Πολιτική Δικονομία

Διόρθωση πρακτικών δίκης (πολιτικής)

Δικηγόρος Αθήνα

Όπως αναφέρεται και στην με αριθμό 28/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί υποθέσεως που χειρίστηκε το δικηγορικό μας γραφείο, κατά τη διάταξη του άρθρου 315 ΚΠολΔ, αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να τη διορθώσει με νέα απόφαση.

Αντικείμενο της διόρθωσης αποτελούν μόνο ακούσιες πλημμέλειες που παρεισέφρησαν κατά τη σύνταξη ή καθαρογραφή της και συνιστούν ασυμφωνία μεταξύ αυτών που ήθελε το Δικαστήριο και εκείνων που διατυπώθηκαν στην απόφαση, ακόμα και εάν επιφέρει μεταβολή στο διατακτικό της, ενώ, σε κάθε περίπτωση, η διόρθωση δεν μπορεί να οδηγήσει σε μεταβολή, παραλλαγή ή ανάκληση του περιεχομένου της απόφασης (ΑΠ 968/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, Τόμος Ι, Αθήνα 2000, αρ. 315 παρ. 1, σελ. 621).

Όπως, ακόμη, ορίζεται σχετικά στην με αριθμό 2801/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, πάλι επί υποθέσεως που χειρίστηκε το δικηγορικό μας γραφείο, σε διόρθωση υπόκειται και το προεισαγωγικό τμήμα της απόφασης και, συνεπώς, μπορεί να συμπληρωθεί και παράλειψη είτε ως προς τα ονόματα και λοιπά στοιχεία της σύνθεσης του δικαστηρίου, είτε ως προς την ταυτότητα των διαδίκων και τον τρόπο παράστασής τους.

Επιπλέον, συνεχίζουν οι 2 προαναφερόμενες αποφάσεις, αναφέροντας ότι για τη διόρθωση των πρακτικών δεν προβλέπει ειδικά ο ΚΠολΔ, σε αντίθεση με τον ΚΠΔ, όπου υπάρχει ρητή ρύθμιση (αυτή του α. 145 παρ. 3). Προς κάλυψη του κενού αυτού, πρέπει να εφαρμοστεί αναλογικά και για τα πρακτικά η ως άνω διάταξη του άρθρου 315 ΚΠολΔ (ΑΠ 278/1996, ΕλλΔνη 1996/1552 και ΕφΑθ 8276/2006, ΕλλΔνη 2007/1497). Και στην περίπτωση αυτή, όμως, πρέπει τα περιεχόμενα σε αυτά (τα πρακτικά) σφάλματα να είναι πρόδηλα και να προκύπτουν είτε από το κείμενο της απόφασης ή της απομαγνητοφώνησης ή το σύνολο των στοιχείων της δίκης, τις προτάσεις και τα δικόγραφα των διαδίκων, και όχι από νέα στοιχεία, ενώ σε κάθε περίπτωση, δεν επιτρέπεται η διόρθωση του περιεχομένου των καταθέσεων των μαρτύρων και, εν γένει, η επανεξέταση των αποδεικτικών μέσων και η επανεκτίμηση της υπόθεσης (ΕφΑθ 8276/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ άρθρο 315, παρ. 12, σελ. 623).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 318 παρ. 1 ΚΠολΔ, η συζήτηση στο ακροατήριο γίνεται κατά τη διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η απόφαση που διορθώνεται και αφού κληθούν οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση όλοι οι διάδικοι που αναφέρονται στην απόφαση. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί ειδική εφαρμογή της αρχής της “εκατέρωθεν ακρόασης”, πρόδηλο έχει σκοπό την προστασία των συμφερόντων των διαδίκων, οι οποίοι μετείχαν στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προς διόρθωση απόφαση και στους οποίους πρέπει να δίδεται η ευχέρεια να διατυπώσουν προσηκόντως και νομοτύπως τις απόψεις τους περί του θέματος της διόρθωσης.

Κατά τα οριζόμενα στην με αριθμό 28/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αν οι απόντες διάδικοι κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, κλητεύθηκαν νόμιμα, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι και, αν δεν κλητεύθηκαν νόμιμα, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της εν λόγω αίτησης για έλλειψη τήρησης προδικασίας. Ακόμη, στην με αριθμό 2801/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ορίζεται συμπληρωματικά ότι στην περίπτωση κατά την οποία οι μη κληθέντες και μη παραστάντες διάδικοι της αρχικής δίκης δεν έχουν άμεσο ή έμμεσο έννομο συμφέρον από την επιδιωκόμενη διόρθωση της απόφασης, η οποία αφορά σε ζήτημα τυπικό, ούτε τα συμφέροντά τους θίγονται άμεσα ή έμμεσα σε περίπτωση αποδοχής της επιδιωκόμενης διόρθωσης (βλ. ΑΠ 1837/2022, ΑΠ 383/2016, ΑΠ 1/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεν απαιτείται να διατάσσεται η κλήτευση αυτών (βλ. ΕφΑθ 3652/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).