Οι περιπτώσεις για τις οποίες μπορεί να αναζητηθεί αποζημίωση κατά το Αστικό Δίκαιο είναι πολλές. Μία εξ’ αυτών είναι η περίπτωση κατά την οποία κάποιος ζημιώθηκε λόγω αδικοπραξίας. Στον Αστικό Κώδικα προβλέπεται ότι “όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει”. Από τον παραπάνω κανόνα δικαίου προκύπτει ότι κάποιος δικαιούται να αποζημιωθεί για εις βάρος του τελεσθείσα άδικη πράξη, όταν ο δράστης είχε παράνομη προς αυτόν συμπεριφορά, η συμπεριφορά αυτή του δράστη του προκάλεσε ζημία, η ζημία οφειλόταν σε υπαιτιότητα του δράστη, και, η παράνομη πράξη με την ζημία συνδέονταν αιτιωδώς, δηλαδή η ζημία προκλήθηκε λόγω της πράξης αυτής.
Προκειμένου να εξειδικευτούν και να διαπιστωθεί εάν υφίσταται περίπτωση τέλεσης αδικοπραξίας, οι έννοιες της παράνομης συμπεριφοράς, της ζημίας, της υπαιτιότητας και της αιτιώδους συνάφειας (αιτιώδους συνδέσμου) ερμηνεύονται και αναλύονται ως ακολούθως:
Αναφορικά με το στοιχείο του παρανόμου, η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ αποτελεί “λευκό κανόνα δικαίου”. Η ιδιαίτερη αυτή ονομασία οφείλεται στο γεγονός πως η ίδια η διάταξη δεν ορίζει από μόνη της (αυτοτελώς) ποια συμπεριφορά είναι παράνομη και ποια όχι, αλλά η εξεύρεση της παρανομίας εκάστης συμπεριφοράς γίνεται μέσω της αναζήτησης στο σύνολο της νομοθεσίας, ώστε, αν κάποια άλλη διάταξη ορίζει ότι μια συμπεριφορά είναι απαγορευμένη -ακόμα και αν ορίζεται σε κλάδο Δικαίου πέραν του Αστικού- να μπορεί να εφαρμοστεί ο κανόνας του άρθρου 914 ΑΚ περί αδικοπραξίας. Με άλλα λόγια, η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ προβλέπει απλώς την υποχρέωση αποζημίωσης όποιου ζημιώθηκε από συμπεριφορά παράνομη κατά το σύνολο της νομοθεσίας, σε όποιον κλάδο του Δικαίου και αν αυτή απαγορεύεται (εφόσον βεβαίως συντρέχουν και οι υπόλοιπες 3 προϋποθέσεις).
Κατά τα προαναφερθέντα, η παράνομη συμπεριφορά μπορεί να οφείλεται είτε σε παραβίαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, δηλαδή ο δράστης να έπραξε κάτι που ο νόμος ρητά απαγορεύει, είτε σε παραβίαση επιτακτικού κανόνα δικαίου, δηλαδή ο δράστης να έπραξε κάτι αντίθετο προς αυτό που ο νόμος όριζε ότι έπρεπε να είχε πράξει. Στο σημείο αυτό μπορεί να γίνει αντιληπτό και το γιατί γίνεται αναφορά σε “συμπεριφορά” και όχι σε “πράξη”: Στην έννοια της συμπεριφοράς υπάγεται τόσο η πράξη, όσο και η παράλειψη εκδήλωσης συμπεριφοράς, όταν ο νόμος το ορίζει (βλ. το έγκλημα της παράλειψης λύτρωσης από κίνδυνο ζωής, το οποίο, σε επίπεδο Αστικού Δικαίου, μπορεί να αποτελέσει αδικοπραξία).
Τέλος, ακόμη και αν η συμπεριφορά δεν απαγορεύεται ή είναι επιτακτική από συγκεκριμένο νόμο, γίνεται δεκτό ότι θεωρείται παράνομη κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ αν αντιβαίνει στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης, ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι, τελικά, για την κατάφαση ή μη της παρανομίας της συμπεριφοράς, πρέπει να ερευνάται αν προσβλήθηκε δικαίωμα ή έννομο συμφέρον του ζημιωθέντος.
Αναφορικά με το στοιχείο της ζημίας του υφιστάμενου την παράνομη συμπεριφορά, λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Με τον όρο “ζημία” περιγράφεται κάθε δυσμενής μεταβολή που επήλθε στα έννομα αγαθά του ζημιωθέντος. Καθώς τα έννομα αγαθά μπορεί να σχετίζονται είτε με υλικά αντικείμενα (πχ. ιδιοκτησία), είτε με άυλα (πχ. προσωπικότητα), η ζημία διακρίνεται περαιτέρω σε “περιουσιακή ζημία” και σε “μη περιουσιακή ζημία”. Η πρώτη, κατά τον Αστικό Κώδικα, αποζημιώνεται, ενώ στην δεύτερη περίπτωση γίνεται λόγος για “χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης”, αφού η αποτίμησή της σε χρήμα δεν μπορεί να γίνει με τρόπο αντικειμενικό και βέβαιο.
Με εξαίρεση την ειδική περίπτωση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, δικαιούχος της αποζημίωσης από αδικοπραξία είναι ο άμεσα ζημιωθείς από την παράνομη συμπεριφορά.
Η περιουσιακή ζημία, της οποίας η αποκατάσταση μπορεί να ζητηθεί με τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, διακρίνεται σε “θετική” και “αποθετική”, με την δεύτερη να είναι ευρέως γνωστή με τον όρο “διαφυγόν κέρδος”. Θετική είναι η ζημία που προκαλεί τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος, και μπορεί να πραγματώνεται είτε με την μείωση του ενεργητικού της περιουσίας, είτε με την αύξηση του παθητικού. Αντιθέτως, αποθετική είναι η ζημία που προκαλείται λόγω της μη επαύξησης της περιουσίας, η οποία θα επερχόταν πιθανώς, εάν δεν την είχε ανακόψει η ζημιογόνος συμπεριφορά. Λόγω, βεβαίως, της υποθετικής της φύσης, η αποθετική ζημία είναι ιδιαιτέρως δύσκολη στην απόδειξή της, και κατ’ επέκταση δύσκολο είναι να επιδικαστεί στον ζημιωθέντα.
Όσον αφορά το στοιχείο της υπαιτιότητας, προκειμένου να μπορεί να γεννηθεί αξίωση προς αποζημίωση, απαιτείται, κατά τον Αστικό Κώδικα, η συμπεριφορά του δράστη να μπορεί να αποδοθεί σε μια ιδιαίτερη ψυχική στάση που θεωρείται επιλήψιμη και αποδοκιμάζεται από το Δίκαιο. Ο ψυχικός αυτός δεσμός του προσώπου του δράστη με την πράξη του ή το αποτέλεσμα αυτής, μπορεί να συνίσταται είτε στο γεγονός ότι ο δράστης επεδίωξε την ενέργεια αυτή και την τέλεσε προκειμένου να επέλθουν τα παράνομα αποτελέσματα, είτε στο ότι δεν έλαβε τα μέτρα που έπρεπε να έχουν ληφθεί, ώστε η πράξη του να μην ζημιώσει τρίτο. Οι δύο παραπάνω μορφές υπαιτιότητας, γνωστές και με τους νομικούς όρους “δόλος” και “αμέλεια”, προβλέπονται στο άρθρο 330 ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται ως προς το σκέλος αυτό και επί αδικοπρακτικής συμπεριφοράς.
Ο δόλος και η αμέλεια διακρίνονται περαιτέρω, ο μεν πρώτος σε άμεσο και ενδεχόμενο δόλο, ενώ η αμέλεια σε βαριά και ελαφρά. Βέβαια, η διάκριση αυτή δεν χρησιμεύει για να εντοπιστεί εάν η ζημιογόνος πράξη είναι υπαίτια, αλλά για να προσδιοριστεί ο βαθμός της υπαιτιότητας, και κατ’ επέκταση το ποσό που πρέπει να αποζημιωθεί ο ζημιωθείς (ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που η βλάβη είναι ηθική και όχι περιουσιακή).
Αν στο πρόσωπο του δράστη δεν μπορεί να εντοπιστεί ούτε δόλος, αλλά ούτε και αμέλεια, τότε η πράξη δεν μπορεί να του καταλογιστεί, αφού, πράξη της οποίας τα αποτελέσματα δεν επιδιώχθηκαν και πράξη για την οποία ο δράστης δεν μπορούσε να προβλέψει τα ζημιογόνα της αποτελέσματα, θεωρείται τυχηρό γεγονός και δεν γεννάται σε αυτήν την περίπτωση, συνήθως, υποχρέωση προς αποζημίωση για αδικοπραξία.
Τελευταία, αλλά εξαιρετικά σημαντική περίπτωση, είναι η περίπτωση που, ακόμα και αν ο δράστης επεδίωξε τη ζημιογόνο συμπεριφορά, αυτός δεν είχε ικανότητα προς καταλογισμό. Η έννοια της υπαιτιότητας έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση την ικανότητα προς καταλογισμό. Χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις, ατόμων άνευ καταλογισμού, είναι οι ανήλικοι κάτω των 10 ετών, όσοι έχουν τεθεί σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση, οι κωφάλαλοι, και γενικότερα όποιος είτε ενήργησε χωρίς να έχει συνείδηση των πράξεών του, είτε βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά την κρίση και την βούλησή του. Βεβαίως, το παραπάνω σημαίνει ότι ευθύνη προς αποζημίωση δεν έχουν μόνο τα ίδια τα πρόσωπα· ειδικά στις δύο πρώτες περιπτώσεις, την ευθύνη προς αποζημίωση συνεχίζουν να την έχουν είτε οι έχοντες την γονική μέριμνα, είτε ο δικαστικός συμπαραστάτης, ενώ, γενικώς, μπορεί να εφαρμοστεί και η διάταξη του άρθρου 918 ΑΚ που ορίζει ότι “αν αυτός που προξένησε τη ζημία ανήκει στις περιπτώσεις των ατόμων που δεν έχουν καταλογισμό, μπορεί να καταδικαστεί από το δικαστήριο, ύστερα από εκτίμηση της κατάστασης των μερών, σε εύλογη αποζημίωση, αν η ζημία δεν μπορεί να καλυφθεί από αλλού”.
Αναφορικά με την τελευταία προϋπόθεση, αυτή της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας, αυτή θεωρείται ότι υπάρχει όταν, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, η πράξη από μόνη της και αντικειμενικά, μπορούσε κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και πράγματι την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Με βάση το παραπάνω, συνακόλουθο είναι ότι η ζημία αποζημιώνεται αν συνδέεται, στην έκταση που συνδέεται, με πρόσφορη αιτιώδη σχέση προς τη ζημιογόνο πράξη του υπαιτίου. Αν ο αιτιώδης σύνδεσμος διακοπεί από παρεμβολή άλλων, μεταγενέστερων της παράνομης πράξης, όλως εξαιρετικών και απρόβλεπτων γεγονότων, ή από ενέργειες τρίτων προσώπων, τότε η αποζημίωση οφείλεται για όσα προκλήθηκαν προ της διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου.