Όπως αναφέρεται και στην με αριθμό 1578/2025 απόφαση του Πολυμελούς Εφετείου Αθηνών, επί υποθέσεως που χειρίστηκε το δικηγορικό μας γραφείο, από τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι λόγοι εφέσεως δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως.
Λόγος, όμως, εφέσεως, ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και, επομένως, απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΑΠ 122/2014, ΜΕφΠειρ 47/2024, ΕφΠειρ 6/2021, ΕφΠειρ 425/2021, Τ.Ν.Π. Νόμος).
Η τυχόν νομική πλημμέλεια του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως προς το ότι ελήφθησαν υπόψη αποδεικτικά μέσα, που δεν έπρεπε, δεν καθιστά εξαφανιστέα την εκκαλουμένη απόφαση εκ του λόγου αυτού, διότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως (άρθρο 522 ΚΠολΔ), κατά τον έλεγχο του συναφούς λόγου της για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού (άρθρο 534 ΚΠολΔ), λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προσκομιζομένων από τους διαδίκους νόμιμων αποδεικτικών μέσων, αχθεί σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της ένδικης υποθέσεως. Επομένως, ακόμη και αν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα, που δεν θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη, ένας τέτοιος λόγος έφεσης προβάλλεται αλυσιτελώς και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος και τούτο διότι ακόμη και σε περίπτωση ουσιαστικής παραδοχής του δεν οδηγεί σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, αλλά στην υποχρέωση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου να μην λάβει υπόψη του αποδεικτικά μέσα, που δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη (βλ. ΜΕφΠειρ 47/2024).