Όπως αναφέρεται και στην με αριθμό 3009/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη διαδικασία των Ασφαλιστικών Μέτρων, επί υποθέσεως που χειρίστηκε το δικηγορικό μας γραφείο, με τη διάταξη του άρθρου 728 παρ. 1 ΚΠολΔ καθορίζονται οι περιπτώσεις προσωρινής επιδίκασης απαιτήσεων, δηλαδή της καταδίκης του οφειλέτη χρηματικών απαιτήσεων ή άλλης, επιτρεπτής κατά το ουσιαστικό δίκαιο, μορφής παροχής, για τις απαριθμούμενες στη διάταξη αυτή απαιτήσεις, μεταξύ των οποίων και οι απαιτήσεις για μισθούς υπερημείας ή καθοστερούμενους μισθούς, κατ’ εξαίρεση της γενικής απαγόρευσης του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ.
Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 731 ΚΠολΔ, το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο την ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξης από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 732 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο και κάθε μέτρο που κατά τις περιστάσεις είναι κατά την κρίση του πρόσφορο για την εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση κατάστασης.
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ, τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή η διατήρηση. Με την ως άνω διάταξη τίθεται απαγορευτικός κανόνας, δεσμευτικός για το δικαστήριο, με την έννοια ότι αυτό δεν μπορεί να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα που συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος, εκτός αν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση, όπως στις περιπτώσεις των άρθρων 728, 729 και 934 ΚΠολΔ. Ο ως άνω κανόνας έχει εφαρμογή και στο ασφαλιστικό μέτρο της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης (άρθρα 731 και 732 ΚΠολΔ), το οποίο δεν διαφέρει κατά τον σκοπό του από τα άλλα ασφαλιστικά μέτρα, αφού και αυτό συνδέεται τελολογικά με κάποιο δικαίωμα που πρέπει να προστατευτεί προσωρινά για την αποτροπή δημιουργίας, έως την περάτωση της κύριας διαγνωστικής δίκης, αμετάκλητων καταστάσεων, που θα μπορούσαν να ματαιώσουν τον πρακτικό σκοπό της δίκης αυτής.
Η διακριτική ευχέρεια που παρέχει το άρθρο 732 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο, το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο και κάθε μέτρο που κατά τις περιστάσεις είναι κατά την κρίση του πρόσφορο για την εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή τη ρύθμιση κατάστασης, δεν αποτελεί εξαίρεση στον απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ, αφού ο τελευταίος αποτελεί οριοθέτηση της παρεχόμενης στο δικαστήριο, με το άρθρο 732 ΚΠολΔ, διακριτικής ευχέρειας.
Οι παραπάνω διατάξεις απηχούν τις βασικές αρχές του δικαίου των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τις οποίες, η προσωρινή δικαστική προστασία πρέπει: 1. Να μην ταυτίζεται με το αντικείμενο της οριστικής δικαστικής προστασίας, αλλά να διαφέρει και να υπολείπεται από αυτό, και 2. Να μην δημιουργεί αμετάκλητες καταστάσεις, που δεν μπορούν να ανατραπούν όταν ανακληθεί η σχετική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ή διαγνωστεί στην κύρια δίκη με ισχύ δεδικασμένου η ανυπαρξία του δικαιώματος που εξασφαλίστηκε, ώστε να μην ματαιώνεται ο πρακτικός σκοπός της κύριας δίκης (ΜονΠρωτΑθ 1336/2025 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Ο κανόνας του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ υποχωρεί μόνο στις ακραίες εκείνες περιπτώσεις που πιθανολογείται κίνδυνος σημαντικής προσβολής της αξίας του ανθρώπου, η οποία διασφαλίζεται συνταγματικά (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος) και όχι απλώς περιουσιακών ζημιών (ΜΠρΑθ 4629/2004 Αρμ 2005, 250, ΜΠρΑθ 1377/2004 ΝοΒ 2005, 305, ΜΠρΠειρ 2524/1999 ΕλλΔνη 1999, 1627, Π. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, 1985, σελ. 58-59).
Η καταδίκη σε ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή πράξης, που αποτελεί το περιεχόμενο εφάπαξ παροχής, χωρίς να υπάρχει μια διαρκής έννομη σχέση που μπορεί να ρυθμιστεί για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ή η ενεργοποίηση διαπλαστικού (ουσιαστικού) δικαιώματος οδηγούν σε ικανοποίηση των αντίστοιχων δικαιωμάτων και συνεπώς σε ρύθμιση υπερβαίνουσα τα όρια των άρθρων 692 παρ. 4 και 731-732 ΚΠολΔ (ΠΠρΑθ 17/1984, Δ 1986, 252, ΜΠρΠατρ 865/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 1377/2004 ΝοΒ 2005, 305, ΜΠρΑθ 11923/1998 ΝοΒ 46, 1480).