Αθήνα, 11-12-2023
Αξιότιμο Κύριο
Γεώργιο Φλωρίδη
Υπουργό Δικαιοσύνης
Υπουργείο Δικαιοσύνης
Αθήνα
ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ:
- Ερίτιμο Κυρία Γεωργία Αδειλίνη, Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Άρειο Πάγο-Αθήνα
- Ερίτιμο Κυρία Μαργαρίτα Στενιώτη, Πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, Πρωτοδικείο Αθηνών, Πρώην Σχολή Ευελπίδων, Κτίριο 6 Γραφείο 210, Αθήνα
- Αξιότιμο Κύριο Δημήτριο Βερβεσό, Πρόεδρο της Ολομέλειας Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, Ακαδημίας 60-Αθήνα
Αξιότιμε Κύριε Υπουργέ,
Αναφορικά με την απαράδεκτη νομικά, επιστημονικά, ουσιαστικά και ηθικά, πρόταση (σχέδιο νόμου) για κατάργηση του εγκλήματος της “απλής δυσφήμησης”, και την τροποποίηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, περιορίζοντας αδικαιολογήτως (αγγίζοντας τα όρια του αντισυνταγματικού) την έννοια του “τρίτου” στο έγκλημα αυτό, παρακαλώ να μου επιτρέψετε να επισημάνω τα ακόλουθα:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 362 εδ. α’ ΠΚ, ως ισχύει σήμερα, “όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή”, ενώ, κατά τη διάταξη του α. 363 εδ. α’ ΠΚ, “αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”.
Ένα από τα νομικά ζητήματα, που είχαν προκύψει κατά την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, αφορούσε την έννοια του τρίτου σε αμφότερα τα εγκλήματα της απλής και της συκοφαντικής δυσφήμησης. Για το ζήτημα αυτό, με την υπ. αρ. 3/2021 απόφασή της η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου απεφάνθη ότι “στην έννοια του τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362-363 ΠΚ, εφόσον δεν θεσπίζεται με αυτές οποιαδήποτε διάκριση, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι γραμματείς, οι δικαστικοί επιμελητές κ.λπ.., που έλαβαν γνώση με οποιονδήποτε τρόπο του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι’ αυτόν, στον οποίο αποδίδεται”.
Για να αναλυθεί το γιατί είναι απαράδεκτη η κατάργηση και η τροποποίηση των εν λόγω διατάξεων, πρέπει πρώτα να γίνει αντιληπτό τι έννομο αγαθό προστατεύουν τα εν λόγω εγκλήματα. Έτσι, νομολογιακά, η έννοια της τιμής προσδιορίζεται στις αποφάσεις του Αρείου Πάγου -ενδεικτικά στην 171/2015ΑΠ Ποιν. Τμήμα- ως “το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει συνέπεια εκπληρώσεως από αυτό των ηθικών και νομικών κανόνων”. Ως υπόληψη, στην ίδια απόφαση του Αρείου Πάγου, αναφέρεται πως νοείται “το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική αξία του συνέπεια των ιδιοτήτων και ικανοτήτων που έχει για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του.” Ακόμη, “ως γεγονός πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, το οποίο ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν (611/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ. 2515/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.), το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και μπορεί να αποδειχθεί, το οποίο αντίκειται στον νόμο, την ηθική και την ευπρέπεια, το οποίο προσάπτεται σε ορισμένο πρόσωπο με συνέπεια να επέρχεται εμφανής υποτίμηση της τιμής και της υπόληψής του (611/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.). Ως γεγονός πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου θεωρείται και κάθε συγκεκριμένη συμπεριφορά ή σχέση προσώπου, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν (611/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ. 2515/2009 ΑΠ Ποιν.Τμ.), εφόσον συνάπτεται άμεσα με κάτι που έχει συμβεί (964/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ.), η οποία προσάπτεται σε ορισμένο πρόσωπο με συνέπεια να επέρχεται εμφανής υποτίμηση της τιμής και της υπόληψής του (611/2015 ΑΠ Ποιν.Τμ.). Στην έννοια του γεγονότος είναι δυνατόν να υπαχθούν και η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης και χαρακτηρισμοί, όταν συνδέονται και σχετίζονται με συγκεκριμένα περιστατικά που συνιστούν γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, και στη συγκεκριμένη περίπτωση να συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας του θιγόμενου (964/2010 ΑΠ Ποιν.Τμ.).
Τέλος, πρέπει να γίνει μνεία και των διατάξεων των άρθρων 366 παρ. 1 ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι “αν το γεγονός του άρθρου 362 είναι αληθινό, η πράξη μένει ατιμώρητη. Η απόδειξη όμως της αλήθειας του γεγονότος απαγορεύεται όταν αυτό αφορά αποκλειστικά σχέσεις του οικογενειακού ή του ιδιωτικού βίου που δεν θίγουν το δημόσιο συμφέρον και ο ισχυρισμός ή η διάδοση έγιναν κακόβουλα”, 366 παρ. 3 ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι “η απόδειξη της αλήθειας του γεγονότος που αφορά η δυσφήμηση δεν αποκλείει την τιμωρία για εξύβριση, αν από τον τρόπο που εκδηλώθηκε ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η δυσφήμηση προκύπτει σκοπός εξύβρισης”, 367 παρ. 1 ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι “δεν αποτελούν άδικη πράξη: α) οι δυσμενείς κρίσεις για επιστημονικές, καλλιτεχνικές ή επαγγελματικές εργασίες· β) οι δυσμενείς εκφράσεις που περιέχονται σε έγγραφο δημόσιας αρχής για αντικείμενα που ανάγονται στον κύκλο της υπηρεσίας της, καθώς και γ) οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή δ) σε ανάλογες περιπτώσεις” και 367 παρ. 2 ΠΚ, στο οποίο ορίζεται ότι “η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται: α) όταν οι παραπάνω κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363, καθώς και β) όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης”.
Από όλα τα παραπάνω, προκύπτει ότι, σήμερα, το νομοθετικό μας σύστημα δέχεται ότι: Κατά την ενάσκηση ή διαφύλαξη δικαιώματος ενώπιον Δικαστηρίου, ενδέχεται ο αιτών ή ο αμυνόμενος, προκειμένου να μπορέσει να διασφαλίσει τα δικαιώματά του επαρκώς, να πρέπει να προβεί σε ισχυρισμό ή διάδοση γεγονότων που μπορεί να είναι δυσφημιστικά για τον αντίδικο. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο, υπάρχει συγκεκριμένο πλαίσιο που ορίζει και το βάρος της απόδειξης των εν λόγω ισχυρισμών.
Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, οι εν λόγω ισχυρισμοί γίνονται ενώπιον τρίτων προσώπων, ήτοι τους Δικαστές, τους Εισαγγελείς, τους υπαλλήλους του δικαστηρίου, τους δικηγόρους, τους δικαστικούς επιμελητές, τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κ.λπ.. Ταυτόχρονα, υπάρχουν διατάξεις που, ακριβώς επειδή γίνεται “υποχρεωτικά” ο ισχυρισμός ενώπιον των προσώπων αυτών, αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, εφόσον πρόκειται για απλή δυσφήμηση (βλ. α. 366 παρ. 1 και 367 παρ. 1 περ. δ’ ΠΚ), και δεν πρόκειται για “εν γνώσει του δράστη παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών”. Το νομικό μας σύστημα, δηλαδή, δέχεται ότι, παρά το γεγονός ότι υπάρχει δυσφήμηση κατά την ενάσκηση ή διαφύλαξη δικαιώματος, εφόσον μπορεί να αποδειχτεί (βάρος απόδειξης) ότι πράγματι η δυσφημιστική κατάσταση είναι αληθινή, η πράξη παραμένει ατιμώρητη. Απεναντίας, εάν οι δυσφημιστικοί ισχυρισμοί είναι ταυτόχρονα και συκοφαντικοί, δηλαδή ψευδείς και εν γνώσει του ισχυριζόμενου ψευδείς, τότε το άτομο αυτό τιμωρείται.
Στο σημείο αυτό, και επειδή ως επί το πλείστον οι περισσότερες περιπτώσεις δυσφήμισης φαίνεται να γίνονται στο πλαίσιο Αστικής Δίκης, δεν πρέπει να λησμονείται η διάταξη περί του καθήκοντος αληθείας, του άρθρου 116 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά την οποία “οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοί τους οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν, με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις”, καθώς και αυτή του άρθρου 205 εδ. α’ ΚΠολΔ, κατά την οποία “το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στον διάδικο ή στον νόμιμο αντιπρόσωπό του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από χίλια (1.000) ευρώ έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, που περιέρχεται στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε, ότι, αν και το γνώριζαν: 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας”.
Από την άλλη, με τις τροποποιήσεις που προτείνονται στο υπό κρίση σχέδιο νόμου, διαγράφεται μια νέα πραγματικότητα για την εν λόγω κατάσταση: Αφενός μεν με την κατάργηση της διάταξης του α. 362 ΠΚ, αφετέρου, δε, με την εισαγωγή εξαίρεσης στην έννοια του “τρίτου” στη διάταξη του α. 363 ΠΚ, πλέον οι διάδικοι θα μπορούν, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝ ΓΝΩΣΕΙ ΤΟΥΣ ΨΕΥΔΕΣ, να ισχυρίζονται και να διαδίδουν τα συκοφαντικά αυτά γεγονότα ενώπιον δικαστηρίων και δικαστικών ή πειθαρχικών αρχών, προφασιζόμενοι ότι ασκούν νόμιμα δικαιώματά τους, αφού πλέον τα δικαστικά πρόσωπα δεν είναι “τρίτοι”.
Έτσι, σε μια πολιτική δίκη, που κάποιος θα εξέθετε ότι “ο αντίδικος είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών, χαμηλής ηθικής, αλκοολικός, αλλοπρόσαλλος”, ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να προσβάλλει την τιμή και την υπόληψη ενός ανθρώπου, ο ισχυριζόμενος αυτά τα προφανώς ψευδή και συκοφαντικά γεγονότα, θα παρέμενε πλήρως ατιμώρητος. Το παραπάνω, δε, θα μπορούσε να το επικαλεστεί ακόμη και σε ένα παντελώς άσχετο δικόγραφο, για πρόσωπα που δεν σχετίζονται με την υπό κρίση δίκη, αφού, καμία -πλέον- διάταξη δεν υπάρχει που να παρέχει προστασία για τέτοια περιστατικά.
Ανατρέχοντας, δε, στην ΟλΑΠ 3/2021, κάποιος θα διαπιστώσει ότι σε αυτή συμμετείχαν 54 ανώτατοι Δικαστές και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, και εξ αυτών, μόνο 2 Δικαστές υποστήριξαν την άποψη ότι τα δικαστικά πρόσωπα δεν μπορούν να είναι τρίτοι. Άραγε, όλοι οι υπόλοιποι, πανέμπειροι δικαστικοί λειτουργοί, δεν στάθμισαν κατά την απόφασή τους αυτή, εάν ως “τρίτοι”, μπορεί να επηρεάζονται από συκοφαντικούς ισχυρισμούς που αναπτύσσονται ενώπιον των Δικαστηρίων;
Είναι, δηλαδή, περισσότερο από ξεκάθαρο, ότι κατά τους Δικαστές και τους Εισαγγελείς του ανώτατου αυτού Δικαστηρίου της χώρας μας, όχι μόνο είναι οι ίδιοι και κάθε δικαστικός λειτουργός τρίτος, αλλά με την εν λόγω διάταξη, ως ισχύει σήμερα, και με τους δικαστικούς λειτουργούς ως τρίτους, διαφυλάσσονται δικαιώματα τα οποία σε κάθε άλλη περίπτωση θα παρέμεναν απροστάτευτα, ώστε να καθίσταται επιτακτικό -προκειμένου να διασφαλίζονται τα σχετικά έννομα αγαθά- να θεωρούνται και αυτοί “τρίτοι”.
Η προτεινόμενη διάταξη, εάν δεν πρόκειται για μια πλήρως άστοχη διάταξη, φαίνεται να έχει ως σκοπό την αποσυμφόρηση των Δικαστηρίων από δίκες με αντικείμενο τη συκοφαντική δυσφήμηση, που προκύπτουν κατά τη διεξαγωγή άλλων δικών. Όμως, όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, κάτι τέτοιο θα οδηγούσε όχι απλά σε μια αντίθετη στο περί δικαίου αίσθημα κατάσταση, αλλά σε μία κατάσταση ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ. Οι θεμελιώδεις αξίες που κατοχυρώνονται Συνταγματικά, ήτοι η πλήρης προστασία του προσώπου και της προσωπικότητάς του, δια του προτεινόμενου σχεδίου νόμου, θα καταλύονταν πλήρως.
Έτσι, η “κοντόφθαλμη” προσδοκία αποσυμφόρησης των Δικαστηρίων, καταργώντας ένα σύνολο δικών που έχουν ως σκοπό την διαφύλαξη της εικόνας και της προσωπικότητας του ατόμου, θα επέφερε μια πολύ μεγαλύτερη αδικία, πολύ σημαντικότερη από την κατάσταση που προσπαθεί να επιλύσει. Εξάλλου, ακόμη και με τις τροποποιήσεις αυτές, θα συνέχιζε να μπορεί να προσφύγει κάποιος στη δικαιοσύνη, δια της διατάξεως του άρθρου 361 ΠΚ για εξύβριση, διάταξη στην οποία δεν χρειάζεται να υπάρχει κάποιος “τρίτος”, με αποτέλεσμα να μην μειωνόταν ο όγκος των υποβληθεισών εγκλήσεων, παρά μόνο να μειώνεται η ποινική απαξία της πράξης, αφού το έγκλημα της εξυβρίσεως έχει μικρότερη απειλούμενη ποινή.
Απεναντίας, ουσιαστική επίλυση στο ζήτημα αυτό δεν θα επέφερε η κατάργηση και η τροποποίηση των εν λόγω διατάξεων, αλλά η αυστηροποίηση και η ουσιαστική αξιοποίηση των διατάξεων των άρθρων 116 και 205 ΚΠολΔ, ώστε οι διάδικοι να υποχρεούνται ουσιαστικά -και όχι μόνον θεωρητικά από διατάξεις που δεν εφαρμόζονται ποτέ-, να εκθέτουν στα δικόγραφά τους την αλήθεια και μόνον. Εάν, δε, συνέβαινε αυτό, δεν θα υπήρχε καμία ανάγκη να μην θεωρούνται “τρίτοι” τα δικαστικά πρόσωπα, αφού, απαλλαγή από την ποινική ευθύνη για τις δυσφημιστικές διαδόσεις και ισχυρισμούς θα παρείχε η διάταξη του άρθρου 367 ΠΚ, όπως προαναφέρθηκε, κατά την οποία ατιμώρητη παραμένει η πράξη της απλής δυσφήμισης (γεγονός προσβλητικό της τιμής και της υπόληψης, πλην όμως αληθινό) όταν γίνεται κατά την ενάσκηση ή διαφύλαξη δικαιώματος.
Τέλος, ανεξαρτήτως της εισαγωγής περιορισμών και προϋποθέσεων στην έννοια του τρίτου στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, απαράδεκτη πρέπει αυτοτελώς να θεωρηθεί η πρόταση κατάργησης της απλής δυσφήμησης, αφού το νομικό μας σύστημα και το πλαίσιο της κοινωνίας αποδοκιμάζουν την έκφραση δυσφημιστικών ισχυρισμών και διαδόσεων, ακόμη και όταν αυτοί είναι αληθινοί, αφού σήμερα “η απόδειξη της αλήθειας του γεγονότος απαγορεύεται όταν αυτό αφορά αποκλειστικά σχέσεις του οικογενειακού ή του ιδιωτικού βίου που δεν θίγουν το δημόσιο συμφέρον και ο ισχυρισμός ή η διάδοση έγιναν κακόβουλα” (άρθρο 366 παρ. 1 εδ. β’ ΠΚ).
Συνοψίζοντας τα ανωτέρω, πρέπει να αποτελεί σήμερα στόχο και επιδίωξη η δράση προς το να μην είναι ανεκτό να υπάρχουν συκοφαντικοί ισχυρισμοί και διαδόσεις στα Πολιτικά Δικαστήρια με την εφαρμογή και την αυστηροποίηση των διατάξεων καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης, και όχι η υπόθαλψη τέτοιων συμπεριφορών, αίροντας το αξιόποινό τους νομοθετικά.
Με εκτίμηση