Αποζημιώσεις, Πολιτική Δικονομία

Νομοθετικό πλαίσιο δικαστικού ενσήμου και συνέπειες μη καταβολής του

Δικηγόρος Αθήνα

Όπως αναφέρεται και στην με αριθμό 3438/2024 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί υποθέσεως που χειρίστηκε το δικηγορικό μας γραφείο, κατά τις διατάξεις των άρθων 2 και 8 του ν. ΓϠΟΗ/1912 “περί δικαστικού ενσήμου”, όπως ερμηνεύτηκε αυθεντικώς με το ν.δ. 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το ν.δ. 4189/1961 και τα άρθρα 70 του Ν. 3994/2011 και 21 παρ. 1 του Ν. 4055/2012, αν ο ενάγων παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, δικάζεται ερήμην, εφαρμοζόμενων των σχετικών διατάξεων της πολιτικής δικονομίας, στις οποίες γίνεται παραπομπή. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 173 και 175 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αυτός, ο οποίος εκ του νόμου υποχρεούται σε προκαταβολή των τελών και των εξόδων (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και το δικαστικό ένσημο), θεωρείται ως μη εμφανιζόμενος (πλασματική ερημοδικία) και συνεπώς, σε περίπτωση μη προκαταβολής αυτών, δικάζεται ερήμην. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 272 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν η συζήτηση επισπεύδεται με επιμέλεια του ενάγοντος και αυτός δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την αγωγή. Συνεπώς, εάν ο ενάγων δεν προκαταβάλει, ως είναι υποχρεωμένος εκ του νόμου, το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, βάσει του τεκμηρίου της παραίτησης από αυτή (ΟλΑΠ 642/ 1970 ΝοΒ 18, 1471, ΑΠ 538/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Σημειωτέον ότι στην περίπτωση αυτή, και αντίθετα με τα ισχύοντα επί ερημοδικίας εναγομένου, η αγωγή απορρίπτεται (κατά πλάσμα του νόμου) ως ουσία αβάσιμη, χωρίς να προηγηθεί έρευνα του παραδεκτού και του νομίμου αυτής, διότι η έρευνα της παράστασης των διαδίκων αποτελεί προϋπόθεση για την έρευνα της υπόθεσης και για τον λόγο αυτό προηγείται της έρευνας του παραδεκτού και νόμω βασίμου της αγωγής, η οποία, άλλωστε, κατά πλάσμα του νόμου απορρίπτεται κατ’ ουσίαν (ΕφΘεσ 299/1994 Αρμ 1995, 104, ΕφΑθ 1628/1995 ΑρχΝ 1996, 185, ΠΠρΑθ 2837/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ).

Σημειωτέον ότι η βάσει των ανωτέρω διατάξεων θέσπιση της προαναφερθείσας πλασματικής ερημοδικίας για το διάδικο, που δεν καταβάλει το αναλογούν δικαστικό ένσημο, δεν αντίκειται στο κατά τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθόσον η πρόβλεψη αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα, αφού η είσπραξή του ενισχύει τη δυνατότητα της Πολιτείας να καλύπτει τις λειτουργικές ανάγκες και δαπάνες του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, ενώ εξάλλου σε περίπτωση νίκης του ενάγοντος το καταβληθέν τέλος δικαστικού ενσήμου συνυπολογίζεται στην επιδικαζόμενη υπέρ αυτού δικαστική δαπάνη.

Επιπλέον, υφίστανται οι διατάξεις του Ν. 3226/2004 με τις οποίες λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή από την καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3226/2004).

Τα ανωτέρω ισχύουν και για τις περιπτώσεις, που δεν καταβάλλεται το αναγκαίο δικαστικό ένσημο, αντίστοιχο προς την αξία, που δηλώθηκε, προβλέπεται η δραστική συνέπεια της πλασματικής ερημοδικίας, για το σύνολο της αξίωσης και όχι μόνο το ποσό που υπάρχει οφειλή δικαστικού ενσήμου (άρθρο 8 του Ν.Δ. 1544/1944 – βλ. ΑΠ 44/1962 ΝοΒ 10, 568, ΕφΠειρ 683/1990 ΠειρΝομ 1990, 191, ΠΠρΘεσ 2127/1980 Αρμ 1983, 677, ΠΠρΠειρ 2325/2021 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΠΠρΑθ 2924/2022 αδημ. στο νομικό τύπο, ΠΠρΑθ 635/2021 αδημ. στο νομικό τύπο, Βαθρακοκοίλη Β., ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 173, αρ. 13, σελ. 986, Γ. Ορφανίδης, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΕρμΚΠολΔ, τομ. Ι, εκδ. 2000, αρθρ. 173, αριθ. 20, σελ. 406 και 405).

Εξάλλου, πέραν της ρητής πρόβλεψης του νόμου για την περίπτωση καταβολής μέρους μόνο του συνολικού αναλογούντος δικαστικού ενσήμου, σε περίπτωση κατά την οποία η συνέπεια αυτή της πλασματικής ερημοδικίας των εναγόντων περιοριζόταν εν προκειμένω σε συγκεκριμένο τμήμα της ένδικης απαίτησής τους, θα προκαλούνταν το άτοπο οι τελευταίοι να θεωρούνταν ταυτόχρονα ερημοδικαζόμενοι και κατ’ αντιμωλία δικαζόμενοι ως προς αιτήματα με την ίδια ιστορική και νομική αιτία.

Τέλος, όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, απώτατο χρονικό σημείο για την κατάθεση του δικαστικού ενσήμου (στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) είναι αυτό της συζήτησης της υπόθεσης, τυχόν εφαρμογή, δε, του άρθρου 227 ΚΠολΔ θα κατέληγε ουσιαστικά στην καταστρατήγηση του άρθρου 237.

Σημειώνεται, δε, ότι οι πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δυνάμει των Ν. 4882/2021 και Ν. 4855./2021 δεν περιελάμβαναν την τροποποίηση της συγκεκριμένης διάταξης καταδεικνύοντας τοιουτοτρόπως τη βούληση του νομοθέτη να ορίσει ως απώτατο χρονικό σημείο καταβολής του δικαστικού ενσήμου τη συζήτηση στο ακροατήριο. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, δεν κρίνονται ως εφαρμοστέες οι διατάξεις των άρθρων 227 και 254 ΚΠολΔ για τη συμπλήρωση της εν λόγω παράλειψης (βλ. ενδεικτικά ΠΠρΠειρ 3009.2022 www.protodikeio-peir.gr, ΠΠρΑθ 1948/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).