Πολιτική Δικονομία

Καταβολή δικαστικού ενσήμου επί αγωγής που δικάζεται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου μετά από σώρευση αγωγής αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου

Δικηγόρος Αθήνα

Για λογαριασμό εντολέα μας είχαμε καταθέσει αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στην οποία σωρεύονταν 2 αιτήματα, το μεν πρώτο για χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης ύψους 144.000 ευρώ, καθ’ ύλην αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου, και το δε δεύτερο για μη επανάληψη της προσβολής στο μέλλον, αίτημα μη αποτιμητό σε χρήμα και έτσι αρμοδιότητας Πολυμελούς Πρωτοδικείου.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι, παρά το γεγονός ότι η αγωγή, ως προς το αποτιμητό σε χρήμα σκέλος, ήταν αναγνωριστική, έπρεπε να καταβληθεί τέλος δικαστικού ενσήμου, ως οφείλεται στις αγωγές αρμοδιότητας Πολυμελούς Πρωτοδικείου, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής.

Κατά της αποφάσεως αυτής ο εντολέας μας άσκησε έφεση, παραπονούμενος ότι η επιβολή ή μη τέλους δικαστικού ενσήμου κρίνεται με βάση την αρμοδιότητα του εκάστοτε δικαστηρίου επί του αιτήματος, και όχι του δικαστηρίου στο οποίο θα καταλήξει η συζήτηση της αγωγής, αφού, όπως στην προκείμενη, μπορεί να σωρεύονται αγωγές αρμοδιότητας διαφορετικών καθ’ ύλην δικαστηρίων. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την με αριθμό 917/2025 απόφασή του, δικαίωσε τον εντολέα μας, δεχόμενο τον σχετικό λόγο έφεσης, με την παρακάτω αιτιολογία:

Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 και 8 του ν. ΓΠΟΗ/1912 «Περί δικαστικών ενσήμων», όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν.δ/τος 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 του ν.δ. 4189/1961, η παράλειψη προκαταβολής από τον ενάγοντα του οφειλομένου κατά τα άρθρα 2 και 8 του ν. ΓΠΟΗ/1912 τέλους δικαστικού ενσήμου, η οποία εκκαθαρίζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, δεν επάγεται απαράδεκτο της αγωγής ή της συζήτησής της, αλλά ο παραλείπων την καταβολή ενάγων, λογίζεται, κατά νόμιμο πλάσμα, ως μη εμφανιζόμενος και δικάζεται ερήμην, με επακόλουθο να απορρίπτεται η αγωγή του, λόγω πλασματικής ερημοδικίας, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 272 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει με το άρθρο 2 άρ. δεύτερο παρ. 2 του ν. 4335/2015 (ΑΠ 538/2019, ΑΠ 1293/2018, ΑΠ 1485/2018, ΑΠ 2031/2017, ΑΠ 1572/2013). Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας δύναται να είναι η άρση της ειρημένης παράλειψης, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του άνω τέλους. Αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται, μετά δε την εξαφάνισή της, χωρεί ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο ενάγων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, δύναται να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως ηδύνατο να προτείνει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 538/2019, ΑΠ 668/2015, ΑΠ 1572/2013, ΑΠ 1095/2006). Επίσης, ο ενάγων σε περίπτωση που δικάστηκε πρωτοδίκως ερήμην και απορρίφθηκε η αγωγή του λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, καίτοι δεν είχε υποχρέωση καταβολής αυτού, μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, προβάλλοντας ως λόγο την έλλειψη υποχρέωσής του να καταβάλει δικαστικό ένσημο, οπότε το Εφετείο, αν κρίνει βάσιμο τον λόγο αυτό, θα κάνει δεκτή την έφεση και θα εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα (ΑΠ 65/2022). Περαιτέρω, σύμφωνα με την αρχική διατύπωση της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942, από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου εξαιρούνταν, μεταξύ άλλων, και οι αναγνωριστικές αγωγές, υπό την εξής διατύπωση: «η ορθή έννοια του άρθρου 2 του νόμου ΓΠΟΗ είναι ότι εις το δι’ αυτού επιβαλλόμενον τέλος δεν υπόκεινται αι απλώς αναγνωριστικοί αγωγαί ως και αι περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεις και αι περί ακυρώσεως πλειστηριασμού». Η ανωτέρω διάταξη, υπέστη τέσσερις τροποποιήσεις (Ν. 3994/2011, Ν. 4055/2012, Ν. 4666/2016, Ν. 4640/2019). Ειδικότερα: Α) Κατά πρώτον, η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ.τος 1544.1942, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011, ως εξής: «Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αγωγές περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεως, καθώς και περί ακυρώσεως πλειστηριασμού». Με την τροποποίηση αυτή, για πρώτη φορά, οι αναγνωριστικές αγωγές δεν εξαιρέθηκαν από την απαλλαγή της υποχρέωσης καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, οπότε πλέον η εν λόγω υποχρέωση άρχισε να βαραίνει, εκτός από τις καταψηφιστικές, και τις αναγνωριστικές αγωγές. Η νέα αυτή ρύθμιση αφορούσε τις αναγνωριστικές αγωγές που ασκούνταν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, η οποία συνέπιπτε με τη δημοσίευσή του, ήτοι από 25.7.2011 [βλ. άρθρο 72 παρ. 14 σε συνδ. με άρθρο 77 παρ. 1 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α’ 165/25.7.2011)]. Β) Στη συνέχεια, με το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 4055/2012, η ανωτέρω παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942, αντικαταστάθηκε εκ νέου ως εξής: «Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές που αφορούν τις διαφορές των άρθρων 663, 677, 681Α και 681Β, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού». Έτσι, με τη νέα αυτή διάταξη, στην κατηγορία των απαλλασσόμενων από την υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου διαφορών επανήλθαν ορισμένες μόνο από τις αναγνωριστικές αγωγές, με κριτήριο προφανώς το ευαίσθητο του αντικειμένου τους, και συγκεκριμένα εκείνες που αφορούσαν εργατικές διαφορές, διαφορές για αμοιβές για την παροχή εργασίας, διαφορές για ζημίες από αυτοκίνητο καθώς και από τη σύμβαση της ασφάλισής του και διαφορές που αφορούσαν διατροφή και επιμέλεια τέκνου. Επιπρόσθετα, με το άρθρο 21 παρ. 2 του ιδίου νόμου, για λόγους αποτροπής του αιφνιδιασμού των εναγόντων που είχαν ασκήσει καταψηφιστική αγωγή πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 με πρόθεση να την τρέψουν αργότερα σε αναγνωριστική και να απαλλαγούν από την καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου, ερμηνεύθηκε στενότερα το πεδίο εφαρμογής της μεταβατικής διάταξης της παρ. 14 του άρθρου 72 του προηγούμενου ν. 3994/2011 και ορίστηκε ότι «Η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 (Α’ 165) δεν εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν την έναρξη ισχύος του, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος αυτού», ενώ κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942, προβλέφθηκε ότι «Τα εν τοις προηγουμένοις εδαφίοις 1, 2 και 3 του άρθρου τούτου οριζόμενα εφαρμόζονται και επί των εκκρεμών δικών». Επομένως, μετά την ως άνω αυθεντική ερμηνεία του νομοθέτη, ο ενάγων που πριν από το ν. 3994/2011 είχε ασκήσει καταψηφιστική αγωγή με την προσδοκία να την τρέψει σε αναγνωριστική και να απαλλαγεί με βάση το μέχρι τότε ισχύον καθεστώς από την καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου, θα συνέχιζε να απολαμβάνει το παραπάνω προνόμιο, ακόμα και αν έτρεψε την αγωγή του σε αναγνωριστική μετά την εφαρμογή του νόμου, Γ) Με το άρθρο 33 του ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α’ 240/22.12.2016) ο νομοθέτης κατήργησε τη σχετική υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου για το σύνολο των αναγνωριστικών αγωγών, ως ακολούθως: «1. Η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α’ 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α’ 165) και το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α’ 51), αντικαθίσταται ως εξής: «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του». Δ) Τέλος, με το άρθρο 42 του ν. 4640/2019 (ΦΕΚ 190/30.11.2019), ο νομοθέτης επανέφερε μερικά την υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές που ασκούνται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, ως ακολούθως: «1. Η παράγραφο 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α’ 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α’ 165), το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α’ 51) και το άρθρο 33 του ν. 4446/2016 (Α’ 240), αντικαθίσταται εκ νέου ως εξής: «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και οι αγωγές για εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού. 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία». Συνεπώς, με την τελευταία αυτή ρύθμιση, η οποία εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα, από την απαλλαγή του τέλους δικαστικού ενσήμου εξαιρούνται οι αναγνωριστικές αγωγές που ασκούνται για διαφορές καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου ή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, όχι όμως και εκείνες που ασκούνται για διαφορές καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και συζητούνται μετά την 1η-1-2020, για τις οποίες οφείλεται δικαστικό ένσημο.

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του, κατά το σκέλος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, λόγω πλασματικής ερημοδικίας του ελλείψει καταβολής δικαστικού ενσήμου, ισχυριζόμενος ότι δεν είχε κατά νόμο υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου, αφού η αγωγή κατά το εν λόγω αναγνωριστικό αίτημα υπάγεται στην υλική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Από την επισκόπηση της εκκαλούμενης απόφασης προκύπτει πράγματι ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι απαιτείται εκ μέρους του ενάγοντος η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου για το κριθέν ως παραδεκτό και νόμιμο αίτημα της αγωγής περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ποσού 140.000 ευρώ, ζητηθέν εις ολόκληρον από κάθε εναγόμενο, το οποίο τράπηκε παραδεκτά από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις του ενάγοντος. Ωστόσο, με την κρίση αυτή έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, δεκτού γενομένου ως βάσιμου του πρώτου λόγου της ένδικης έφεσης, καθότι η διαφορά αυτή υπαγόταν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου και όχι του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, σύμφωνα με το άρθρο 14 ΚΠολΔ, ως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της ανωτέρω αγωγής, και όριζε ότι στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα και που η αξία του αντικειμένου τους είναι πάνω από 20.000,00 ευρώ, δεν υπερβαίνει όμως το ποσό των 250.000,00 ευρώ. Η εν λόγω, δε, αξίωση απλώς ασκήθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου μαζί με το μη αποτιμητό σε χρήμα αίτημα της αγωγής περί παράλειψης της προσβολής στο μέλλον, στο πλαίσιο της αντικειμενικής σώρευσης αγωγών (άρθρο 218 ΚΠολΔ). Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή κατά το ανωτέρω μέρος της και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη κατά το κεφάλαιο που αφορά στο ανωτέρω αναγνωριστικό αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αναγκαίως δε και ως προς τη σχετική με την ανωτέρω αγωγή διάταξη περί δικαστικών εξόδων, που θα καθοριστούν ενιαία για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας από το παρόν Δικαστήριο και για τον λόγο αυτόν παρέλκει η εξέταση του πέμπτου λόγου της έφεσης περί εσφαλμένου προσδιορισμού των δικαστικών εξόδων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, να κρατήσει το παρόν Δικαστήριο την υπόθεση για να δικάσει την ανωτέρω αγωγή κατά το ανωτέρω μέρος και αίτημά της (η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 340, 346, 481, 914, 926, 932 ΑΚ, 70, 176 ΚΠολΔ). Επίσης, παρέλκει και η εξέταση του τέταρτου επικουρικά προβαλλόμενου λόγου έφεσης για εξαφάνιση της εκκαλούμενης λόγω καταβολής του δικαστικού ενσήμου στο παρόν Δικαστήριο, με την κατάθεση της ένδικης έφεσης.