Πλέον, μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε στο Ποινικό Δίκαιο ο Ν. 5090/2024, και πιο συγκεκριμένα με τον αποκλεισμό των δημόσιων λειτουργών ή υπάλληλων που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών για τα δυαδικά μέρη, κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης, κατά τα οριζόμενα στο α. 54 του Ν. 5090/2024, έχει παύσει, πλέον, να είναι ποινικά κολάσιμη πράξη η συκοφαντική δυσφήμηση (δηλαδή η εν γνώσει ψευδής παράσταση ισχυρισμών και γεγονότων ως αληθινών) στο πλαίσιο διεξαγωγής δίκης.
Παρ’ όλα αυτά, και παρά το γεγονός ότι δεν θα τιμωρείται σε ποινικό επίπεδο (δηλαδή με ποινή φυλάκισης) αυτός που ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον εν γνώσει του ψευδές γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, όταν αυτό γίνεται στο πλαίσιο διεξαγωγής μιας δίκης, θα συνεχίζει να οφείλεται από όποιον το πράττει, χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης και αποζημίωση, προς τον παθόντα. Και τούτο, γιατί, ενώ καταργήθηκε η ποινική υπόσταση του εν λόγω αδικήματος, συνεχίζει αυτό να παραμένει ως αστικό αδίκημα, και να παράγει τις σχετικές συνέπειες.
Όπως αναφέρεται και στην με αριθμό 1197/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί υποθέσεως που χειρίστηκε το δικηγορικό μας γραφείο, ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 920 ΑΚ, όποιος γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι:
α) υποστήριξη ή διάδοση αναληθών ειδήσεων. Οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να είναι σαφείς και συγκεκριμένες και να αναφέρονται σε ορισμένα γεγονότα, επιπλέον δε να αποδεικνύονται και αναληθείς, με την έννοια να μην αληθεύει εξ ολοκλήρου το σχετικό γεγονός ή να παρουσιάζεται αυτό παραποιημένο. Αν το σχετικό γεγονός αληθεύει, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της άνω διάταξης, είναι όμως δυνατόν να συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 919 ΑΚ.
β) Γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναλήθειας. Δηλαδή, αυτός που υποστηρίζει ή διαδίδει τις αναληθείς ειδήσεις πρέπει να γνωρίζει ή υπαιτίως (από αμέλεια) να αγνοεί την αναλήθεια αυτών. Το στοιχείο αυτό ανταποκρίνεται στην έννοια του πταίσματος και με τις δύο γνωστές μορφές (330 ΑΚ), δηλαδή του δόλου (γνώση της αναλήθειας) και της αμέλειας (άγνοια της αναλήθειας, επειδή δεν καταβλήθηκε η απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια). Πρόθεση του διαδίδοντος να προξενήσει βλάβη στο θιγόμενο δεν απαιτείται. Η ζημία του βλαπτόμενου πρέπει να προήλθε αιτιωδώς από τη διάδοση ή την υποστήριξη των αναληθών ειδήσεων,
γ) Κίνδυνος για την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του προσώπου. Οι διαδιδόμενες αναληθείς ειδήσεις πρέπει επιπλέον να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικώς σε κίνδυνο ένα από τα περιοριστικούς διαλαμβανόμενα στο πιο πάνω άρθρο αγαθά του φυσικού ή νομικού προσώπου. Δεν αρκεί η διαπίστωση ότι αφηρημένως είναι ικανές να εκθέσουν σε κίνδυνο τα εν λόγω αγαθά, και,
δ) Ζημία. Τελευταία προϋπόθεση για την ύπαρξη αξίωσης από το άρθρο 920 ΑΚ, είναι η απόδειξη (περιουσιακής) ζημίας, η οποία προκαλείται αιτιωδώς από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα πιο πάνω αγαθ.
(βλ. σχετικά και ΑΠ 474/2020, ΕφΛαρ 85/2016, ΕφΑΘ 3486/2010, ΕφΑΘ 2606/2010, Νόμος)