απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, ως τέτοια δε νοείται κάθε μείωση της συνολικής αξίας της περιουσίας, αλλά και η απειλή μείωσής της, όταν δημιουργείται χειροτέρευση της ενεστώσας περιουσιακής κατάστασης, όπως και η απειλή ή ο κίνδυνος της περιουσίας στο μέλλον λόγω εμπλοκής σε δαπανηρό δικαστικό αγώνα(ΑΠ 318/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, λόγω της μη αναγκαίας ταύτισης του προσώπου που απατήθηκε και εκείνου που υπέστη τη βλάβη, η απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παράσταση ψευδών γεγονότων σε πολιτική δίκη, που αποτελεί ειδικότερη μορφή της απάτης του άρθρου 386 του ΠΚ, η οποία (απάτη) στοιχειοθετείται όταν ο διάδικος σε πολιτική δίκη όχι μόνο προβάλλει ψευδή πραγματικά ισχυρισμό, αλλά ταυτόχρονα προσκομίζει προς υποστήριξή του, εν γνώσει του ψευδή αποδεικτικά μέσα, όπως η εν γνώσει προσκόμιση και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν, ανακριβών όμως κατά περιεχόμενο, με αποτέλεσμα την έκδοση δυσμενούς για την περιουσία του αντιδίκου του δικαστικής απόφασης, οπότε η απάτη στο Δικαστήριο είναι τετελεσμένη. Αν, όμως, το δικαστήριο δεν παραπλανήθηκε από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ψευδή αποδεικτικά στοιχεία και απέρριψε αυτούς, τότε υφίσταται αξιόποινη απόπειρα της ανωτέρω πράξης. Τέλος, η επίκληση και προσκόμιση των ως άνω αποδεικτικών μέσων είναι απαραίτητη για τη συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης, ακόμη και με τη μορφή της απόπειρας τελέσεώς του, καθόσον μόνον η υποβολή αναληθούς ισχυρισμού στο δικαστήριο δεν συνιστά πράξη περιέχουσα αρχή εκτέλεσης της απάτης κατά την έννοια του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ [ΑΠ (Ποιν) 787/2015, ΑΠ (Ποιν) 1184/2014, ΑΠ (Ποιν) 1499/2013, ΑΠ (Ποιν) 512/2011, ΤΝΠ Νόμος]. Δεν τελείται, όμως, το αδίκημα της απάτης (ούτε σε απόπειρα) σε δίκη όπου ο δικαστής δεν προέβη σε έλεγχο της ουσιαστικής αλήθειας των ισχυρισμών του διαδίκου που φέρεται ως δράστης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που η αγωγή του τελευταίου απορρίφθηκε ως αόριστη ή ως μη νόμιμη, και, συνεπώς, τα προσκομισθέντα απ’ αυτόν προς υποστήριξη της αγωγής του ψευδή αποδεικτικά στοιχεία δεν ελήφθησαν ούτε μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να τεθεί θέμα απόπειρας απάτης [ΑΠ (Ποιν) 702/2019, ΑΠ (Ποιν) 2078/2005, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ (Ποιν) 765/2001 ΠοινΧρ 2002.238, ΜΕφΠειρ 23/2020, ΤΝΠ Νόμος]. Επί ασφαλιστικών, όμως, μέτρων, που το Δικαστήριο αποφασίζει κατά πιθανολόγηση, η απάτη μπορεί να συντελεσθεί με οποιοδήποτε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο και συνεπώς, με την προβολή και μόνο ψευδών ισχυρισμών (ΑΠ 308/2018).

Γ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημιώσει άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμοποιούνται ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 10/91, ΑΠ 55/2003). Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς, υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη, η οποία δεν αποκλείει, κατά τις περιστάσεις, η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή φυσικής ευχέρειας, συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων και οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που οδήγησαν τον υπαίτιο στη συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με τη διαγωγή του αντισυμβαλλομένου, για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογική σχέση. Στην αναζήτηση δε του ορθού αυτού μέτρου συνεκτιμώνται, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και τα επιβαλλόμενα όρια απ’ αυτή (ΑΠ 900/2011). Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την επέλευση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία (ΑΠ 55/2003, ΑΠ 1652/2006). Η γένεση, εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 του ΑΚ, υποχρέωσης για αποζημίωση, προϋποθέτει, σύμφωνα με αυτήν τη διάταξη, συνδυαζόμενη με εκείνες του άρθρου 298 του ΑΚ, την ύπαρξη μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επέλευσης της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητας της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία της ζημίας (ΑΠ 212/2018, 764/2014, ΤΝΠ Νόμος). Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 919 ΑΚ είναι: 1) Συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη) αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, τέτοια  δε συμπεριφορά υπάρχει όταν, κατ’ αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, η συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο, 2) Η συμπεριφορά να συνοδεύεται από πρόθεση, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, προξένησης ζημίας, δηλαδή δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να προέβη στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με μόνο σκοπό τη ζημία του άλλου, αλλά αρκεί να γνώριζε ότι με τη συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατή η επέλευση ζημίας στον άλλο και παρά ταύτα αυτός δεν θέλησε να αποστεί απ’ αυτήν, 3) Να προκλήθηκε όντως ζημιά σε άλλον, 4) Να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας (ΑΠ 294/2018 ΤΝΠ Νόμος). Πότε τούτο συμβαίνει κρίνεται κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (ΑΠ 783/2014, ΑΠ 137/2005, ΤΝΠ Νόμος).

Το ανωτέρω υπό στοιχ. 1Β αίτημα της αγωγής, ήτοι το αίτημα να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (όπως αυτό επιμερίζεται στην αγωγή) για την τέλεση σε βάρος του αδικοπραξίας (που συνιστά και ποινικό αδίκημα κατ’ άρθρο 386 ΠΚ) δια της προβολής ψευδών ισχυρισμών στην από (…) αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων εναντίον του, με σκοπό να πείσει τόσο το Δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων όσο και το Δικαστήριο, που θα δίκαζε το αίτημα της για χορήγηση προσωρινής διαταγής να εκδώσουν απόφαση, από την οποία η ίδια θα αποκτούσε παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας την περιουσία του, καθώς και κατά το μέρος, που ισχυρίζεται ότι η εναγόμενη τον ζημίωσε συγχρόνως κατά τρόπο αντίθετο με τα χρηστά ήθη, τυγχάνει απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας διότι ο ενάγων δεν εκθέτει στην αγωγή του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο το ύψος του ποσού της περιουσιακής βλάβης που υπέστη συνολικά από την, κατά τους ισχυρισμούς του, ανωτέρω αδικοπραξία και την αντικειμενικά στα χρηστά ήθη συμπεριφορά της εναγομένης ή της περιουσιακής μείωσης που απειλήθηκε στην περιουσία του, ενώ δεν προσδιορίζει κατά τρόπο ορισμένο τις οικονομικές του δυνατότητες και τα εισοδήματά του για να τεθούν τα σχετικά θέματα αποδείξεως και να προσδιοριστεί η διατροφή, που θα εδικαιούτο το ανήλικο τέκνο του ώστε να προσδιοριστεί το ύψος της περιουσιακής του ζημίας (το οποίο δεν προσδιορίζει επακριβώς), ούτε και εκθέτει ειδικότερα ποιο το συνολικό ποσό που υποχρεώθηκε να καταβάλει επί ζημία της περιουσίας του ή, όπως προαναφέρθηκε σε ποιο ύψος απειλήθηκε μείωση της περιουσίας του, για τον περαιτέρω προσδιορισμό και του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, η οποία τελεί σε αναλογία με το ύψος της περιουσιακής αυτής ζημίας. Περαιτέρω, το ανωτέρω υπό στοιχ. 2 αίτημα της αγωγής να υποχρεωθεί η εναγόμενη να παραλείπει στο μέλλον κάθε προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος με την απειλή χρηματικής ποινής (…) ευρώ για κάθε παράβαση της απόφασης, που θα εκδοθεί τυγχάνει, επίσης, απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας διότι προϋπόθεση της αξίωσης παράλειψης της προσβολής της προσωπικότητας στο μέλλον, αποτελεί, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη βάσιμης απειλής επικείμενης προσβολής, καθώς και η επίκληση στην αγωγή πραγματικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει η ύπαρξη αυτής απειλής και του πραγματικού κινδύνου της επικείμενης προσβολής της προσωπικότητας του προσβληθέντος, ουδόλως, δε, ο ενάγων επικαλείται τέτοια στοιχεία στο δικόγραφο της αγωγής του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε την αγωγή ορισμένη ως προς τα αμέσως ανωτέρω αιτήματα, τα οποία, ακολούθως, απέρριψε ως ουσία αβάσιμα έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και δη ως προς την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ και θα πρέπει ως προς τα κεφάλαια αυτά να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, το παρόν δε Δικαστήριο, θα κρατήσει την υπόθεση και θα δικάσει επί των ανωτέρω υπό στοιχ. 1Β και 2 αιτημάτων (στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της ασκηθείσας έφεσης), τα οποία δεν πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα λόγω αοριστίας, ακόμη και χωρίς την προβολή ειδικού παραπόνου, διότι η απόφαση αυτή, κατά το μέρος αυτό, είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα (βλ. ανωτέρω υπό στοιχ. Α νομική σκέψη) και για το λόγο αυτό παρέλκει η έρευνα δευτέρου και τρίτου λόγου εφέσεως με τους οποίους ο εκκαλών, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου αυτών, παραπονείται, μεταξύ άλλων, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά το μέρος, που απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την αγωγή (και) ως προς τα ανωτέρω αιτήματά της, ενώ, επίσης, παρέλκει η έρευνα και του έκτου λόγου εφέσεως με τον οποίον ο εκκαλών, παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, καθώς και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά το μέρος, που απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την αγωγή ως προς το ανωτέρω υπό στοιχ. 1Β) αίτημα της (χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λόγω τελεσθείσας σε βάρος του απάτης ενώπιον Δικαστηρίου). Περαιτέρω, η αγωγή και αναφορικά με το ανωτέρω υπό στοιχ. 1Α) αίτημά της είναι πλήρως ορισμένη διότι περιέχει όλα τα απαιτούμενα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 ΚΠολΔ στοιχεία, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως στο πλαίσιο του μεταβατικού αποτελέσματος της έφεσης. Ειδικότερα, στην αγωγή, όπως το περιεχόμενό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, εκτίθενται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο (ως προς το ανωτέρω αίτημα) οι προσβλητικοί της προσωπικότητας του ενάγοντος ισχυρισμοί, που περιέχονται, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά, στην από (…) αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της εναγόμενης, τα στοιχεία της οποίας (αιτήσεως) για τον προσδιορισμό της παρατίθενται επαρκώς, εκτίθενται επίσης κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα στοιχεία, που θεμελιώνουν την τέλεση ψευδούς καταμήνυσης σε βάρος του ενάγοντος, καθώς και ψευδούς κατάθεσης σε βάρος του προσώπου του (κατά τους ισχυρισμούς, πάντοτε, του τελευταίου), ενώ γίνεται και σαφής και ειδικός προσδιορισμός και επιμερισμός του ύψους της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης για την προσβολή σε βάρος της προσωπικότητας του ενάγοντος με τους ανωτέρω επιμέρους τρόπους τελέσεως (σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς του τελευταίου). Περαιτέρω, και κατά το μέρος, που η αγωγή κρίθηκε παραδεκτή είναι νόμιμη διότι στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 340, 345, 346, 914, 920, 932 ΑΚ, 70 και 176 ΚΠολΔ.

Από τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι λόγοι εφέσεως δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως. Λόγος, όμως, εφέσεως, ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και, επομένως, απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΑΠ 122/2014, ΜΕφΠειρ 47/2024, ΕφΠειρ 6/2021, ΕφΠειρ 425/2021, Τ.Ν.Π. Νόμος). Η τυχόν νομική πλημμέλεια του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως προς το ότι ελήφθησαν υπόψη αποδεικτικά μέσα, που δεν έπρεπε, δεν καθιστά εξαφανιστέα την εκκαλουμένη απόφαση εκ του λόγου αυτού, διότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως (άρθρο 522 ΚΠολΔ), κατά τον έλεγχο του συναφούς λόγου της για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού (άρθρο 534 ΚΠολΔ), λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προσκομιζομένων από τους διαδίκους νόμιμων αποδεικτικών μέσων, αχθεί σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της ένδικης υποθέσεως. Επομένως, ακόμη και αν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα, που δεν θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη, ένας τέτοιος λόγος έφεσης προβάλλεται αλυσιτελώς και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος και τούτο διότι ακόμη και σε περίπτωση ουσιαστικής παραδοχής του δεν οδηγεί σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, αλλά στην υποχρέωση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου να μην λάβει υπόψη του αποδεικτικά μέσα, που δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη (βλ. ΜΕφΠειρ 47/2024).

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης ισχυρίζεται ο εκκαλών ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η αγωγή είναι ουσία αβάσιμη με το σκεπτικό ότι: «o ενάγων άσκησε, ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών, την από (…) με ΑΒΜ (…) έγκληση κατά της εναγόμενης για την τέλεση των αδικημάτων της συκοφαντικής δυσφήμησης, της απάτης επί δικαστηρίω, της ψευδούς κατάθεσης και της ψευδούς καταμήνυσης με το ίδιο ακριβώς με την παρούσα αγωγή περιεχόμενο, χωρίς ωστόσο να προκύπτει εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη ή η περαιτέρω διαδικαστική πορεία της ως άνω έγκλησης. Προκύπτει, επομένως, ότι η εναγόμενη προέβη στην άσκηση της ως άνω αίτησης ασφαλιστικών μέτρων προς προάσπιση των συμφερόντων της, με επακόλουθο η συμπεριφορά της αυτή να μην αντίκειται στα χρηστά ήθη. Ενόψει τούτου, ελλείπουσας της παράνομης συμπεριφοράς της εναγόμενης, δεν υφίσταται αδικοπραξία ούτε προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος». Ότι (ισχυρίζεται ο ενάγων) από την αιτιολογία αυτή της εκκαλούμενης απόφασης προκύπτει ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υποπίπτοντας στην πλημμέλεια να συσχετίσει την εξέλιξη της ποινικής δίκης με την προκείμενη αστική υπόθεση, να συσχετίσει δηλαδή δύο ανεξάρτητες, μεταξύ τους, διαδικασίες, με διαφορετικό χρόνο ως προς τη διαδικαστική τους εξέλιξη και ότι ακόμη και η απαλλαγή ενός προσώπου από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται και απαλλαγή του από την αστική ευθύνη σύμφωνα με όσα εκτίθενται αναλυτικά στο σχετικό λόγο έφεσης, ενώ, μετά την ολοκλήρωση της σχετικής προκαταρκτικής εξέτασης ήδη έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος της εναγομένης σύμφωνα με όσα εκτίθενται στον ανωτέρω πρώτο λόγο της έφεσής του. Ωστόσο, ο λόγος αυτός της έφεσης, εκτός του ότι από το σκεπτικό της εκκαλούμενης αποφάσεως προκύπτει ότι η επί της ουσίας απόρριψη της αγωγής του ενάγοντος δεν θεμελιώθηκε αποκλειστικά στο ανωτέρω σκεπτικό, που παραθέτει ο εκκαλών στον πρώτο λόγο της έφεσής του, θα πρέπει να απορριφθεί, πρωτίστως, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος διότι ακόμη και αν η αγωγή απορρίπτονταν με το ανωτέρω σκεπτικό, που παραθέτει ο εκκαλών στον πρώτο λόγο της έφεσής του, η επί της ουσίας απόρριψη της αγωγής με αυτό καθ’ εαυτό το ως άνω σκεπτικό, δεν συνεπάγεται την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης εάν δεν ερευνηθεί η ουσία της υποθέσεως και από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στο πλαίσιο των σχετικών λόγων έφεσης (περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), σε περίπτωση δε που το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κρίνει ότι ορθώς, κατ’ αποτέλεσμα, έκρινε επί της ουσίας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πλην όμως με εσφαλμένη ή ελλιπή αιτιολογία, έννομη συνέπεια αυτού δεν είναι η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης αλλά η αντικατάσταση των αιτιολογιών και η κατ’ ουσίαν απόρριψη του σχετικού λόγου έφεσης.

Από τις υπ’ αριθμ. (…), (…) και (…) ένορκες βεβαιώσεις των (…) (…) του (…), (…) (…) του (…) και (…) (…) του (…), αντιστοίχως, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών (…), που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων και ήδη εκκαλών, οι οποίες ελήφθησαν ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421 και 422 ΚΠολΔ, ως ίσχυαν κατά το χρόνο λήψης των άνω ενόρκων βεβαιώσεων (βλ. την υπ’ αριθμ. (…) έκθεση επίδοσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά (…), από τις υπ’ αριθμ. (…) και (…) ένορκες βεβαιώσεις των (…) (…) του (…) και (…) (…) του (…), αντιστοίχως, ενώπιον της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, καθώς και από την υπ’ αριθμ. (…) ένορκη βεβαίωσης της (…) (…) του (…), ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών (…), που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων και ήδη εκκαλών, οι οποίες ελήφθησαν έπειτα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421 και 422 ΚΠολΔ, ως ίσχυαν κατά το χρόνο λήψης των άνω ενόρκων βεβαιώσεων, για την αντίκρουση των περιεχομένων στις προτάσεις ισχυρισμών της εναγομένης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (μεταξύ των οποίων και η ένσταση του άρθρου 367 παρ. 2 γ’ ΠΚ, ως ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλούμενης απόφασης) για την απόδειξη των οποίων (ισχυρισμών της) η εναγόμενη επικαλέστηκε και προσκόμισε τις αμέσως κατωτέρω ένορκες βεβαιώσεις, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 422 παρ. 3 ΚΠολΔ, ως ίσχυε κατά το χρόνο λήψης των άνω ενόρκων βεβαιώσεων, αναφέρεται γενικώς στην «αντίκρουση» και επομένως μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να αφορά αντίκρουση τόσο ισχυρισμών, όσο και ενόρκων βεβαιώσεων (βλ. ΑΠ 23/2022, Τ.Ν.Π. Νόμος) (βλ. την υπ’ αριθμ. (…) έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά … ), από τις υπ’ αριθμ. (…) και (…) ένορκες βεβαιώσεις των (…) (…) του (…), και (…) (…) του (…), αντιστοίως, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών (…), από την υπ’ αριθμ. (…) ένορκη βεβαίωση της (…) (…) του (…), ενώπιον του Συμβολαιογράφου Καλαμάτας (…), και από την υπ’ αριθμ. (…) ένορκη βεβαίωση του (…) (…), ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αταλάντης (…), που επικαλείται και προσκομίζει η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη, και οι οποίες ελήφθησαν νομίμως και χωρίς να προκύπτει ότι συντρέχουν λόγοι, που να καθιστούν αυτές ανυπόστατες, έπειτα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421 και 422 ΚΠολΔ ως ίσχυαν κατά το χρόνο λήψης των άνω ενόρκων βεβαιώσεων (βλ. την υπ’ αριθμ. (…) έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά (…), χωρίς τα ανωτέρω πρόσωπα να είναι εξαιρετέα πρόσωπα (σε κάθε περίπτωση, η παρ. 3 του άρθρου 400 ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 423 παρ. 1 ΚΠολΔ καταργήθηκε με τον Ν. 4335/2015) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά (με την επισημείωση ότι ένορκες βεβαιώσεις, που ελήφθησαν στο πλαίσιο άλλης δίκης έστω και χωρίς κλήτευση λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια και δεν απαιτείται να μνημονεύονται ειδικώς στην απόφαση, κατ’ αντιδιαστολή προς τα υπόλοιπα έγγραφα, αλλά η αναφορά ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν καλύπτει και αυτές, χωρίς μάλιστα κατά την αναφορά αυτή των εγγράφων να απαιτείται να γίνεται διάκριση μεταξύ εκείνων που λήφθηκαν υπόψη προς άμεση ή έμμεση απόδειξη και εκείνων που ελήφθησαν υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, βλ. ΑΠ 467/2022):

Ο ενάγων είναι ιατρός με την ειδικότητα του (…) και ιδιοκτήτης ενός Πρότυπου Μικροβιολογικού και Ερευνητικού Εργαστηρίου στο (…), Αττικής ( […] ). Στις (…) τέλεσε με την εναγόμενη θρησκευτικό γάμο στον Ιερό Ναό Αγίου (…) στη Γλυφάδα Αττικής και από το γάμο τους αυτό οι διάδικοι απέκτησαν ένα τέκνο, τον (…), που γεννήθηκε στις (…). Από το καλοκαίρι του έτους (…), άρχισαν να εμφανίζονται προβλήματα στις σχέσεις των διαδίκων, τα οποία δεν κατέστη δυνατό να ξεπεραστούν και συνεχίστηκαν και τα επόμενα έτη. Στις (…), η εναγόμενη αποχώρησε από την οικογενειακή οικία και εγκαταστάθηκε, απροειδοποίητα, μαζί με το ως άνω ανήλικο τέκνο, στην οικία της μητέρας της όπου εξακολουθεί να διαμένει μέχρι και σήμερα. Έκτοτε η εναγόμενη δεν επέτρεπε στον ενάγοντα να επικοινωνεί με το ανήλικο τέκνο τους παρά μόνο όποτε η ίδια το αποφάσιζε. Κατόπιν αυτών ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) εναντίον της εναγομένης την από 11-08-2020 αίτησή του (Γ.Α.Κ …/Ε.Α.Κ …), με την οποία ζητούσε να ρυθμιστεί το δικαίωμα της επικοινωνίας του με το ανωτέρω ανήλικο τέκνο του, στην αίτησή του δε αυτή υπέβαλε και αίτημα έκδοσης προσωρινής διαταγής για την κατεπείγουσα ρύθμιση του δικαιώματός του αυτού (επικοινωνίας). Δικάσιμος για τη συζήτηση της προσωρινής διαταγής ορίστηκε η 17-8-2020 και, ακολούθως, εκδόθηκε η από 17-8-2020 προσωρινή διαταγή, με την οποία ρυθμίστηκε το δικαίωμα της επικοινωνίας του ενάγοντος με το ανωτέρω ανήλικο τέκνο του. Μεταξύ άλλων και λόγω του κατεπείγοντος, ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του ενάγοντος και για το μήνα Αύγουστο του τρέχοντος (τότε) έτους 2020 και συγκεκριμένα από τις 24-8-2020 ώρα 18:00 μ.μ. έως τις 31-8-2020 ώρα 18:00 μ.μ.. Δικάσιμος για τη συζήτηση της αιτήσεως των ασφαλιστικών μέτρων ορίστηκε η 4-12-2020. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι πριν την ημερομηνία συζήτησης της ανωτέρω προσωρινής διαταγής στις 17-8-2020 και την κατάθεση της ανωτέρω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων (ήδη από τις 11-8-2020), η εναγόμενη είχε καταθέσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 6-8-2020 (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) την από 27-7-2020 αίτησή της (Γ.Α.Κ. … / Ε.Α.Κ. … /2020) εναντίον του νυν ενάγοντος, με την οποία ζητούσε: α) να της ανατεθεί προσωρινά η άσκηση της επιμέλειας του ανωτέρω ανήλικου τέκνου τους, β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει ως προσωρινή διατροφή για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους το ποσό των 1.427 ευρώ μηνιαίως, γ) να υποχρεωθεί ο ενάγων να καταβάλει ως προσωρινή διατροφή στην νυν εναγόμενη το ποσό των 457 ευρώ μηνιαίως και δ) να της αποδοθεί προσωρινά η χρήση των κινητών πραγμάτων που αναφέρει στη αίτησή της. Με την αίτησή της αυτή και ως προς τα ανωτέρω υπό στοιχ. α, β και δ αιτήματα υπέβαλε και σχετικό αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής, δικάσιμος για τη συζήτηση του οποίου ορίστηκε η 27-8-2020. Στο μεταξύ, πριν τη συζήτηση του ανωτέρω αιτήματος προσωρινής διαταγής (στις 27-8-2020), που υπέβαλε η εναγόμενη και συγκεκριμένα στις 27-8-2020 ο ενάγων, στο πλαίσιο της από 17-8-2020 εκδοθείσας προσωρινής διαταγής, που ρύθμιζε προσωρινά το δικαίωμα της επικοινωνίας του με το ανωτέρω ανήλικο τέκνο του, παρέλαβε αυτό από την εναγόμενη προκειμένου να μεταβούν εκτός του νομού Αττικής για ολιγοήμερες καλοκαιρινές διακοπές. Αφού, λοιπόν, ο ενάγων αναχώρησε για διακοπές μαζί με το ανήλικο τέκνο του και έφτασε στον τόπο του προορισμού του, η εναγόμενη επέδωσε σε αυτόν και ειδικότερα στη διεύθυνση της κατοικίας του την ανωτέρω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στις 25-8-2020 ήτοι σε χρόνο, που γνώριζε ότι ο ενάγων βρισκόταν εκτός Αθηνών και απουσίαζε από την οικία του με αποτέλεσμα ο τελευταίος να μη λάβει γνώση της δικασίμου για τη συζήτηση του αιτήματος προσωρινής διαταγής στις 27-8-2020, η συζήτηση του οποίου (αιτήματος προς έκδοση προσωρινής διαταγής) διεξήχθη ερήμην του. Ακολούθως, εκδόθηκε η από 27-8-2020 προσωρινή διαταγή, με την οποία ανατέθηκε προσωρινά στην εναγόμενη η επιμέλεια του ως άνω ανηλίκου τέκνου τους και υποχρεώθηκε ο ενάγων να καταβάλει στην εναγόμενη ως προσωρινή διατροφή για λογαριασμό του ως άνω ανηλίκου τέκνου του το ποσό των 700 ευρώ μηνιαίως, ενώ παραχωρήθηκε προσωρινά στην εναγόμενη και η χρήση των κινητών πραγμάτων που αναφέρονται στην ανωτέρω αίτησή της. Δικάσιμος για τη συζήτηση της ανωτέρω αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της εναγόμενης ορίστηκε η 8-12-2020 ενώ κατά το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής η αίτηση αυτή ασφαλιστικών μέτρων δεν είχε ακόμη συζητηθεί. Ο ενάγων επέστρεψε στην Αθήνα στις 29-8-2020 οπότε και τότε έλαβε για πρώτη φορά γνώση του περιεχομένου της ανωτέρω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων της εναγομένης εν διαστάσει συζύγου του. Στην αίτηση αυτή της εναγόμενης, το περιεχόμενο της οποίας περιήλθε σε γνώση του ενάγοντος στις 29-8-2020, η εναγόμενη, μεταξύ άλλων αναφέρει τα εξής: 1) (ότι ο καθ’ ου – νυν ενάγων είχε) «προβληματική συμπεριφορά απέναντι στο παιδί μας και σε εμένα» (σελ. 2 αιτήσεως), 2) «εξαιτίας των χρόνιων και σοβαρών προβλημάτων στο γάμο μας, ο γιός μας ζούσε, από τις πρώτες κιόλας ημέρες της γέννησής του, σε ένα σπίτι γεμάτο ένταση, φωνές και επεισόδια, με συνεχή πρόκληση επεισοδίων από πλευράς του καθ’ ου και της μητέρας του» (σελ. 2 αιτήσεως), 3) «… η συμπεριφορά του καθ’ ου επιδεινωνόταν ραγδαία, με αποτέλεσμα να έχει εκτραχυνθεί πλήρως έως το χρόνο διάσπασης της έγγαμης συμβίωσής μας» (σελ. 2 αιτήσεως), 4) «…σε αντίθεση με τον καθ’ ου,  που διατάραζε συχνά την απαραίτητη για την ηλικία του ηρεμία…» (σελ. 2 αιτήσεως), 5) (ο καθ’ ου) «…έδειχνε θυμωμένος και μου είπε πως πρέπει να βρούμε μια λύση, εννοώντας πως έπρεπε να διακόψω την κύηση» (σελ. 4 αιτήσεως), 6) «Ο καθ’ ου εξακολουθούσε να κάνει καθημερινή χρήση μαριχουάνας και αλκοόλ» (σελ. 4 αιτήσεως), 7) «…ο καθ’ ου από την πρώτη φορά που με κάλεσε στο σπίτι του, μου είχε εκμυστηρευτεί, πως από την ηλικία των 20 ετών, τηρούσε ευλαβικά κάθε βράδυ αυτή τη “συνήθεια”, η οποία τον βοηθούσε να χαλαρώνει» (σελ. 4 αιτήσεως), 8) «…ο καθ’ ου πήγαινε στο σπίτι της μητέρας του κάθε βράδυ, συζητούσε τα πάντα μαζί της, την ενημέρωνε σταθερά και λεπτομερώς για οτιδήποτε συνέβαινε εντός της οικίας μας και στη σχέση μας, ακόμη και για πράγματα ασήμαντα, καθημερινά. Ζητούσε τη γνώμη της για οποιαδήποτε κίνησή του, δεν είχε διαφωνήσει ποτέ μαζί της και δεχόταν άκριτα οτιδήποτε του έλεγε» (σελ. 5 αιτήσεως), 9) «όσο παρεμβατική ήταν η παρουσία της οικογένειας του καθ’ ου στη ζωή μας, άλλο τόσο έντονη ήταν η προσπάθεια του καθ’ ου και του περιβάλλοντός του να απομονωθώ από τους δικούς μου ανθρώπους» (σελ. 6 αιτήσεως), 10) «όσες φορές ζητούσα από τον καθ’ ου να επισκεφτούμε κάποιον συγγενή μου, εκείνος έβρισκε πάντοτε δικαιολογίες για να μην πάμε» (σελ. 6 αιτήσεως), 11) «το σημαντικότερο πρόβλημα όμως, ήταν ότι επέμεναν να μην έχω πολλές σχέσεις με την μητέρα μου, η ελάχιστη παρουσία της οποίας δεν γινόταν ανεκτή καθ’ οιονδήποτε τρόπο, χωρίς όμως να έχει προηγηθεί κάτι άσχημο μεταξύ τους» (σελ. 6 αιτήσεως), 12) «δεχόμουν επιθέσεις (από τον καθ’ ου) -άλλοτε μόνο λεκτικής, άλλοτε και σωματικής φύσεως, άλλοτε παρουσία της μητέρας του και άλλοτε όχι-» (σελ. 7 αιτήσεως), 13) «ο καθ’ ου βγήκε εκτός εαυτού, με έβρισε χυδαία (με χαρακτηρισμούς όπως “πουτάνα”, “γλώσσα” κλπ.) και κλώτσησε προς το μέρος μου ένα μαξιλάρι από τον καναπέ, με αποτέλεσμα να χτυπήσει το μωρό, το οποίο κρατούσα εκείνη την ώρα στην αγκαλιά μου. Ο καθ’ ου άρπαξε βίαια τον μικρό μέσα από τα χέρια μου, με αποτέλεσμα το παιδί να ταραχτεί και να αρχίσει να κλαίει» (σελ. 7 αιτήσεως), 14) «τον Φεβρουάριο του έτους 2018…ο καθ’ ου μου ζήτησε για πρώτη φορά να φύγω από την οικογενειακή μας στέγη» (σελ. 8 αιτήσεως), 15) «ο καθ’ ου απαίτησε ουρλιάζοντας ‘να φύγω από το σπίτι του’» (σελ. 8 αιτήσεως), 16) «ο καθ’ ου άρχισε να με απειλεί, ότι ‘δεν ξέρω με ποιον έχω να κάνω’, ότι ‘θα μου πάρει το παιδί’ κ.α.» (σελ. 8 αιτήσεως), 17) «στο νοσοκομείο μας πήγε ο αδερφός του καθ’ ου, επειδή ο τελευταίος είχε κάνει χρήση μαριχουάνας και αλκοόλ και δεν ήταν σε θέση να οδηγήσει» (σελ. 9 αιτήσεως), 18) «τον μήνα Ιούνιο του έτους 2018, ο καθ’ ου, θεωρώντας πως τον απατάμαι, μου φώναξε πως ‘τον είχα πρήξει’ και με χαστούκισε» (σελ. 9 αιτήσεως), 19) «Στις 20 Ιουλίου του έτους 2018, σε μια συζήτηση που είχαμε, ο καθ’ ου εκνευρίστηκε, επειδή δεν συμφωνούσα μαζί του, έχασε την ψυχραιμία του και άρχισε να με τραβάει από το χέρι για να με απομακρύνει από τον κήπο, όπου βρισκόμασταν, φωνάζοντάς μου παράλληλα ‘να φύγω από το σπίτι του’» (σελ. 9 αιτήσεως), 20) «πήρε έναν φίλο του (άνθρωπος ‘της νύχτας’), τον οποίο είχε αναφέρει αρκετές φορές στις μεταξύ μας λογομαχίες για να με απειλήσει και να με φοβίσει) κι εκείνος ήρθε» (σελ. 9 αιτήσεως), 21) «ο καθ’ ου ήταν εκτός ελέγχου και με έβριζε αισχρά. Για πρώτη φορά φοβήθηκα τόσο πολύ, που αναγκάστηκα να καλέσω την αστυνομία» (σελ. 9 αιτήσεως), 22) «όταν ήρθαν (οι αστυνομικοί) είπα στα αστυνομικά όργανα… πως ο καθ’ ου με τραβούσε από το χέρι για να με διώξει» (σελ. 9 αιτήσεως), 23) «ο καθ’ ου εμφανίστηκε και τους είπε πως ‘δεν ήξερα τι έλεγα’, πως είναι γιατρός και εγώ είμαι ‘τρελή για το ψυχιατρείο’» (σελ. 9 αιτήσεως), 24) «Λίγο αργότερα, ο καθ’ ου έδωσε στον φίλο του όλη τη μαριχουάνα που είχε στην οικία του, γιατί ήταν μεγάλη ποσότητα και εάν την έβρισκαν, θα δημιουργείτο πρόβλημα» (σελ. 9 αιτήσεως), 25) «Ήταν προφανές πως (ο καθ’ ου) βρισκόταν για μια ακόμη φορά υπό την επήρεια ουσιών και αλκοόλ. Κάλεσα τον φίλο του για να μάθω τι είχε πιεί και πάρει ο καθ’ ου…» (σελ. 10 αιτήσεως), 26) «Περί τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2018, ο καθ’ ου σταμάτησε την χρήση μαριχουάνας, αλλά ξεκίνησε την συστηματική χρήση ηρεμιστικών χαπιών (Xanax)» (σελ. 10 αιτήσεως), 27) «Έκτοτε, κάθε βράδυ, ο καθ’ ου λάμβανε τα αντικαταθλιπτικά σε συνδυασμό με το αλκοόλ που, ούτως ή άλλως έπινε, κάποια βράδια δε, λάμβανε επιπλέον και Xanax» (σελ. 11 αιτήσεως), 28) «ο καθ’ ου με απείλησε ότι θα με διώξει όχι μόνο από την οικία του, αλλά και από τη δουλειά μου, ότι θα μου πάρει το παιδί κλπ.» (σελ. 11 αιτήσεως), 29) «…ο καθ’ ου καλούσε επανειλημμένως τον αδερφό μου και τον πατέρα μου, για να τους πει ότι είμαι “τρελή”, ότι δημιουργώ προβλήματα, ότι έχει κάνει πολλή υπομονή μαζί μου και ότι θεωρεί υπεύθυνη την μητέρα μου γι’ αυτήν την κατάσταση» (σελ. 12 αιτήσεως), 30) «…το παιδί αρρώστησε αρκετές φορές και όταν τόλμησα να ζητήσω από τον καθ’ ου χρήματα για τα φάρμακά του, εκείνος αρνήθηκε» (σελ. 13 αιτήσεως), 31) «Δυστυχώς, μετά την γέννηση του παιδιού μας και παρά τις προσδοκίες μου, ο καθ’ ου τήρησε στάση απόλυτης αποστασιοποίησης τόσο απέναντί σ’ εμένα, όσο και απέναντι στο νεογέννητο παιδί μας, στην ανατροφή του οποίου δεν συμμετείχε στα ελάχιστα, όχι μόνο κατά το πρώτο στάδιο της ζωής του ως βρέφος, αλλά και αργότερα, όσο αυτό μεγάλωνε» (σελ. 13 αιτήσεως), 32) «…η μόνιμη ασχολία του καθ’ ου ήταν το να παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια» (σελ. 14 αιτήσεως), 33) «όσο το παιδί μας μεγάλωνε, όχι μόνο ο καθ’ ου δεν προσπαθούσε να αναπτύξει κάποιο συναισθηματικό δεσμό με αυτό, αντιθέτως επέλεγε σταθερά και συνειδητά να απέχει από οποιαδήποτε οικογενειακή δραστηριότητα, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειές μου να του εξηγήσω τη σημασία του ρόλου του πατέρα στη ζωή ενός παιδιού» (σελ. 14 αιτήσεως), 34) «…πρωτεύοντα ρόλο στην απόφασή μου να ζητήσω από τον καθ’ ου να χωρίσουμε … διαδραμάτισε το αληθές συμφέρον του ίδιου του παιδιού μας, το οποίο έχει δικαίωμα και πρέπει να ζήσει σε ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον και σε συνθήκες που δεν θα θέτουν σε κίνδυνο την ψυχική του ισορροπία» (σελ. 15 αιτήσεως) και 35) «ο καθ’ ου δεν δύναται να εξασφαλίσει στο παιδί μας αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω και τα οποία έχει ανάγκη το παιδί για την ισόρροπη ψυχοσυναισθηματική και πνευματική του ανάπτυξη» (σελ. 16 αιτήσεως).  Εκ των ανωτέρω τμημάτων του περιεχομένου της ανωτέρω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, που άσκησε η εναγόμενη εναντίον του ενάγοντος και που οριοθετούν το αντικείμενο της παρούσας δίκης, τα υπό στοιχ. 1, 2, 3, 4, 8, 9, 10, 11, 14, 15, 19, 22, 29, 31, 32, 33, 34 και 35 τμήματα δεν περιλαμβάνουν χαρακτηρισμούς ή ισχυρισμούς προσβλητικούς της προσωπικότητας του ενάγοντος, αλλά κυρίως αξιολογικές κρίσεις της εναγομένης για τον ενάγοντα στο πλαίσιο των εν γένει ισχυρισμών της στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, που ανοίχθηκε με την άσκηση της ανωτέρω αιτήσεώς της για την προσωρινή ανάθεση της επιμέλειας του ως άνω τέκνου των διαδίκων και για την καταβολή διατροφής, χωρίς οι ισχυρισμοί αυτοί να υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο. Ωστόσο, τα υπό στοιχ. 5, 6, 7, 12, 13, 16, 17, 18, 20, 21, 23, 24, 25, 26, 27, 28 και 30 τμήματα του περιεχομένου της ανωτέρω αιτήσεως της εναγόμενης, επίσης στο πλαίσιο της ανωτέρω δίκης, περιλαμβάνουν ισχυρισμούς προσβλητικούς της προσωπικότητας του ενάγοντος αφού περιγράφουν αυτόν ως συστηματικό, επί καθημερινής βάσεως, χρήστη ναρκωτικών ουσιών, αλκοόλ, καθώς και ηρεμιστικών φαρμάκων χωρίς ιατρική συνταγή, ως έναν σύζυγο, που τελούσε πράξεις, που τυποποιούνται στις διατάξεις του νόμου περί ναρκωτικών και περί ενδοοικογενειακής βίας απειλώντας την εναγόμενη σύζυγό του ακόμη και με τη μεσολάβηση τρίτων ατόμων, καθώς και ως γονέα, που με την συμπεριφορά του δεν ενδιαφερόταν για το παιδί του ακόμη και για την υγεία αυτού ισχυριζόμενη (η εναγόμενη) ότι ο ενάγων αρνήθηκε να συμβάλλει οικονομικά προκειμένου να αγοραστούν φάρμακα που χρειαζόταν για το ανωτέρω ανήλικο τέκνο τους. Ωστόσο, η εναγόμενη, για την απόδειξη των ισχυρισμών της αυτών, που εμπεριέχονται στα ανωτέρω υπό στοιχ. 5, 6, 7, 12, 13, 16, 17, 18, 20, 21, 23, 24, 25, 27, 28 και 30 τμήματα του περιεχομένου της ανωτέρω αιτήσεώς της ασφαλιστικών μέτρων, προσκομίζει, μεταξύ άλλων και τις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις προσώπων του οικογενειακού και εν γένει φιλικού περιβάλλοντός της, πλην, όμως, προς ανταπόδειξη των αμέσως ανωτέρω ισχυρισμών της εναγομένης, ένορκες βεβαιώσεις του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντός του, αντίθετες ως προς το περιεχόμενό τους με τους ανωτέρω ισχυρισμούς της εναγόμενης, προσκομίζει και ο ενάγων (βλ. ανωτέρω αυτές επικαλούμενες και προσκομιζόμενες) και δεν προκύπτει εάν οι ένορκες βεβαιώσεις των προσώπων, που κατέθεσαν για λογαριασμό της εναγόμενης είναι περισσότερο αξιόπιστες, σε σχέση με τις αντίστοιχες ως άνω ένορκες βεβαιώσεις των προσώπων, που κατέθεσαν για λογαριασμό του ενάγοντος, ούτε και οι καταθέσεις αυτές (των προσώπων που κατέθεσαν για λογαριασμό της εναγόμενης) ενισχύονται από έτι περαιτέρω αντικειμενικά στοιχεία, όπως, καταγγελίες ενώπιον των αρμόδιων αρχών, πολύ δε περισσότερο όταν η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η ανωτέρω συμπεριφορά του ενάγοντος ήταν εξακολουθητική, ή ιατροδικαστικές εκθέσεις για τυχόν τελεσθείσες σωματικές βλάβες σε βάρος της, καθώς και από άλλα επιπρόσθετα στοιχεία, που ασφαλώς θα υπήρχαν εάν ο ενάγων προέβαινε στις ανωτέρω πράξεις, που καταλογίζει σε βάρος του η εναγόμενη κατά τρόπο μόνιμο και εξακολουθητικό. Περαιτέρω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων μόλις πληροφορήθηκε ότι η εναγόμενη περιήλθε σε κατάσταση εγκυμοσύνης αντέδρασε κατά τέτοιο τρόπο που εννοούσε ότι θα έπρεπε η εναγόμενη να διακόψει την κύηση, όπως αβάσιμα και αναπόδεικτα ισχυρίζεται η τελευταία με το ανωτέρω υπό στοιχ. 5 τμήμα του περιεχομένου της αιτήσεώς της, ενώ, ουδόλως επίσης αποδείχθηκε ότι ο ενάγων αρνήθηκε να δώσει χρήματα στην εναγόμενη προκειμένου να αγοραστούν φάρμακα για λογαριασμό του ανωτέρω τέκνου τους. Μάλιστα, η (…), ιατρός με την ειδικότητα της βιοπαθολόγου, στην από 3-11-2020 ανωτέρω ένορκη βεβαίωση της αναφέρει ότι, σύμφωνα με τα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης, η χρήση αλκοόλ σε ανάμειξη με ηρεμιστικά φάρμακα αποτελεί μέθοδο αυτοκτονίας, που επιλέγεται από άτομα με αυτοκτονικό ιδεασμό, καθώς ο συνδυασμός αυτός μειώνει τους καρδιακούς παλμούς σε σημείο, που το μυοκάρδιο σταματάει να λειτουργεί, τέτοιες, όμως, καταστάσεις δεν αποδείχθηκαν στο πρόσωπο του ενάγοντος. Ουδόλως, δε, αποδείκνύεται να έχει ποτέ περιέλθει ο ενάγων σε δύσκολη για την υγεία του κατάσταση ή να έχει καταστεί δυσλειτουργικός στην επαγγελματική του ζωή, καταστάσεις στις οποίες ασφαλώς θα είχε περιέλθει εάν ήταν χρόνιος χρήστης ναρκωτικών ουσιών, αλκοόλ και ηρεμιστικών φαρμάκων, όπως αναπόδεικτα ισχυρίστηκε η εναγόμενη στην ανωτέρω αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων. Επομένως, επειδή η εναγόμενη δεν απέδειξε τους ανωτέρω ισχυρισμούς της, προσβλητικούς της προσωπικότητας του ενάγοντος, που υποστήριξε με την ανωτέρω αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων, οι ανωτέρω ισχυρισμοί κρίνονται αναληθείς, εξαιτίας δε του λόγου αυτού ο επικουρικός ισχυρισμός της εναγομένης ότι ισχυρίστηκε τα ανωτέρω από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και προκειμένου να θεμελιώσει την ιστορική βάση της ανωτέρω αίτησης της ασφαλιστικών μέτρων κρίνεται απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Η ανωτέρω, δε, παράνομη και υπαίτια πράξη της εναγόμενης, προσβλητική της προσωπικότητας του ενάγοντος εξέθεσε, περαιτέρω, και σε κίνδυνο την υπόληψή του. Για τη δε στοιχειοθέτηση αστικής ευθύνης επί προσβολής προσωπικότητας δεν απαιτείται αναγκαστικά και ποινική ευθύνη του υπαιτίου προσώπου. Περαιτέρω, τα υπό στοιχ. 6, 7, 12, 13, 16, 17, 18, 20, 21, 23, 24, 25, 26, 27 και 28 τμήματα του περιεχομένου της ανωτέρω αιτήσεως ήταν πρόσφορα για την κίνηση περαιτέρω ποινικής διαδικασίας, ωστόσο, όμως, ουδεμία πρόθεση της εναγομένης αποδείχθηκε να καταμηνύσει, και μάλιστα εν γνώσει της ψευδώς τον ενάγοντα και να προκαλέσει την κίνηση περαιτέρω διαδικασιών σε βάρος του δεδομένου ότι τους ανωτέρω ισχυρισμούς της προέβαλε ενώπιον του ως άνω αστικού Δικαστηρίου χωρίς την υποβολή περαιτέρω αιτημάτων, πλην αυτών της ρύθμισης του ζητήματος της επιμέλειας του ανωτέρω ανήλικου τέκνου και της διατροφής, αγνοώντας ότι θα μπορούσαν να κινηθούν περαιτέρω διαδικασίες εξαιτίας των ισχυρισμών της αυτών και επομένως δεν στοιχειοθετείται σε βάρος της εναγομένης προσβολή προσωπικότητας του ενάγοντος για την αμέσως ανωτέρω αιτία. Περαιτέρω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι το περιεχόμενο της από 28-7-2020 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων της εναγόμενης ή τμήματα αυτού του περιεχομένου αποτέλεσαν ποτέ περιεχόμενο κατάθεσης της ίδιας της εναγόμενης, ως διαδίκου, πλέον, στο πλαίσιο της συζήτησης, στις 27-8-2020, του αιτήματός της για έκδοση προσωρινής διαταγής για το ζήτημα της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου, της διατροφής αυτού, καθώς και της διατροφής της ίδιας και επομένως δεν στοιχειοθετείται σε βάρος της ούτε το αδίκημα της ψευδούς καταθέσεως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατά το μέρος που ο ενάγων ισχυριζόταν ότι υπέστ προσβολή της προσωπικότητας του δια της τέλεσης σε βάρος του των αδικημάτων της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδούς καταθέσεως εκ μέρους της εναγομένης, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις έστω και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με τις αιτιολογίες της παρούσας και ο δεύτερος και τρίτος λόγοι εφέσεως με τους οποίους ο ενάγων – εκκαλών υποστηρίζει, κατά το μέρος αυτό, τα αντίθετα, όπως επίσης και ο έβδομος λόγος εφέσεως, θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά το υπόλοιπο, όμως, μέρος κατά το οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι τα ανωτέρω, προσβλητικά της τιμής και της υπόληψής και εν γένει της προσωπικότητας του ενάγοντος, τμήματα του περιεχομένου της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της εναγομένης (ανωτέρω υπό στοιχ. 5, 6, 7, 12, 13, 16, 17, 18, 20, 21, 23, 24, 25, 26, 27, 28 και 30) ήσαν αληθή και ακολούθως απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη κρίνοντας ως βάσιμο κατά’ ουσίαν τον ανωτέρω ισχυρισμό της εναγομένης περί άρσης του παράνομου χαρακτήρα της πράξης της δυσφήμησης, έσφαλε, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων διότι, σύμφωνα με όσα έχουν αναλυτικά εκτεθεί, τα ανωτέρω τμήματα του περιεχομένου της αίτησεώς της ασφαλιστικών μέτρων ήταν αναληθή προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος και εξέθεσαν σε κίνδυνο την υπόληψή του. Επομένως, θα πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι κατ’ ουσίαν οι δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος λόγοι εφέσεως περί εσφαλμένης (κατά το μέρος αυτό) εκτίμησης των αποδείξεων. Ακολούθως, θα πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη αποφάσεως και επομένως παρέλκει, σε κάθε περίπτωση, η έρευνα του όγδοου λόγου εφέσεως του εκκαλούντος, το παρόν δε Δικαστήριο θα κρατήσει την υπόθεση και θα δικάσει επί της αγωγής ως προς το ως άνω κεφάλαιο. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι εξαιτίας της ως άνω περιγραφόμενης υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς της εναγόμενης, που συνιστά και αδικοπραξία, συνδεόμενη αιτιωδώς με την επακόλουθη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, ο τελευταίος υπέστη ηθική βλάβη διότι προσβλήθηκε η τιμή και η υπόληψή του, καθώς και η ηθική αξία και ακεραιότητά του για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Λαμβάνοντας, δε, υπόψη τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας στο πλαίσιο των ευρύτερων οικογενειακών διαφορών μεταξύ των διαδίκων, τον βαθμό του πταίσματος της εναγόμενης τον τρόπο, την έκταση και την ένταση της προσβολής, την ηθική βλάβη, που υπέστη ο ενάγων, αλλά και την στεναχώρια που αισθάνθηκε, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, καθώς και τις εν γένει συνθήκες (ΑΠ 1487/2014, Τ.Ν.Π. Νόμος) σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, το παρόν Δικαστήριο κρίνει, ότι πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη, το ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ για προσβολή της προσωπικότητάς του από τους ανωτέρω σε βάρος του ισχυρισμούς, οι οποίοι υπήρξαν αναληθείς, δεδομένου ότι η εναγόμενη δεν ανταποκρίθηκε στο σχετικό βάρος αποδείξεως των ισχυρισμών της. Το ανωτέρω ποσό κρίνεται εύλογο και δίκαιο για την αποκατάσταση της ανωτέρω προσβολής, λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, μεταξύ των διαδίκων, συνθηκών. Κατόπιν όλων των ανωτέρω θα πρέπει: α) να γίνει τυπικά δεκτή και κατ’ ουσία η από 30-10-2023 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος (Γ.Α.Κ. …/Ε.Α.Κ. …/2023 Πρωτοδικείου Αθηνών και Γ.Α.Κ. …/ΕΑΚ …/2023 Εφετείου Αθηνών) και να εξαφανισθεί (όπως προαναφέρθηκε) η υπ’ αριθμ. 1227/2023 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς τα ανωτέρω κεφάλαια, που αναφέρονται αναλυτικά, αναγκαίως και ως προς τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων (ενώ παρέλκει, όπως προαναφέρθηκε, η έρευνα του όγδοου λόγου εφέσεως). Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, το παρόν Δικαστήριο θα κρατήσει την υπόθεση και θα δικάσει επί της κρινόμενης αγωγής ως προς τα ανωτέρω κεφάλαια και, ακολούθως, θα πρέπει: α) να απορριφθεί (όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε) ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας το ανωτέρω υπό στοιχ. 1Β αίτημα της αγωγής (ήτοι το αίτημα να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), β) να απορριφθεί (όπως προαναφέρθηκε) ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας το υπό στοιχ. 2 αίτημα της αγωγής και γ) να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως προς το υπό στοιχ. 1Α αίτημα κατά το μέρος που αναφέρεται ανωτέρω και να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ με το νόμιμο από την επίδοση της αγωγής τόκο μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τα, μεταξύ των διαδίκων, δικαστικά έξοδα και τον δύο βαθμών δικαιοδοσίας θα πρέπει να συμψηφισθούν διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, παρουσίαζε ιδιαίτερους δυσχέρειας (αρθρ. 179, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της αμέσως ανωτέρω έφεσης στον ενάγοντα – εκκαλούντα (αρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 30-10-2023 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος (Γ.Α.Κ. …/Ε.Α.Κ. …/2023 Πρωτοδικείου Αθηνών και Γ.Α.Κ. …/Ε.Α.Κ. …/2023 Εφετείου Αθηνών) κατά της υπ’ αριθμ. 1227/2023 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης ποσού 150 ευρώ στον εκκαλούντα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 1227/2023 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς τα κεφάλαια, που αναφέρονται στο σκεπτικό.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 8-10-2020 ασκηθείσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγής (Γ.Α.Κ. …/Α.Κ.Δ. …/2020) ως προς τα ανωτέρω κεφάλαια, που αναφέρονται στο σκεπτικό.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ (ως απαράδεκτα λόγω αοριστίας) τα αναφερόμενα στο σκεπτικό αιτήματα της αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς το υπό στοιχ. 1Α αίτημά της κατά το μέρος, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η ενάγουσα είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30-1-2025 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 27-3-2025, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ