ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης
556/2022
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Πολυξένη Τσουκαλά, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Άννα-Μαρία Γούναρη, Πρωτοδίκη, Ελένη Η. Παπαδοπούλου, Πρωτοδίκη -Εισηγήτρια και από την Γραμματέα, Σοφία Δημαρά
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, την 27η Μαΐου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
TOY ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: (…) του (…), κατοίκου (…) Αττικής, (οδός ……..), ο οποίος προκατέθεσε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου, Γεώργιου Γαλάνη, εντός της οριζόμενης προθεσμίας των εκατό (100) ημερών από την κατάθεση της αγωγής, κατ’ άρθρο 237 § 1παρ.1εδ α ΚΠολΔ (όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο § 2 Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος την 1-1-2016) έγγραφες προτάσεις μετά των σχετικών εγγράφων και την εξουσιοδότηση προς διεξαγωγή της δίκης προς τον ανωτέρω πληρεξούσια δικηγόρο, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: (…) του (…) κατοίκου Αθηνών (οδός ….. αρ….) ο οποίος προκατέθεσε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου, (…), εντός της οριζόμενης προθεσμίας των εκατό (100) ημερών από την κατάθεση της αγωγής, κατ’ άρθρο 237 § 1παρ.1εδ α ΚΠολΔ (όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο § 2 Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος την 1-1-2016) έγγραφες προτάσεις μετά των σχετικών εγγράφων και την εξουσιοδότηση προς διεξαγωγή της δίκης προς τον ανωτέρω πληρεξούσια δικηγόρο, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η με αριθμό κατάθεσης δικογράφου (…) αγωγή που κατατέθηκε ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε να συζητηθεί κατά την δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, έχοντας εγγραφεί στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 237 § 4 εδ. ε ΚΠολΔ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298, 932 του ΑΚ η αδικοπρακτική ευθύνη για τη θεμελίωση υποχρεώσεως προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης, καθώς και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία, που επήλθε, και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης, αδικοπραξία, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος, όπως και χρηματικού ποσού, που περιήλθε οπωσδήποτε στην κατοχή του δράστη, σύμφωνα με το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ. Ειδικότερα, κατά την τελευταία διάταξη, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως συνίσταται στην παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, δηλαδή αφορά σε κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και να διαθέτει το πράγμα ως κύριος, η δε υποκειμενική υπόστασή του, στην ύπαρξη του δόλου, που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), ανήκει δηλαδή κατά κυριότητα σε άλλον, καθώς και τη θέληση να ιδιοποιηθεί το πράγμα παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Ακόμη, ξένο θεωρείται το πράγμα όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάθεται στο αστικό δίκαιο και δεν περιήλθε στην κατοχή του υπαιτίου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη. Από τη διάταξη του άρθρου 713 του ΑΚ, κατά την οποία «Με τη σύμβαση της εντολής ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας», προκύπτει ότι η εντολή είναι σύμβαση, η οποία μπορεί να συναφθεί και σιωπηρώς (άρθρο 158 ΑΚ) και με την οποία ο εντολοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να διεξαγάγει την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας χωρίς αμοιβή. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 719 του ΑΚ, ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσης ή τη φύση του αντικειμένου, επομένως και τα χρήματα. Ακόμη, ο εντολοδόχος, κατά τα ανωτέρω, δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής. Επομένως αυτός, σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης των χρημάτων που απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης (ΑΠ 404/2020, ΑΠ 1569/2012, ΕφΠειρ 457/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ΙΙ. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η σε γνώση του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, να παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, η ψευδής υπόσχεση για την οποία προϋπήρχε απόφαση μη εκπλήρωσης της ή γενικά τα ψευδώς βεβαιούμενα μελλοντικά πραγματικά περιστατικά συνδέονται, ταυτόχρονα, με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (ΑΠ 30/2021). Από τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ περί αδικοπραξιών προκύπτει ότι για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα και περαιτέρω να ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη του τελευταίου κατά το άρθρο 932 ΑΚ προϋποτίθεται ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά το νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ), από πράξη ή παράλειψη, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξεως ή της παραλείψεως και της ζημίας που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη, όταν με την πράξη ή την παράλειψη του υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάσθηκε, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς αυτά συμπεριφοράς λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες, που κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 919 ΑΚ, η οποία είναι ειδική και συμπληρωματική εκείνης του άρθρου 914 ΑΚ (ΑΠ 837/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), για την κάλυψη περιπτώσεων που δεν εμπίπτουν στην ρύθμιση της τελευταίας, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω διάταξης είναι οι εξής: α) ανθρώπινη συμπεριφορά, περιλαμβάνουσα τόσο τις θετικές ενέργειες όσο και τις παραλείψεις, αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη, όπως το εννοιολογικό τους περιεχόμενο αναφέρεται ανωτέρω, β) πρόθεση επαγωγής ζημίας, γ) ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της επελθούσας ζημίας. Ο δόλος (πρόθεση) αναφέρεται στην επαγωγή ζημίας, όχι στον ανήθικο ή παράνομο χαρακτήρα της πράξης. Ο δε ζημιώσας πρέπει να γνωρίζει, ότι με τη συμπεριφορά του θα ζημιωνόταν κάποιος άλλος και να αποδεχόταν την πρόκληση της ζημίας, αρκεί δηλαδή και ο ενδεχόμενος δόλος.
Με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι ο εναγόμενος του παρέστησε ψευδώς εαυτόν ως επενδυτή, ότι έχει την ικανότητα επένδυσης κεφαλαίων, ότι έχει ένα πολύ μεγάλο κύκλο πετυχημένων επενδύσεων, ότι είναι γνώστης των ασφαλών επενδύσεων με μεγάλες αποδόσεις, διαβεβαίωσε ότι έχει τη δυνατότητα, λόγω των εξειδικευμένων γνώσεών του να επενδύσει το χρηματικό κεφάλαιο του σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και πλατφόρμες του εξωτερικού ώστε να αυξηθούν τα κέρδη του. Ότι πείστηκε από τις διαβεβαιώσεις του και του παρέδωσε το ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ποσό των 210.000 ευρώ για να τα επενδύσει σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού. Ότι του παρέδωσε το ποσό των 210.000 ευρώ και ότι του ανέθεσε τη διαχείριση μετοχών σε μερίδα Εθνικής Π&Κ Χρηματιστηριακής ΑΕΠΕΥ της Εθνικής αξίας 34.000 ευρώ, απαρτιζόμενη από 1900 μετοχές της Coca Cola 3Ε. Ότι η εταιρεία δεν είχε λάβει άδεια λειτουργίας και δε μπορούσε να εκδώσει απόδειξη αντ’ αυτού εικονικά κατήρτισαν τον Ιούλιο του 2014 έγγραφη σύμβαση δανείου δυνάμει της οποίας ο ενάγων ανέλαβε να μεταβιβάσει στον εναγόμενο το ποσό των 240.000 ευρώ. Ότι η υποκρυπτόμενη αληθής έννομη σχέση στην οποία απέβλεψαν είναι η σύμβαση εντολής επένδυσης του ανωτέρω ποσού. Ότι ο εναγόμενος παρά τις οχλήσεις του ένα έτος μετά δεν εξέδωσε απόδειξη, ούτε και είχε κάποια απόδοση επένδυσης. Ότι αιτήθηκε την επιστροφή του κεφαλαίου του και ο εναγόμενος αρνήθηκε επικαλούμενος προσωρινή αδυναμία. Ότι κατήρτισε με τον εναγόμενο την από …-…-2015 εικονική σύμβαση δανείου ποσού 224.000 ευρώ διάρκειας 12 μηνών, ενώ η πραγματικά ηθελημένη έννομη σχέση ήταν η σχέση της εντολής επένδυσης. Ότι ανέλαβε εκ νέου τη διαχείριση μετοχών του σε μερίδα Εθνικής Π&Κ Χρηματιστηριακής ΑΕΠΕΥ της Εθνικής αξίας 34.000 ευρώ. Ότι του επέστρεψε συνολικά το ποσό των 30.500 ευρώ από το Σεπτέμβριο του έτους 2015 έως και το Δεκέμβριο του 2017 κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, και παρά τις οχλήσεις του δεν του έχει επιστρέφει το υπολειπόμενο ποσό των 179.500 ευρώ, ενσωματώνοντας το παράνομα στην περιουσία του. Ότι το καταβληθέν στο λογαριασμό του ποσό των 2.000 ευρώ προέρχονταν από λογαριασμό δήθεν συνεργάτιδας του εναγομένου, η οποία εν τέλει ήταν εξαπατημένη πελάτισσα. Ότι η τελευταία ενόψει της ψευδούς διάδοσης του εναγομένου περί συνεργασίας τους υπέβαλε μήνυση εναντίον του και του εναγομένου με ΑΒΜ (…) για τις πράξεις της απάτης, σύστασης εγκληματικής οργάνωσης, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα εκθέτοντας σε κίνδυνο την επαγγελματική του πίστη και προσβάλλοντας τη τιμή και την υπόληψη του. Ότι η τελευταία αιτήθηκε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων εναντίον του εναγόμενου και εκδόθηκε η με αριθμό (…) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την (…) οποία διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας του, η οποία δέχτηκε το ίδιο modus operandi με το περιγραφόμενο στην υπό κρίση αγωγή. Ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακοίνωσε ότι ο εναγόμενος δεν δύναται πλέον να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες. Ότι η ανωτέρω συμπεριφορά πληροί τη νομοτυπική μορφή της αξιόποινης πράξης της απάτης, της υπεξαίρεσης, της συκοφαντικής δυσφήμισης προσβάλλοντας τη προσωπικότητά του και επιπλέον τελεί σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη προκαλώντας του ζημία.
Με βάσει το ιστορικό αυτό, ζητεί κατά τη δέουσα εκτίμηση της αγωγής, να αναγνωριστεί ότι η σύμβαση δανείου είναι εικονική και ότι η καλυπτόμενη δικαιοπραξία είναι η σύμβαση επένδυσης, περαιτέρω ζητεί και μετά από εν μέρει περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη το ποσό των 620.000 ευρώ κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή και να υποχρεωθεί με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να του καταβάλει το ποσό των 179.500 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την άσκηση της αγωγής μέχρι τη πλήρη εξόφληση, να διαταχθεί η παράλειψη προσβολής στο μέλλον με απειλή χρηματικής ποινής 3.000 ευρώ για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης απόφασης, να διαταχθεί προσωπική κράτηση 1 έτους και τέλος ζητεί να καταδικαστεί στη πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή και κατά τη δέουσα εκτίμηση αυτής, παραδεκτά φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου περί ύπαρξης εκκρεμοδικίας και δεδικασμένου εκ της έκδοσης της με αριθμό (…) διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς η υποβολή και η επίδοση διαταγής πληρωμής δεν μπορεί να θεμελιώσει εκκρεμοδικία αλλά μόνο με την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, (ΑΠ 729/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ δεδικασμένο δημιουργείται μόνο μετά την δεύτερη επίδοση εκ νέου της διαταγής πληρωμής, και την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 633παρ 2 ΚΠολΔ, χωρίς να ασκηθεί ανακοπή κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, (ΑΠ 191/2020, AΠ 111/2012, ΕφΔωδε 14/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η αγωγή αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, είναι δε ορισμένη, πλην του σκέλους της αγωγής που επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, καθώς δεν γίνεται επίκληση της πρόθεσης, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, της πρόκλησης ζημίας, καθώς και του σκέλους της αγωγής που επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 920 ΑΚ, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν προσδιορίζει στην ένδικη αγωγή του, τη συγκεκριμένη υλική ζημία που υπέστη, δηλαδή συγκεκριμένη περιουσιακή βλάβη, που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την έκθεση σε κίνδυνο του εννόμου αγαθού της επικαλούμενης με την αγωγή του, προσβολής της επαγγελματικής του φήμης (ΑΠ 1265/2010, ΕφΠειρ 33/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ επιπλέον δεν αναφέρει με ποιο συγκεκριμένο τρόπο επλήγη η επαγγελματική αξιοπιστία του, ενώ απορριπτέα λόγω αοριστίας είναι η αξίωση του ενάγοντος για παράλειψη της παράνομης προσβολής στο μέλλον, καθώς προϋποθέτει την αναγκαία επίκληση με το δικόγραφο της αγωγής της ύπαρξης βάσιμης απειλής επικείμενης προσβολής, στο μέλλον, στοιχείο που εν προκειμένω δεν εκτίθεται (ΑΠ 706/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 138 παρ. 2, 57,59, 914, 932ΑΚ 70, 176 ΚΠολΔ, 375, 386 ΠΚ, πλην του σκέλους της αγωγής που επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 363 ΠΚ καθώς ο ισχυρισμός του εναγομένου ενώπιον τρίτου ότι ο ενάγων είναι συνεργάτης του, αυτοτελώς δεν μπορεί να είναι πρόσφορος να βλάψει τη τιμή και την υπόληψη, αλλά απαιτείται να συνοδεύονται και άλλα περιστατικά που να υπονοούν συμπερασματικά μειωτική προσβολή. Συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη και πρέπει ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν καθώς για το καταψηφιστικό αίτημα καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το με αριθμό (…) e —παράβολο καταβολής δικαστικού ενσήμου πληρωτέο στην ΤτΕ) δίχως να απαιτείται για το κατόπιν μετατροπής σε μέρει αναγνωριστικό αίτημα αυτής η καταβολή δικαστικού ενσήμου, σύμφωνα με το άρθρο 42 του Ν. 4640/2019, δεδομένου ότι οι ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου κρίνονται, ως αντικείμενες στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ και, ως εκ τούτου, μη εφαρμοστέες.(ΠΠΘεσ 5352/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)
Κατά τη διάταξη του άρθρου 937 του ΑΚ, «Η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης». Η δεύτερη παράγραφος της ανωτέρω διάταξης, θεσπίσθηκε για τον λόγο, ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένη η κατάλυση μέσω της παραγραφής της αστικής προς αποζημίωση απαιτήσεως, ενόσω ο δράστης της αδικοπραξίας θα ήταν ακόμη εκτεθειμένος στην βαρύτερα πλήττουσα αυτόν, ποινική δίωξη και στην συνέχεια καταδίκη. Για την εφαρμογή δε της διατάξεως αυτής πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις: 1) Η αδικοπραξία πρέπει να αποτελεί συνάμα κολάσιμη κατά τον ποινικό νόμο πράξη. Δεν αποτελεί, όμως, προϋπόθεση η προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως και η τιμωρία του δράστη. Αν δεν έχει προηγηθεί άσκηση ποινικής διώξεως, το πολιτικό δικαστήριο που κρίνει την αγωγή αποζημιώσεως ερευνά τη συνδρομή των υποκειμενικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων της κολάσιμης πράξεως. 2) Η ποινική αξίωση της πολιτείας για την τιμωρία της αξιόποινης πράξεως πρέπει να υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή. Για την διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξεως είναι ή όχι μακρότερη από την αστική παραγραφή της απαιτήσεως από την αδικοπραξία θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξεως, ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη στον ποινικό νόμο, αναλόγως, ποινική παραγραφή όπως αυτή, ως προς τη διάρκεια της, καθορίζεται στο άρθρο 111 ΠΚ ή σε διάταξη άλλου, ειδικού ποινικού νόμου, η οποία προκειμένου περί κακουργημάτων ανέρχεται σε δέκα πέντε (15) έτη και σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ αρχίζει από τον χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από την αφετηρία της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως, όπως αυτή προβλέπεται στη παρ. 1 του άρθρου 937 ΑΚ (Ολ. ΑΠ 21/2003). Στην ίδια δε δεκαπενταετή παραγραφή υπόκειται και η απαίτηση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αξιόποινη πράξη που συνιστά κακούργημα, με αφετηρία τον ίδιο πιο πάνω χρόνο (ΑΠ 981/2019, ΑΠ 901/2014). Ως προς την έναρξη της παραγραφής των αξιώσεων από αδικοπραξία, δεδομένου ότι αυτή εξαρτάται από τη γνώση της ζημίας και του υποχρέου προς αποζημίωση, σημειώνεται ότι ως «γνώση της ζημίας» θεωρείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξης, χωρίς να απαιτείται γνώση της ακριβούς έκτασης της ζημίας, ενώ γνώση του υπόχρεου υπάρχει, όταν ο παθών γνωρίζει τόσα περιστατικά, ώστε να μπορεί με βάση αυτά να εγείρει αγωγή κατά ορισμένου προσώπου, με πιθανότητα επιτυχίας (ΑΠ 932/2014, ΑΠ 72/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τα ανωτέρω ισχύουν για τον υπαίτιο της πράξεως, ήτοι τότε μόνον, όταν ο δράστης της αξιόποινης πράξεως είναι ταυτόχρονα και ο υπόχρεος σε αποζημίωση (ή χρηματική ικανοποίηση) και όχι όταν ο αστικός υπεύθυνος είναι διαφορετικό πρόσωπο. Στην τελευταία περίπτωση, η παραγραφή της αξιώσεως από την αδικοπραξία εξακολουθεί να είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση, κατά την αμέσως προεκτεθείσα έννοια, άσχετα αν ο δράστης της αξιόποινης πράξης ενήργησε ως προστηθείς ή όργανο του εναγόμενου σε αποζημίωση (ή χρηματική ικανοποίηση) φυσικού ή νομικού προσώπου (άρθρα 922, 923, 71 ΑΚ) και ανεξάρτητα από τον τρόπο συμμετοχής του δράστη στην αξιόποινη πράξη, ως αυτουργού, ή συνεργού ή ηθικού αυτουργού, αρκεί ότι το εναγόμενο, ως υπόχρεο σε αποζημίωση πρόσωπο, δεν υπέχει κατά νόμο ποινική ευθύνη, αλλά ενάγεται, ως αστικώς υπεύθυνο, όπως πρωτίστως συμβαίνει επί νομικών προσώπων, των οποίων όργανα ή προστηθέντες τέλεσαν, ως αυτουργοί ή συμμέτοχοι, την αξιόποινη πράξη (ΑΠ 981/2019, ΧρΙΔ 2019.662, ΑΠ 982/2019, ΑΠ 1749/2007, Τ.Ν.Π. Νόμος, Μ. Μαργαρίτη – Ά. Μαργαρίτη, Επίτομη Ερμηνεία ΑΚ [2016], άρθρο 937, αρ. 7, 15, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος [2η έκδοση- 2015], σελ. 717-719 με τις εκεί παραπομπές, του ιδίου, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 937, αρ. 15, 23, 33, Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, άρθρο 937, αρ. 10-12, 19).
Ο εναγόμενος με τις νομότυπα κατατιθέμενες προτάσεις αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή, ισχυριζόμενος ότι καταρτίστηκε μεταξύ των μερών σύμβαση δανείου και προβάλει επιπλέον την ένσταση μερικής εξόφλησης ποσού 17.000 ευρώ, το οποίο κατέβαλε στην εταιρεία (…) για λογαριασμό του ενάγοντος το διάστημα 2015-2016. Η ανωτέρω ένσταση είναι ορισμένη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 451 παρ.1 ΚπολΔ και πρέπει να εξεταστεί κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω ο εναγόμενος προβάλει το αίτημα επίδειξης εγγράφων και δη των χρηματιστηριακών κινήσεων εταιρείας (…) για το διάστημα 2015-2016, ωστόσο το αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως αόριστο, καθώς δεν προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και δεν περιγράφεται με ακρίβεια το περιεχόμενο του, επιπλέον δε αναφέρεται ότι βρίσκεται στην κατοχή τρίτου (ΑΠ 1888/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω ο εναγόμενος προβάλει επικουρικά την ένσταση παραγραφής των αξιοποίνων πράξεων της απάτης και της υπεξαίρεσης εφαρμοζόμενης της διάταξης του άρθρου 937 ΑΚ και μη συνυπολογιζόμενης της εκ του νόμου αναστολής, καθώς η αγωγή του επιδόθηκε την 15-10-2019, ενώ η γνώση της φερόμενης εξαπάτησης της ζημίας και του υπόχρεου τοποθετείται το Σεπτέμβριο του έτους 2014. Η ανωτέρω ένσταση είναι ορισμένη και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νομότυπα επικαλούνται και προσκομίζουν, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τις με αριθμό (…) και (…) ένορκες βεβαιώσεις του (…) και του (…) που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών (…) οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου (βλ. τη με αριθμό (…) έκθεση επίδοσης του Δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών (…) ) και τη με αριθμό (…) ένορκη βεβαίωση του (…) η οποία λήφθηκε κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου (βλ. τη με αριθμό (…) έκθεση επίδοσης τού Δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών (……) ) την άμεση και έμμεση ομολογία των διαδίκων, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων δραστηριοποιείται από το έτος 2014 στο τομέα των συμβουλευτικών υπηρεσιών σε θέματα ανθρώπινου δυναμικού τυγχάνοντας επιπλέον ο μοναδικός μέτοχος της εταιρείας «……………ΙΚΕ», έχοντας προηγουμένως διατελέσει διευθυντής του ανθρώπινου δυναμικού της Coca cola 3Ε. Όπως αποδείχθηκε ο ενάγων εκδήλωνε επενδυτικό ενδιαφέρον από το έτος 2011 επενδύοντας χρηματικά κεφάλαια και όπως αποδείχθηκε, είχε τοποθετήσει σημαντικά χρηματικά κεφάλαια σε επενδυτικά προγράμματα τραπεζών και σε εταιρείες επενδύσεων, και ενδεικτικά, το ποσό των 350.000 ευρώ σε αμοιβαία κεφάλαια στη Τράπεζα Edmont de Rochild, το ποσό των 80.000 ευρώ σε αμοιβαία κεφάλαια της HSBC για το διάστημα από 2014-2018, το ποσό των 75.000 ευρώ σε αμοιβαία κεφάλαια στην Ασφαλιστική Επενδυτική Εταιρεία (….) για το διάστημα 2011-2018. Στο πλαίσιο αυτό αναζητώντας επικερδείς επενδύσεις ο (…) με τον οποίο συνδέονταν με πολύχρονη φιλική σχέση και τον επίμαχο χρόνο διατελούσε Διευθυντής προσωπικού στη (…) Ελλάδος, του πρότεινε να (…) απευθυνθεί στον εναγόμενο, ο οποίος όπως γνώριζε από δημοσιεύματα του τύπου διατηρούσε χρηματιστηριακή επενδυτική εταιρεία στη (…) και ετοιμαζόταν να εκκινήσει τη παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και στην Αθήνα έχοντας ενημερωθεί από τον τύπο ότι είχε σημειώσει σημαντικές επιτυχίες στο χώρο των επενδύσεων. Πράγματι τα διάδικα μέρη ήρθαν σε επικοινωνία και συναντήθηκαν παρουσία του (…), τον Ιούλιο του 2014 σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος πλησίον των υπό κατασκευή γραφείων της εταιρείας όπως ο εναγόμενος τους δήλωσε, ενώ ακολούθησαν άλλες δύο συναντήσεις εκ νέου παρουσία του (…). Όπως αποδείχθηκε, ο εναγόμενος παρουσίασε στον ενάγοντα, τον εαυτό του ως επενδυτή και δη έχοντα την εκ του νόμου ικανότητα επένδυσης κεφαλαίων, ότι έχει ένα πολύ μεγάλο κύκλο πετυχημένων επενδύσεων, ότι είναι γνώστης των ασφαλών επενδύσεων με μεγάλες αποδόσεις, διαβεβαίωσε ότι έχει τη δυνατότητα, λόγω των εξειδικευμένων γνώσεών του να επενδύσει το χρηματικό κεφάλαιο του ενάγοντα σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και πλατφόρμες του εξωτερικού ώστε να αυξηθούν τα κέρδη του. Πράγματι, ο ενάγων πείστηκε στις διαβεβαιώσεις του και του παρέδωσε το ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ποσό των 210.000 ευρώ με την εντολή να τα επενδύσει επωφελώς και να του επιστρέφει στη συνέχεια, τα κέρδη από την επένδυση αυτή και επιπλέον του ανέθεσε τη διαχείριση μετοχών του σε μερίδα Εθνικής Π&Κ Χρηματιστηριακής ΑΕΠΕΥ της Εθνικής αξίας 34.000 ευρώ, η οποία αποτελούνταν από 1900 μετοχές της Coca Cola 3Ε. Ωστόσο, οι ανωτέρω παραστάσεις ήταν ψευδείς, καθώς ο ενάγων δεν είχε εξειδικευμένες γνώσεις να επενδύσει το κεφάλαιο σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και πλατφόρμες του εξωτερικού, δεν είχε την ικανότητα να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε χρηματοπιστωτικά μέσα όπως προβλέπεται από το άρθρο 5 του ν. 3606/2007 και μη έχοντας νόμιμο γραφείο δεν είχε και την ικανότητα να κατέχει χρήματα επενδυτών ελλείψει σχετικής άδειας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα αποδεικνύονται ιδίως από την από (…) ανακοίνωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προς το επενδυτικό κοινό, σύμφωνα με την οποία «ο …… δεν δύναται να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως αυτά προβλέπονται στο άρθρο 5 του ν. 3606/2007 καθώς και να κατέχει χρήματα επενδυτών». Μάλιστα δε προς ενίσχυση της πλάνης του ενάγοντος, ο εναγόμενος στις συναντήσεις τους, του παρουσίασε διθυραμβικά άρθρα του τύπου προς το πρόσωπο του και άρθρα συνταχθέντα από τον ίδιο, ώστε να συναχθεί από τον ενάγοντα συμπερασματικά η πετυχημένη πορεία του στο χώρο, πετυχαίνοντας έτσι να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε ο εναγόμενος στο πλαίσιο του ίδιου παραπλανητικού σχεδίου επικαλούμενος ότι αδυνατούσε να εκδώσει απόδειξη για την καταβολή του ανωτέρω ποσού, λόγω έλλειψης αδειοδότησης της υπό σύσταση επενδυτικής εταιρείας, πρότεινε στον ενάγοντα να καταρτίσουν εικονική σύμβαση δανείου. Ο ενάγων όπως αποδείχτηκε προκειμένου να έχει στη διάθεσή του κάποιο έγγραφο που να αποτυπώνει το ύψος του ποσού που παρέδωσε και τις μετοχές αξίας 34.000 ευρώ και έχοντας ήδη πειστεί για την επαγγελματική του πίστη αποδέχτηκε τη πρόταση και την 2-7-2014 κατήρτισαν σύμβαση δανείου ποσού 220.000 ευρώ διάρκειας ενός έτους. Βάσει της συμφωνίας των συμβαλλομένων κατά το χρόνο της καταρτίσεως της σύμβασης η ανωτέρω σύμβαση ήταν εικονική μη παράγουσα έννομες συνέπειες, καθώς τα μέρη ήθελαν να ισχύσει η σύμβαση εντολής που καλύπτεται κάτω από την εικονική σύμβαση, η οποία είναι έγκυρη, συντρεχόντων των όρων που απαιτούνται για την σύστασή της (ΑΠ 291/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δυνάμει της οποίας ο εναγόμενος ως αποδείχθηκε από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, ανέλαβε την υποχρέωση να επενδύσει επωφελώς το κεφάλαιο του ενάγοντα και να του καταβάλει τα κέρδη από την επένδυση και να διαχειριστεί επωφελώς το χαρτοφυλάκιο του. Εξάλλου, υπέρ της ανωτέρω κρίσης συνηγορεί το γεγονός ότι ο εναγόμενος κατείχε τους κωδικούς πρόσβασης του ενάγοντα σε επενδυτικό λογαριασμό πλατφόρμας συναλλαγών, τον αριθμό πιστωτικής χρεωστικής του κάρτας, την ημερομηνία λήξης της κάρτας και τον τριψήφιο κωδικό ασφαλείας αυτής, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτοκόλλου (…) έγγραφο που απεστάλη προς τον ενάγοντα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ήτοι αυστηρά προσωπικά δεδομένα, των οποίων η κατοχή δεν δικαιολογείται σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας στο πλαίσιο της σύμβασης δανείου. Εξετέρου, δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο ότι υπήρχε η οιαδήποτε φιλική σχέση εδραζόμενη στη πολύχρονη εμπιστοσύνη που να δικαιολογεί το δανεισμό ενός τόσο μεγάλου ποσού και την ανάθεση διαχείρισης ενός σημαντικού χαρτοφυλακίου αξίας 34.000 ευρώ, γεγονός που αντιστρατεύεται τη κοινή λογική, ενώ σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας εάν αντικείμενο δανείου ήταν το ποσό των 110.000 ευρώ δεν θα αναγράφονταν στη σύμβαση, σαφώς σε βάρος των συμφερόντων του εναγόμενου, το ποσό των 244.000 ευρώ. Περί του αντιθέτου κρίση για την εγκυρότητα της σύμβασης δανείου ποσού 110.000 ευρώ, όπως διατείνεται ο εναγόμενος, δεν μπορεί να αντληθεί εκ της κατάθεσης του μάρτυρα, (…) καθώς αφενός μεν δεν καταρρίπτει τα ως άνω λογικά κενά, αφετέρου δεν είναι πειστική, καθώς όσα εισφέρονται με την κατάθεση του, πέραν της παρουσίας του σε μία τυχαία συνάντηση με τον ενάγοντα, δεν είναι εξ ιδίας αντίληψης. Όπως αποδείχθηκε από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα ένα έτος περίπου μετά τη μεταξύ τους σύμβαση εντολής, ενόψει του ότι ο εναγόμενος δεν είχε εκδώσει απόδειξη επένδυσης και δεν είχε αποδώσει κέρδη, ο ενάγων ζήτησε από τον εναγόμενο την επιστροφή του ανωτέρω κεφαλαίου, ο δε εναγόμενος προφασιζόμενος προσωρινή αδυναμία και για να κάμψει τυχόν υποψίες του, του κατέβαλε το ποσό των 14.000 ευρώ και του πρότεινε ενόψει της λήξης της σύμβασης δανείου να καταρτίσουν νέα εικονική δανειακή σύμβαση ποσού 224.000 ευρώ διάρκειας 12 μηνών, η οποία πράγματι καταρτίστηκε την …-…-2015, ενώ η κρυπτόμενη και ισχυρή βάσει της θέλησής τους ήταν η σύμβαση της εντολής που έφερε όλα τα στοιχεία της σύστασης της. Επιπλέον δε, όπως συνομολογείται ο ενάγων ζήτησε από τον εναγόμενο και ανέλαβε εκ νέου τη διαχείριση των μετοχών του η αξία των οποίων (34.000 ευρώ) δεν είχε απομειωθεί και ήδη είχε συνυπολογιστεί στο ποσό των 244.000 ευρώ. Όπως αποδείχθηκε, από το Νοέμβριο του 2015 έως το έτος 2017, κατόπιν επανειλημμένων οχλήσεων ο εναγόμενος του αναμεταβίβασε συνολικά το ποσό των 30.500 ευρώ διαμέσου δικού του λογαριασμού και διαμέσου λογαριασμού τρίτων προσώπων, σταδιακά δίχως να αποδεικνύεται από τον εναγόμενο φέροντα το σχετικό βάρος απόδειξης (ΕφΠειρ 3/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) η ένσταση μερικής εξόφλησης επιπλέον του ανωτέρω ποσού κατά 17.000 ευρώ. Μάλιστα, όπως αποδείχθηκε στο λογαριασμό του ενάγοντος κατατέθηκε ποσό 2.000 ευρώ από καταθέτρια με στοιχεία (…), η οποία όπως αποδείχθηκε κατέθεσε την με ΑΒΜ (…) μήνυση σε βάρος του εναγόμενου ως αυτουργού των σε βάρος της αξιόποινων πράξεων της κακουργηματικής απάτης, σύστασης εγκληματικής οργάνωσης και νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα αλλά και σε βάρος του ενάγοντα ως άμεσου σύνεργού του εναγομένου καθώς σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα σε αυτή, και η εγκαλούσα κατήρτισε με τον εδώ εναγόμενο σύμβαση εντολής επένδυσης και εικονική σύμβαση δανείου και κατόπιν υπόδειξης του ενάγοντος κατέθετε ποσά σε λογαριασμούς συνεργατών του μεταξύ των οποίων φέρεται να υποδείχθηκε και ο ενάγων, δρώντας ουσιαστικά με το ίδιο modus operandi. Κατόπιν των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι, ο εναγόμενος με σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους προέβη στις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις δια των οποίων ο εναγόμενος πείστηκε και αιτιωδώς προέβη στην περιουσιακή διάθεση ποσού, το οποίο δεν επενδύθηκε έχοντας ειλημμένη την απόφαση του κατά την κατάρτιση της σύμβασης εντολής να μην την εκτελέσει, περαιτέρω δε το ιδιοποιήθηκε παράνομα κατά το ως άνω μέρος από τότε που περιήλθε στην κατοχή του και δεν το απέδωσε στον ενάγοντα παρά τις συνεχείς οχλήσεις του ενσωματώνοντας το στην περιουσία του αυξάνοντας την ανάλογα, απορριπτομένης της ένστασης παραγραφής ως ουσία αβάσιμη, καθώς ο ενάγων απέκτησε θετική γνώση περί της κακουργηματικού χαρακτήρα αξιόποινης πράξης της απάτης, κατ’ άρθρο 386 ΠΚ και της πράξης της υπεξαίρεσης από εντολοδόχο κατ’ άρθρο 375 παρ.1ΠΚ, της ζημίας, του υποχρέου και της οριστικής ενσωμάτωσης του κεφαλαίου στην περιουσία του εναγόμενου, δια της από (…) 2017 ανακοίνωσης της επιτροπής κεφαλαιαγοράς με την οποία πληροφορήθηκε για πρώτη φορά θετικά ότι ο ενάγων δεν είχε ικανότητα να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε χρηματοπιστωτικά μέσα, μη συμπληρούμενης ως εκ τούτου της παραγραφής του άρθρου 937ΑΚ. Εξετέρου, όπως αποδείχθηκε για την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου ο παθών ενάγων υπέβαλε εναντίον του την με ΑΒΜ (…) μήνυση για τις αξιόποινες πράξεις της υπεξαίρεσης, απάτης κακουργηματικού χαρακτήρα και για τη αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, για τις οποίες δεν προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας η άσκηση της ποινικής δίωξης. Περαιτέρω, από την προπεριγραφείσα αδικοπρακτική, και προσβλητική της προσωπικότητάς του συμπεριφορά του εναγομένου, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση, αφού σημειωθεί ότι πλέον μετά την ισχύ του νέου ποινικού κώδικα η παράσταση προς υποστήριξη κατηγορίας στα ποινικά δικαστήρια έχει αποσυνδεθεί από την επιδίκαση ηθικής βλάβης με συνέπεια να αποβαίνει προεχόντως αλυσιτελής ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου περί απαραδέκτου του αιτήματος λόγω μη προηγούμενης επιφύλαξης από μέρους του ενάγοντος. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης που υπέστη ο ενάγων, την ταλαιπωρία και που δοκίμασε, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, το πταίσμα του υπαιτίου, την οικονομική κατάσταση των διαδίκων και την κοινωνική κατάσταση του ενάγοντος, προσδιορίζει το ύψος της χρηματικής του ικανοποίησης στο ποσό των 10.000 ευρώ, ποσό εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 1/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν των ανωτέρω η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη και να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από …-…-2015 εικονικής σύμβασης δανείου, όπως αυτή αντικατέστησε την από …-…-2014 εικονική σύμβαση δανείου με ισχυρή δικαιοπραξία τη καλυπτόμενη σύμβαση εντολής επένδυσης και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 179.500 ευρώ για τη θετική ζημία που υπέστη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του να καταβάλει στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη το ποσό των 10.000 ευρώ, αμφότερα τα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι τη πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω, η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή κατά το καταψηφιστικό της μέρος κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν εν μέρει σε βάρος του εναγομένου λόγω της μερικής ήττας του κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (αρ. 176,178ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της από …-…-2015 σύμβασης δανείου ως εικονική, όπως αυτή αντικατέστησε την από …-…-2014 εικονική σύμβαση δανείου και ως καλυπτόμενη από αυτήν την σύμβαση εντολής επένδυσης.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εκατόν εβδομήντα εννέα χιλιάδων πεντακοσίων (179.500) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι τη πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά το ποσό των (10.000) δέκα χιλιάδων ευρώ.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 24 Ιανουαρίου 2022
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ