ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης 2641/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 16°

 

Συγκροτούμενο από τη Δικαστή Λουκία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου και από το Γραμματέα Μιχαήλ Αλεξάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 10 Νοεμβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος (….), κατοίκου (…..) Αττικής, επί της οδού (…..)  αρ. (…..) με ΑΦΜ (…..), ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του (…..) για λογαριασμό της δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία «……………….» δυνάμει δήλωσης του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ.

Των εφεσιβλήτων: 1) (…..) του (…..) και της (…..) κατοίκου (…..) Αττικής, οδός (…..) αρ. (…..), θέση (…..), με ΑΦΜ (…..), ΔΟΥ   (…..) 2) (…..) του (…..) και της (…..) κατοίκου (…..) Αττικής, οδός (…..) αρ. (…..), θέση (…..), με ΑΦΜ (…..), ΔΟΥ (…..) 3) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….» και το διακριτικό τίτλο «…………………………………» που εδρεύει στο (…..) οδός (…..) αρ. (…..) θέση (…..) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ (…..) ΔΟΥ (…..), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Γαλάνη δυνάμει δήλωσης του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών – ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 20.12.2018 υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης ….. / …… / 27.12.2018 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2060/2021 απόφαση τακτικής διαδικασίας του Δικαστηρίου εκείνου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε.

Την απόφαση αυτή εκκαλεί ο ενάγων με την από 31.3.2021 έφεσή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου. ……/……/31.3.2021 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί με την υπ’ αριθ. …. /.…/2021 πράξη της Γραμματέως του παρόντος Δικαστηρίου για την παραπάνω αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν και προκατέθεσαν προτάσεις κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2060/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε την 31.3.2021 νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513 § 1 περ. β, 516 § 1, 517 ΚΠολΔ, εντός της προθεσμίας του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ των δύο ετών από τη δημοσίευση της απόφασης καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε και προκύπτει επίδοση της απόφασης. Δεδομένου ότι για το παραδεκτό της άσκησής της έχει κατατεθεί το παράβολο των € 100 που προβλέπεται στο άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, (βλ. υπ’ αρ. ……………. e-παράβολο και την από 31.3.2021 βεβαίωση της ……………………. ΑΕ για την ηλεκτρονική πληρωμή του), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 914, 928 εδ. β’, 929 εδ. β’, 297 και 298 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, αξίωση για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση (λόγω ηθικής βλάβης) έχει μόνον ο ζημιωθείς αμέσως από την πράξη, όχι δε και ο εμμέσως ζημιωθείς τρίτος (ΟλΑΠ 18/2004), εκτός αν η συμπεριφορά του αδικοπρακτούντος, αυτοτελώς θεωρούμενη, συνιστά και ως προς τον τρίτο είτε αδικοπραξία, είτε αυτοτελή λόγο υποχρεώσεως για αποζημίωση (ΑΠ 461/1991). Συνεπώς, αν κάποιος προβεί σε αδικοπραξία σε βάρος ανώνυμης εταιρείας, η τελευταία και όχι οι μέτοχοι αυτής έχουν έναντι του προσώπου αυτού αξίωση αποζημίωσης (ΕφΑΘ 924/1998, ΕλλΔνη 40 (1999) σελ. 406, 407).

Συναφώς προς τα παραπάνω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 18, 22α, 22β του Ν 2190/1920, 31, 32 ΕμπΝ, 68, 714, 297 298 ΑΚ προκύπτει, ότι τα μέλη διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας ευθύνονται έναντι του νομικού αυτού προσώπου, για τη ζημία που από πταίσμα τους προξένησαν στην εταιρεία, η ευθύνη τους δε αυτή υφίσταται και κατά τα άρθρα 914, 919 ΑΚ, όταν η ζημιογόνος πράξη τους, στρεφόμενη κατά της εταιρείας, αποτελεί και αδικοπραξία με την έννοια των διατάξεων των εν λόγω άρθρων. Στην περίπτωση αυτή, όταν δηλαδή η ζημιογόνος πράξη που αποτελεί και αδικοπραξία στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρείας, την αξίωση προς αποζημίωση έχει το αμέσως ζημιωθέν νομικό τούτο πρόσωπο της εταιρείας, νομιμοποιούμενο να εγείρει την οικεία αγωγή κατά των μελών της διοικήσεως, κατά τους όρους του άρθρου 22β του Ν 2190/1920. Οι κατ’ ιδίαν μέτοχοι της ανώνυμης εταιρείας, τυχόν υφιστάμενοι έμμεση ζημία, που μπορεί να συνίσταται στην πτώση της χρηματιστηριακής αξίας των μετοχών ή τη μείωση της εσωτερικής αξίας τους ή τη διανομή μικρότερου μερίσματος, δεν έχουν και αυτοί παράλληλα αξίωση αποζημιώσεως για τη ζημία τους αυτή, διότι δεν είναι οι αμέσως από την αδικοπραξία ζημιωθέντες. Όμως, κατά λογική ακολουθία των προεκτιθεμένων, έχουν και οι μέτοχοι αυτοτελή αξίωση αποζημιώσεως κατά των μελών της διοικήσεως της εταιρείας, όταν η ζημιογόνος πράξη των τελευταίων, αυτοτελώς θεωρούμενη, συνιστά συγχρόνως και παράνομη επέμβαση στην υπόσταση του μετοχικού δικαιώματος, συνιστά δηλαδή και ως προς τους μετόχους αδικοπραξία, από την οποία απορρέει άμεση και αυτοτελής υποχρέωση προς αποζημίωση (ΑΠ 1214/2021, ΑΠ 413/2020, ΤΝΠ Νόμος).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που τίκτει υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπον αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 10/1991). Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή ευχέρειας) συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής (ΟλΑΠ 398/1975). Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία. Περίπτωση που εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, είναι και εκείνη κατά την οποία κάποιος, με πρόθεση και κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, ματαιώνει την ελπίδα ή την πιθανότητα άλλου για την απόκτηση δικαιώματος ή κάποιου αγαθού. Τέλος, δικαιούχος της αποζημιώσεως δεν είναι ο οποιοσδήποτε που ζημιώθηκε από την “από πρόθεση” ανήθικη συμπεριφορά του δράστη, αλλά μόνο εκείνος, έναντι ακριβώς του (ή και του) οποίου η συμπεριφορά του ζημιώσαντος αντίκειται στα χρηστά ήθη, ο οποίος έτσι είναι και ο αμέσως ζημιωθείς. Επομένως και οι μέτοχοι ανώνυμης εταιρείας μπορούν να στραφούν, υπό τις προϋποθέσεις της προαναφερόμενης διατάξεως, κατά των οργάνων της εταιρείας, όταν δηλαδή η συμπεριφορά των τελευταίων, έναντι ακριβώς αυτών, αντίκειται στα χρηστά ήθη. Με όλα τα παραπάνω δεδομένα, προδήλως ενεργούν εναντίον των χρηστών ηθών και οι μέτοχοι ανώνυμης εταιρείας, που έχουν την πλειοψηφία στο διοικητικό συμβούλιο και στη γενική συνέλευσή της, οι οποίοι, με την πρόθεση να αποκομίσουν μόνον οι ίδιοι τα κέρδη από την αναμενόμενη με βεβαιότητα μεγάλη αύξηση της αξίας των περιουσιακών της στοιχείων και να στερήσουν από τα κέρδη αυτά άλλο μέτοχο της εταιρείας, με μεθοδευμένες και νομιμοφανείς ενέργειες, μεταβιβάζουν τα περιουσιακά αυτά στοιχεία της εταιρείας τους σε άλλη ανώνυμη εταιρεία, που οι ίδιοι για το σκοπό αυτό συνιστούν και στην οποία μόνο αυτοί πλέον συμμετέχουν, αποκλείοντας έτσι από τη νέα εταιρεία τον άλλο μέτοχο (ΑΠ 1214/2021).

Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης (….) /  (….) / 2018 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκε ότι είναι κύριος (….) ονομαστικών μετοχών της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………………………..» και το διακριτικό τίτλο «……………………..» που αντιστοιχούν σε ποσοστό  (….) % του μετοχικού της κεφαλαίου, που είναι διαιρεμένο σε 627.500 μετοχές. Ότι το βασικό αντικείμενο της εταιρείας ήταν η διανομή των προϊόντων της αλλοδαπής εταιρείας «……………..» στην Ελλάδα. Ότι η τρίτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, της οποίας βασικοί μέτοχοι είναι ο πρώτος και η δεύτερη των εναγόμενων, δραστηριοποιείται στον ίδιο εμπορικό τομέα με την εταιρεία «………………..» και απέκτησε το έτος  (….) τη μετοχική πλειοψηφία αυτής, αγοράζοντας 539.500 ονομαστικές μετοχές. Ότι τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα, έχουν τις ιδιότητες ο μεν πρώτος του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου του Δ.Σ. της «……………..……» ενώ η δεύτερη την ιδιότητα της Αντιπροέδρου του Δ.Σ. της εταιρείας αυτής. Οι διοικητές αυτοί, προκάλεσαν τη διακοπή της συνεργασίας της άνω εταιρείας με την εταιρεία «………………………», αποξενώνοντάς την από τον κλάδο εμπορίας χημικών και εν συνεχεία τη σύναψη πολυετούς συνεργασίας με την τρίτη εναγόμενη με το ίδιο αντικείμενο, την προώθηση των προϊόντων της αλλοδαπής εταιρείας στην Ελλάδα. Ενήργησαν δε με τον τρόπο αυτό, με την πρόθεση να αποξενώσουν την «……………….»      από τον κλάδο εμπορίας χημικών, να αποκομίσουν οι ίδιοι και η τρίτη εναγομένη τα κέρδη από τη συνεργασία με την αλλοδαπή εταιρεία στερώντας από τα κέρδη αυτά τον ενάγοντα, ο οποίος δεν συμμετείχε στην τρίτη εναγόμενη. Ότι εξαιτίας των παράνομων μεθοδεύσεων των εναγόμενων, ο ίδιος υπέστη ζημία συνισταμένη στη μείωση της πραγματικής αξίας των μετοχών του, που οφείλεται στην απώλεια του κλάδου εμπορίας  (….) και ανέρχεται στο ποσό των 145.024 ευρώ και επικουρικά στο ποσό 102.033,38 ευρώ, με βάση τους περιλαμβανόμενους στην αγωγή υπολογισμούς του. Και ζήτησε να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να του καταβάλουν εις ολόκληρο έκαστος το ποσό των 145.024 ευρώ άλλως το ποσό των 102.033,38 ευρώ, καθώς επίσης το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη εκ της αδικοπραξίας, νομιμοτόκως όλα τα ποσά από το χρόνο που έλαβε χώρα η αδικοπραξία, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επικουρικότερα, ζήτησε να διαταχθούν οι εναγόμενοι με προδικαστική απόφαση να επιδείξουν κατά τα άρθρα 450 ΚΠολΔ και 902 ΑΚ τα έγγραφα που μαρτυρούν τη μεταφορά του επίμαχου κλάδου εμπορίας χημικών από την «…………………» στην τρίτη εναγομένη, όπως τιμολόγια από τα έτη 2013 και μετά, αποσπάσματα εμπορικών βιβλίων για τα ίδια έτη και έγγραφα που αποδεικνύουν τη λύση, διάπλαση, μεταβολή ή κατάρτιση συμβατικής σχέσης της «…………………..» και της τρίτης εναγομένης με την πολυεθνική εταιρεία «………………….».

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, κατά μεν της τρίτης εναγομένης, διότι νομιμοποιείται ενεργητικά η εταιρεία «……………….», ως προς δε τους λοιπούς εναγόμενους – μέλη του ΔΣ της τρίτης εναγομένης, διότι στην αγωγή δεν εκτίθεται ότι έλαβε χώρα μεταφορά των περιουσιακών στοιχείων και του κλάδου εμπορίας  (….) της «………………………» προς την τρίτη εναγομένη, ενώ επίσης δεν εκτίθενται οι συνθήκες υπό τις οποίες λύθηκε η συνεργασία με την «………………» και καταρτίστηκε η νέα με την τρίτη εναγομένη. Η κρίση αυτή είναι ορθή όσον αφορά την τρίτη εναγομένη εταιρεία, καθόσον σύμφωνα με όσα αναφέρονται στις παραπάνω νομικές σκέψεις, η θιγόμενη εταιρεία και μόνο, η οποία έχει αυτοτελή νομική προσωπικότητα και όχι οι μέτοχοι έχουν το δικαίωμα να στραφούν κατ’ αυτής (τρίτης εναγόμενης) για την σε βάρος της αδικοπρακτική συμπεριφορά των διοικητών ή προστηθέντων της. Πρέπει επομένως ως προς την εφεσίβλητη αυτή η έφεση ν’ απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας στον ενάγοντα ένεκα της ήττας του, κατ’ άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Όσον αφορά τους λοιπούς εναγόμενους, μέλη του Δ.Σ. της «……………………….», η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, καθόσον με σαφήνεια αναγράφεται στην αγωγή ότι αυτοί μεθόδευσαν τη διακοπή της συνεργασίας της άνω εταιρείας με την εταιρεία «…………….» αποξενώνοντάς την από τον κλάδο εμπορίας χημικών προϊόντων και εν συνεχεία τη σύναψη νέας πολυετούς συνεργασίας με την τρίτη εναγομένη με το ίδιο αντικείμενο και με την πρόθεση να αποκλείσουν τον μέτοχο της μειοψηφίας της «………………….» ενάγοντα από τα κέρδη που επέφερε ο κλάδος αυτός, δεδομένου ότι ο ίδιος δεν συμμετείχε στην τρίτη εναγομένη. Το γεγονός ότι κατά την αγωγή αυτό έγινε απροκάλυπτα χωρίς ενέργειες που να προσδίδουν νομιμοφάνεια στις μεθοδεύσεις αυτές και χωρίς τη μεταβίβαση ή την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, δεν αναιρεί τον αδικοπρακτικό κατά τα ισχυριζόμενα στην αγωγή χαρακτήρα της συμπεριφοράς των εναγομένων. Η αγωγή συνεπώς, είναι ορισμένη και νόμιμη, όσον αφορά τους δύο πρώτους εναγομένους, στηριζόμενη κατά τα ανωτέρω στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 346, 914, 919, 932 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 22 β’ Ν. 2190/1920 ως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 189 Ν. 4548/2018. Κατ’ ακολουθία πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη η έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος ως προς τους εναγόμενους αυτούς, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και να ερευνηθεί η αγωγή περαιτέρω κατ’ ουσία.

Οι εναγόμενοι επικαλούνται και προσκομίζουν ένορκες βεβαιώσεις ως κατωτέρω, τις οποίες γνωστοποίησαν σε διάφορους αποδέκτες, κατά των οποίων σύμφωνα με την κλήση είχαν την πρόθεση να ασκήσουν στο μέλλον αγωγές και εγκλήσεις. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι οι ένορκες βεβαιώσεις αυτές λήφθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 421 επ. ΚΠολΔ αφού αφορούν μελλοντικές αγωγές ή εγκλήσεις και για το λόγο αυτό δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι βάσιμος όσον αφορά τον ενάγοντα, αφού ως προς την δική του αγωγή και σχετικά με τα θέματα προς απόδειξη επί της αγωγής αυτής, οι ένορκες βεβαιώσεις λήφθηκαν νομοτύπως κατ’ άρθρα 421 επ. ΚΠολΔ.

Εξάλλου ο ενάγων ισχυρίζεται ότι δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη τα επικαλεσθέντα και προσκομισθέντα από τους εναγόμενους έγγραφα και ένορκες βεβαιώσεις, λόγω του ότι προσκομίζονται σε απλές ανεπικύρωτες φωτοτυπίες. Και ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, δεδομένου ότι το Δικαστήριο εκτιμά κατ’ άρθρο 340 ΚΠολΔ ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους τους νόμους. Για τον ίδιο λόγο είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος και ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν μπορούν κατ’ άρθρο 454 ΚΠολΔ να ληφθούν υπόψη όσα έγγραφα έχουν γραφεί σε ξένη γλώσσα και προσκομίζονται χωρίς την μετάφρασή τους, αφού και αυτά λαμβάνονται υπ’ όψη ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο πολιτικής δικονομίας, 4η έκδ., 2022, § 85, σ. 655, αρ. 12, ΤΝΠ sakkoulas-online).

Από την εκτίμηση των υπ’ αριθ. (….)/21.3.2019, (….)/21.3.2019, (….)/21.3.2019, (….)/21.3.2019 και  (….)/21.3.2019 ενόρκων βεβαιώσεων των (….) του (….), (….) του (….),

(….) του  (….), (….) του  (….) και  (….)του  (….) αντίστοιχα ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών  (….), τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, που λήφθηκαν νομότυπα μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης να παραστεί κατά τη λήψη τους, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. (….)/13.3.2019 και (….)/13.3.2019 εκθέσεις έκδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά (….) παραστάθηκε δε κατά τη λήψη τους ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγομένων, των υπ’ αριθ. (….) /14.2.2019, (….) /5.4.2019, (….) /5.4.2019, (….) /5.4.2019 και  (….) /5.4.2019 ενόρκων βεβαιώσεων των (….) του (….), (….) του (….), (….) του (….), (….) του (….) και (….) του (….) ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών (….) του (….) που επικαλούνται και προσκομίζουν οι εναγόμενοι, που λήφθηκαν νομότυπα μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντα να παραστεί κατά τη λήψη τους, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. (….)/11.2.2019 και (….)/29.3.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά (….) παραστάθηκε δε κατά τη λήψη της πρώτης εξ αυτών ο ενάγων και των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Ο ενάγων είναι κύριος (….) ονομαστικών μετοχών της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………………..» και το διακριτικό τίτλο «…………………….» που αντιστοιχούν σε ποσοστό (….) % του μετοχικού της κεφαλαίου. Η εταιρεία δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στον κλάδο εμπορίας (….) προϊόντων, σκοπός της δε κατά το καταστατικό της είναι «α) η βιοτεχνική παραγωγή, συσκευασία, εμπορία, εισαγωγή, εξαγωγή, μεταποίηση, ανασυσκευασία, αποθήκευση και διανομή πρώτων υλών καλλυντικών, καλλυντικών γενικά, πρώτων υλών απορρυπαντικών, απορρυπαντικών γενικά, φαρμακευτικών πρώτων υλών, φαρμάκων, αρωμάτων, χρωμάτων και βοηθητικών υφαντουργίας, βυρσοδεψίας και μεταλλουργίας, αγροχημικών, χημικών τροφίμων, πετροχημικών, λιπαντικών ως και λοιπών χημικών και χημικοτεχνικών προϊόντων για λογαριασμό της εταιρείας ή τρίτων και β) η αντιπροσώπευση ημεδαπών και αλλοδαπών βιομηχανικών, βιοτεχνικών και εμπορικών οίκων συναφούς σκοπού». Η τρίτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, της οποίας βασικοί μέτοχοι είναι ο πρώτος και η δεύτερη των εναγόμενων, αγόρασε δυνάμει του από (….) ιδιωτικού συμφωνητικού μεταβίβασης ονομαστικών μετοχών ανώνυμης εταιρείας, από την οικογένεια των μεγαλομετόχων (….), δηλαδή την (….) του (….), τον (….) του (….) και τον (….) του (….), τη μετοχική πλειοψηφία της εταιρείας «…………..…», δηλαδή ποσοστό 80% του συνόλου των μετοχών, που αντιστοιχεί σε 352.000 μετοχές επί συνόλου 440.000 μετοχών, αξίας εκάστης 2,273 ευρώ. Το βασικό αντικείμενο της εταιρείας «……………..» ήταν η διανομή των προϊόντων της αλλοδαπής εταιρείας «………………» στην Ελλάδα. Η συνεργασία αυτή στη συνέχεια διακόπηκε και η αλλοδαπή εταιρεία αναζήτησε νέο συνεργάτη διανομέα. Ο ενάγων κατηγορεί με την αγωγή του για την εξέλιξη αυτή τους εναγόμενους, καθώς και την αλλοδαπή εταιρεία, η οποία δεν κατέβαλε την αποζημίωση εκ του Π.Δ. 219/1991, ενώ οι εναγόμενοι κατηγορούν τον ενάγοντα, προσάπτοντάς του ότι ο ίδιος και ο υιός του (….) επιχείρησαν να μεταφέρουν τις πωλήσεις σε άλλη εταιρεία. Εκείνο το οποίο προκύπτει είναι ότι η αλλοδαπή εταιρεία διατηρούσε γραφείο στην Ελλάδα, στο οποίο εργαζόταν ο ενάγων. Το γραφείο αυτό έκλεισε την 31.1.2014, οπότε και ο ενάγων έπαψε πλέον να εργάζεται για την αλλοδαπή εταιρεία, τα δε θέματα αυτής στην Ελλάδα διαχειριζόταν έκτοτε ο (….). Η εταιρεία «…………..» ενημέρωσε την «…………….» ότι διακόπτει τη συνεργασία μαζί της με επιστολή που απέστειλε την 28.2.2014. Όπως καταθέτει ο υπεύθυνος πωλήσεων της αλλοδαπής εταιρείας (….) στην υπ’ αριθ. 11498/14.2.2019 ένορκη βεβαίωσή του, η εταιρεία «………….» αναζήτησε νέα συνεργασία, με την εταιρεία «…………….» λόγω της οικονομικής κρίσης και της καλής συνεργασίας που είχε σε άλλες χώρες με την εταιρεία «………………», μητρική της «……………….». Στην εταιρεία «……………….» ήδη συνεργαζόταν ο υιός του ενάγοντος, (…), η συνεργασία όμως της αλλοδαπής εταιρείας με την εταιρεία αυτή διακόπηκε μετά από περίπου ένα χρόνο. Συγκεκριμένα, ο υιός του ενάγοντος  (….) αποχώρησε οικειοθελώς από την «………………» την (….) και εργάστηκε στην (….) (θυγατρική της ……….) στην οποία, όπως ο ίδιος καταθέτει με την υπ’ αριθ. …… /21.3.2019 ένορκη βεβαίωσή του, είχε αποφασίσει ο ……….. να αναθέσει τη διανομή των προϊόντων της «……………….». Μάλιστα, ο ίδιος (……………………….) έκανε από (….) έως (….) και παρουσίαση της νέας εταιρείας (….) στα στελέχη της «………………», στην οποία η τελευταία ανέθεσε τη διανομή των προϊόντων της την (….). Η συνεργασία με την εταιρεία αυτή διήρκεσε μέχρι την (….), διότι η (….) δεν τήρησε την συμφωνία της για επένδυση σε αποθήκευση, ποιοτικό έλεγχο και διανομή. Έτσι, μετά τη λήξη της συνεργασίας της με την (….), η αλλοδαπή εταιρεία αποφάσισε να συνεργαστεί για τη διανομή των προϊόντων της με την τρίτη εναγομένη, με την οποία κατάρτισε την από Φεβρουαρίου 2015 συμφωνία μη αποκλειστικής διανομής. Τη συνεργασία της «…………….» με την «…………….» και τη διακοπή της συνεργασίας μεταξύ τους λόγω του ότι η δεύτερη εταιρεία δεν ήταν διατεθειμένη να επενδύσει σε υποδομές επιβεβαιώνει και η άλλη μάρτυρας του ενάγοντος (….), με την ένορκη βεβαίωσή της, η οποία εργαζόταν στην «……………..» μέχρι το τέλος Ιανουαρίου (….). Επομένως, από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η σύμβαση, την οποία υπέγραψε για λογαριασμό της τρίτης εναγομένης ο πρώτος εναγόμενος, καταρτίστηκε μετά την απόφαση της αλλοδαπής εταιρείας να αναθέσει τη διανομή των προϊόντων της στην τρίτη εναγομένη, αφού προηγουμένως την είχε αναθέσει σε άλλη εταιρεία, στην οποία ήδη συμμετείχε ο υιός του ενάγοντος και ενώ είχε λάβει την απόφαση να σταματήσει τη συνεργασία με την «……………..». Επομένως, δεν αποδεικνύεται βάσιμος ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι οι εναγόμενοι διέκοψαν τη συνεργασία της άνω εταιρείας με την (….) με σκοπό να συνάψουν νέα συνεργασία με την τρίτη εταιρεία αποκλείοντας τον ενάγοντα ως μέτοχο της μειοψηφίας από τα κέρδη που θα προέκυπταν από τη συνεργασία αυτή, αφού αποδεικνύεται ότι η αλλοδαπή εταιρεία, ήταν αυτή που διέκοψε τη συνεργασία με την «………….», όχι μάλιστα για να συνεργαστεί με την τρίτη εναγομένη, αλλά με άλλη εταιρεία, την (….), την οποία ο υιός του ενάγοντα τους είχε παρουσιάσει περί τα τέλη Ιανουαρίου (….). Μάλιστα είχε ήδη διακόψει τη συνεργασία της με τον ενάγοντα, ο οποίος από τον Ιανουάριο του (….) είχε πάψει να εργάζεται γι’ αυτήν. Χαρακτηριστικό μάλιστα που υποδηλώνει τη μη διάθεση της αλλοδαπής εταιρείας να συνεργαστεί μαζί του, είναι ότι στον όρο 2.6. της συμφωνίας μη αποκλειστικής συνεργασίας, η διανομέας τρίτη εναγόμενη εγγυάται ότι ο ενάγων ή άλλα μέλη της οικογένειάς του δεν είναι ή θα γίνουν μέτοχοι αυτής.

Πρέπει πέραν τούτων να σημειωθεί, ότι σκοπός των εναγόμενων δεν υπήρξε η απαξίωση της εταιρείας «………………..» ούτε η απώλεια της πραγματικής αξίας των μετοχών της. Ειδικότερα, σημειώνονται τα εξής: Την (….) η Γ.Σ. της «……………» αποφάσισε αύξηση του Μετοχικού Κεφαλαίου της εταιρείας αυτής κατά ποσό 750.000 ευρώ, με την έκδοση 187.500 μετοχών ονομαστικής αξίας 4 ευρώ εκάστης. Ο ενάγων μέχρι τότε κατείχε 66.000 μετοχές ονομαστικής αξίας 4 ευρώ η κάθε μία επί συνόλου 440.000 μετοχών, δηλαδή το ποσοστό του ανερχόταν σε (….). Μετά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, στην οποία δεν συμμετείχε, κατείχε (….) μετοχές επί συνόλου 627.500 μετοχών, δηλαδή ποσοστό (….). Εν συνεχεία, με την από (….) απόφαση της ΓΣ της εταιρείας, αποφασίστηκε μείωση του μετοχικού κεφαλαίου για την κεφαλαιοποίηση ζημιών και συγκεκριμένα μειώθηκε η ονομαστική αξία κάθε μετοχής από τέσσερα σε τρία ευρώ. Έτσι, συμψηφίστηκαν συσσωρευμένες ζημιές προηγούμενων χρήσεων (….) ευρώ με ταυτόχρονη μείωση της ονομαστικής αξίας της μετοχής από τέσσερα σε τρία ευρώ. Στις (….) αποφασίστηκε η νέα αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά 1.600.002 ευρώ με έκδοση 533.334 μετοχών ονομαστικής αξίας τριών ευρώ εκάστη. Ο ενάγων μετά την αύξηση αυτή στην οποία ομοίως δεν συμμετείχε, κατέχει ποσοστό (….) του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου. Με τις δύο αυτές αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου, που έγιναν με καταβολή μετρητών, ποσού 2.350.002 ευρώ, αυξήθηκαν τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας και μειώθηκαν οι δανειακές υποχρεώσεις της εταιρείας από (….) ευρώ την (….) σε (….) ευρώ την …….

Οι πωλήσεις το έτος (….) ανήλθαν σε (….) ευρώ, το (….) αυξήθηκαν σε (….) ευρώ και το (….) είχαν περαιτέρω αύξηση και ανήλθαν σε 2.917.634,72 ευρώ, φτάνοντας τα επίπεδα του (βλ. για όλα αυτά την ένορκη βεβαίωση του λογιστή ………. ). Εξάλλου, σύμφωνα με τον ισολογισμό της (….), οπότε ο ενάγων συμμετείχε με (….) στο μετοχικό κεφάλαιο, τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας ανέρχονταν σε (….) ευρώ, ενώ σύμφωνα με τον ισολογισμό της (….), οπότε το ποσοστό του ενάγοντος είχε μειωθεί στο (….), τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας ανέρχονταν σε 2.908.260,73. Σύμφωνα με την από Απριλίου (….) έκθεση ελέγχου (….) της εταιρείας (….) επί των οικονομικών στοιχείων της εταιρείας «…………….», ενόψει της εξαγοράς της τότε από την τρίτη εναγόμενη, η καθαρή θέση της εταιρείας (η οποία ως ήδη αναφέρθηκε στον ισολογισμό της (….) εμφανιζόταν σε 1.310.306,27 ευρώ), μετά από αναπροσαρμογή αυτής, που έλαβε υπόψη της τις μη διενεργηθείσες αποσβέσεις, την αναπόσβεστη αξία εξόδων πολυετούς απόσβεσης, την απαξίωση αποθεμάτων, πρόβλεψη για επισφαλείς απαιτήσεις, πρόβλεψη για αξιόγραφα σε καθυστέρηση, πρόβλεψη για φορολογικούς ελέγχους και αποζημίωση προσωπικού, ανερχόταν σε (….) ευρώ. Μετά από αναπροσαρμογή του τότε ελέγχου στα δεδομένα του έτους         (….), η αξία της συμμετοχής του ενάγοντος στο μετοχικό κεφάλαιο, αυξήθηκε από την αρνητική θέση των (….) ευρώ την (….) σε (….) ευρώ την (….) (βλ. την από Απριλίου (….) έκθεση της εταιρείας (….) και την ένορκη βεβαίωση του ορκωτού λογιστή ………………………..)

Απορριπτέο μετά ταύτα κρίνεται και το επικουρικό αίτημα της αγωγής με το οποίο ο ενάγων ζητούσε να διαταχθεί η επίδειξη εγγράφων σχετικά με τη μεταφορά του κλάδου εμπορίας χημικών προϊόντων στην τρίτη εναγομένη, αφού από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι δεν μεταφέρθηκε ο κλάδος από την «………………..» στην τρίτη εναγομένη μετά από ενέργειες των λοιπών εναγομένων που σκόπευαν να θίξουν το μετοχικό δικαίωμα του ενάγοντος, αλλά η συνεργασία (….) – τρίτης εναγόμενης υπήρξε η κατάληξη της αναζήτησης διανομέα εκ μέρους της αλλοδαπής εταιρείας, αφού προηγουμένως η ίδια τερμάτισε τη συνεργασία της με την «……………………» και συνεργάστηκε με άλλη εταιρεία, στην οποία εργαζόταν ο υιός του ενάγοντος.

Πρέπει συνεπώς η αγωγή ν’ απορριφθεί ως προς τους πρώτο και δεύτερη των εναγόμενων ως ουσία αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων αυτών, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, βαρύνουν τον ενάγοντα ένεκα της ήττας του, κατ’ άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος απ’ αυτόν παράβολου για την άσκηση της κρινόμενης εφέσεώς του (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση ως προς την τρίτη εφεσίβλητη – εναγομένη.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα – ενάγοντα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της τρίτης εφεσίβλητης – εναγομένης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, που ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση ως προς τους λοιπούς εναγόμενους.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 2060/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτικής διαδικασίας).

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει επί της ουσίας την από (….) με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (….) / 2018 αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα — ενάγοντα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του πρώτου και της δεύτερης των εφεσιβλήτων – εναγόμενων, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, που ορίζει στο συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα του παράβολου που κατέβαλε για την άσκηση της έφεσής του.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 30-5-23.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                      Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ