Όπως αναφέρεται στην με αριθμό 3260/2025 Πρόταση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, η οποία απευθύνεται προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, επί υποθέσεως που χειρίζεται το δικηγορικό μας γραφείο για τα εγκλήματα της απόπειρας ανθρωποκτονίας, της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας, της απειλής και της εξύβρισης:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 του ΠΚ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της παρ. 1 αυτού από 12-11-2021 με το Ν. 4855/2021 “1. Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. 2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται κάθειρξη”.
Από την ως άνω διάταξη του άρθρου 299 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με δόλο απαιτείται αντικειμενικώς, η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας και υποκειμενικώς, δόλος, άμεσος ή ενδεχόμενος, που συνίσταται ο μεν άμεσος δόλος, στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξης, δηλαδή της καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου και ο ενδεχόμενος δόλος στην αποδοχή του ενδεχόμενου αποτελέσματος της θανάτωσης του άλλου.
Ο δόλος γενικώς διαγιγνώσκεται από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και τις ειδικότερες συνθήκες, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, ήτοι το πληγέν σημείο του σώματος, την ένσταση του πλήγματος, την απόσταση δράστη και θύματος και βεβαίως, πρέπει να κατευθύνεται στην αφαίρεση της ζωής άλλου. Για την υποκειμενική δε στοιχειοθέτηση του κακουργήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. Ο δόλος πρέπει να κατευθύνεται προς την αφαίρεση της ζωής άλλου (άμεσος δόλος), ενώ αρκεί για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της άνω ανθρωποκτονίας και ενδεχόμενος δόλος.
Με άμεσο δόλο ενεργεί εκείνος που θέλει την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, δηλαδή την καταστροφή της ζωής του άλλου ανθρώπου, καθώς και αυτός που δεν το επιδιώκει, αλλά προβλέπει ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και δεν αφίσταται αυτής, ενώ με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει ως δυνατό το άνω εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται. Με ενδεχόμενο δόλο, η ύπαρξη του οποίου και συγκεκριμένα, τόσο το στοιχείο της πρόβλεψης του εγκληματικού αποτελέσματος, όσο και το στοιχείο της αποδοχής του εκ μέρους του δράστη, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, πράττει εκείνος, ο οποίος προβλέπει ως δυνατό το εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται.
Κατά τον προσδιορισμό της μορφής αυτής της υπαιτιότητας (του ενδεχόμενου δόλου), ο Ποινικός Κώδικας υιοθέτησε τη θεωρία της εγκληματικής επιδοκιμασίας, σύμφωνα με την οποία, για την ύπαρξη ενδεχομένου δόλου, πρέπει να διακριβωθεί, αφ’ ενός μεν, ότι ο δράστης προέβλεψε ως δυνατό το εγκληματικό αποτέλεσμα, εξαιτίας της ενέργειας ή παράλειψής του, αφ’ ετέρου δε, ότι το αποδέχθηκε. Η αποδοχή του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κεντρικό στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου και διακρίνεται εννοιολογικά από την πεποίθηση (πίστη), την ελπίδα ή την ευχή αποφυγής (μη επέλευσής) του, η οποία (πεποίθηση, ελπίδα ή ευχή) αποτελεί κατά το άρθρο 28 ΠΚ, στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας, αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του ενδεχομένου δόλου και της τελευταίας, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό και των δύο τούτων στοιχείο. Η συνδρομή του στοιχείου της αποδοχής, που αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου, είναι ζήτημα απόδειξης και δεν προκαθορίζεται από το βαθμό της πιθανότητας, με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, ούτε από τη διαπίστωση ότι ο δράστης, αν και προείδε τούτο ως δυνατό, προχώρησε στην πράξη του ή αποδέχθηκε την παράλειψή του, δίχως να λάβει υπόψη του μιας τέτοιας προειδοποίηση, δεδομένου ότι, η έννοια του δόλου, είτε άμεσου είτε ενδεχόμενου, συντίθεται από το γνωστικό και το βουλητικό στοιχείο του εγκληματικού αποτελέσματος και τα δύο αυτά στοιχεία είναι ισότιμους μεταξύ τους, οπότε δεν αρκεί μόνον η γνώση του υψηλού κινδύνου επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος από τυχόν ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, για να μεταβάλει σε ενδεδειγμένο δόλο μια βαριά ή ελαφρά παράβαση του οικείου καθήκοντος επιμέλειας, αλλά προσαπαιτείται και η διαπίστωση ότι ο υπαίτιος κατά τον κρίσιμο χρόνο τέλεσης της πράξης, δεν απώθησε από τη συνείδησή του την παράσταση του δυναμένου να επέλθει από την πράξη του εγκληματικού αποτελέσματος και εντεύθεν το επιδοκίμασε.
Η αδυναμία ευχερούς διάγνωσης του βουλητικού στοιχείου του δόλου έχει οδηγήσει στην πράξη στην προσφυγή σε εμπειρικά κριτήρια κατάφασης συνδρομής ενδεχομένου δόλου (“ενδείκτες” αποδοχής του αποτελέσματος), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται:
α) η ιδιαίτερη επικινδυνότητα της πράξης, υπό το πρίσμα αυτό δε, το υψηλό ποσοστό επικινδυνότητας της πράξης του δράστη χρησιμεύει ως καίριας σημασίας (αλλά όχι μοναδικό) κριτήριο εκτίμησης της βουλητικής του στάσης έναντι του αποτελέσματος, διότι, εάν ο τελευταίος προέβη στο εγχείρημα, παρά το υψηλό ποσοστό κινδύνου επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος, λογικά εξάγεται το συμπέρασμα και ότι το αποδέχεται, και,
β) το αντικειμενικό ποσοστό επικινδυνότητας και η τυχόν ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδιώκει τη δράση με την πράξη του.
Αντίθετα, ως “αντενδείκτες-αντίρροποι παράγοντες” ύπαρξής ενδεχόμενου δόλου και υποβάθμισής του, κατ’ ακολουθίαν, σε αμέλεια κάποιας μορφής, εφόσον ασφαλώς συντρέχουν και οι λοιποί συναφείς όροι του νόμου, λειτουργούν, μεταξύ άλλων:
(i) το επιχείρημα περί της “μη νοητής αυτοδιακινδύνευσης” του δράστη,
(ii) η έλλειψη λογικού κινήτρου,
(iii) η εξοικείωση του δράστη με τον κίνδυνο,
(ίν) η λήψη αποτρεπτικών μέτρων, και,
(ν) η συμπεριφορά του δράστη μετά την πράξη.
Επίσης, από τη διατύπωση του προαναφερθέντος άρθρου 299 ΠΚ συνάγεται ότι για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση γίνεται διάκριση του δόλου σε δύο διαβαθμίσεις, ήτοι σε προμελετημένο (της παρ. 1) και απρομελέτητο (της παρ. 2), όταν υπάρχει βρασμός ψυχικής ορμής. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως, μολονότι αυτό δεν αναφέρεται ρητώς στη διάταξη, ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται υπό το κράτος ψυχικής υπερδιέγερσης και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας, γιατί, αν λείψει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 299 ΠΚ για την επιεική μεταχείριση του δράστη, δηλαδή για την επιβολή της πρόσκαιρης αντί της ισόβιας κάθειρξης ή της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών. Προς τούτο, το δικαστήριο, στην πρώτη περίπτωση, πρέπει να διαλαμβάνει στην αιτιολογία της αποφάσεως του, ότι ο δράστης ενήργησε με ψυχική ηρεμία. Δεδομένου όμως, ότι στο νόμο δεν ορίζεται ως στοιχείο του δόλου του δράστη η ψυχική του ηρεμία, απαιτείται αυτό να προκύψει με ρητή έκθεση, είτε με άλλη παρεμφερή φράση, είτε από τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 469/2024, ΑΠ 523/2024, ΑΠ 6/2024, ΑΠ 912/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Ακόμα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ. 1 και 299 του ΠΚ, προκύπτει ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από την πρόθεση που βρίσκεται σε απόπειρα, όταν αυτός που το αποφάσισε επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσής του, ως τέτοια δε θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας αυτού (άρθρο 15 ΠΚ), η οποία, αν από οποιοδήποτε λόγο δεν ανακοπεί, σε περίπτωση επιτυχούς έκβασής της, οδηγεί στην πραγμάτωση της αντικειμενικής του υπόστασης, επιφέρει δηλαδή τη θανάτωση του παθόντος, καθώς και εκείνη, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια ή σε τέτοιο οργανικό σύνδεσμο με την ανωτέρω πράξη (ενέργεια ή παράλειψη), ώστε, κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα και συστατικό μέρος αυτής, ενόψει του όλου σχεδίου του δράστη (ΑΠ 1340/2023, ΑΠ 1409/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).