Όπως αναφέρεται και στην με αριθμό 749/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου, επί υποθέσεως που χειρίστηκε το δικηγορικό μας γραφείο, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, η απόφασή του υπόκειται σε αναίρεση.
Ως “πράγματα” νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, δηλαδή οι ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (Ολ.ΑΠ 3/1993, ΑΠ 1530/2001, ΑΠ 511/2003, ΑΠ 1253/2004).
Για να υπάρξει λόγος για μη λήψη υπόψη αυτοτελούς ισχυρισμού προϋποτίθεται να ασκεί αυτός ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αλλά και να είχε προβληθεί από τον ίδιο τον ασκούντα την αναίρεση (ΑΠ 1398/1980, ΑΠ 572/1984), διάδικο, κατά τρόπο ορισμένο και παραδεκτό στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (Ολ.ΑΠ 12/2000, Ολ.ΑΠ 2/2001, ΑΠ 163/2004, ΑΠ 1255/2004), επί πλέον δε να είναι και ο ίδιος νόμιμος (Ολ.ΑΠ 14/2004, ΑΠ 1499/95).
Για το ορισμένο του λόγου δε, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ποιά ήταν τα πράγματα, δηλαδή οι αυτοτελείς ισχυρισμοί, που, παρά το νόμο δεν λήφθηκαν ή λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και ποιά επίδραση άσκησαν ή θα ασκούσαν στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 44/2003, ΑΠ 493/2002, ΑΠ 530/1992). Ακόμη δε, τα στοιχεία, από τα οποία, να προκύπτει, ότι ο ισχυρισμός προτάθηκε παραδεκτά από τον αναιρεσείοντα στο Εφετείο (ΑΠ 44/2003, ΑΠ 885/1994).
Πράγματα, άρα, δεν αποτελούν τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα των διαδίκων και, γενικότερα, οι ισχυρισμοί τους, οι οποίοι υποβάλλονται διηγηματικά προς ευδοκίμηση της αγωγής ή στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής άρνησής της και αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων.