ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

Αριθμός: 1202/2022

ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

Εισάγουμε στο Συμβούλιο σας, κατά τα άρθρα 30, 138 και 308 § 1 του Κ.Π.Δ., τη συνημμένη, με Α.Β.Μ. (…), ποινική ανακριτική δικογραφία που σχηματίσθηκε σε βάρος του (…) του (…) κατοίκου (…) οδός (…) αρ. (…), κατηγορούμενου για 1) απόπειρα ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, 2) βιασμό κατ’ εξακολούθηση, 3) ενδοοικογενειακή επικίνδυνη σωματική βλάβη σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, 4) ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη, 5) εξύβριση και 6) προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας (αρ. 1, 12,14,18, 26 εδ.α’, 27 § 1, 42 § 1, 79, 94 § 1, 98, 299 § 1, 308 § 1 εδ.α’, 309, 312 §§ 1 στοιχ. β’, 2 εδ.α’, 336 § 1, 337 § 1, 361 § 1 του Π.Κ.), φερόμενες ως τελεσθείσες στην  (…) Αττικής, κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του (…) 2021 και εκθέτουμε τα ακόλουθα:

Κατόπιν των από (…) 2021 εγκλήσεων των α) (…) του (…) και β) (…) του (…), (συζύγου και κόρης αντίστοιχα του κατηγορούμενου) διενεργήθηκε αρχικά αυτεπάγγελτη προανάκριση από ανακριτικούς υπαλλήλους του Α.Τ. (…) διαρκούσης της οποίας (την (…) 2021) συνελήφθη ο κατηγορούμενος και στη συνέχεια ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του τελευταίου, ως ανωτέρω, με την από (…) 2021 παραγγελία μας προς τον Ανακριτή Πλημμελειοδικών Αθηνών, προς διενέργεια κύριας ανάκρισης. Η κύρια ανάκριση διενεργήθηκε από την Ανακρίτρια του (…) Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών και περατώθηκε νόμιμα, κατ’ άρθρο 270 § 1 εδ. α’ του Κ.Π.Δ., μετά την απολογία του κατηγορούμενου, κατόπιν της οποίας, επιβλήθηκε στον τελευταίο προσωρινή κράτηση, με το με αριθμό (…) 2021 ένταλμα του ανωτέρω ανακριτή, χρόνος έναρξης της οποίας ορίσθηκε η ημέρα της σύλληψης του, ήτοι η (…) 2021. Στη συνέχεια, κατόπιν της από (…) 2021 σχετικής αίτησης του κατηγορούμενου, εκδόθηκε η με αριθμό (…) 2021 διάταξη, κατ’ άρθρο 291 § 2 του Κ.Π.Δ., της ανωτέρω ανακρίτριας, με την οποία αντικαταστάθηκε η επιβληθείσα στον κατηγορούμενο προσωρινή κράτηση με τους περιοριστικούς όρους: 1) της απαγόρευσης διαμονής του στην οικογενειακή στέγη, επί της οδού (…) αρ. (…) και 2) της απαγόρευσης συναναστροφής με τη σύζυγό του (…) και την ενήλικη κόρη του, (…). Το πέρας της κύριας ανάκρισης γνωστοποιήθηκε στον αντίκλητο και πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορούμενου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 308 § 4 του Κ.Π.Δ., (βλ. την από (…) 2021 έκθεση γνωστοποίηση πέρατος ανάκρισης της ως άνω ανακρίτριας).

Εν συνεχεία και αφού η δικογραφία μας διαβιβάστηκε από την ως άνω ανακρίτρια με το με αρ. πρωτ. (…) 2021 έγγραφο της τελευταίας,, ενόψει του γεγονότος ότι προσκομίστηκαν από τον κατηγορούμενο οι από (…) 2021 υπεύθυνες δηλώσεις των εγκαλουσών (με βεβαιωμένο το γνήσιο υπογραφής αυτών) με τις οποίες οι ανωτέρω δήλωναν ρητά και ανεπιφύλακτα ότι δεν επιθυμούν την ποινική δίωξη του κατηγορούμενου επειδή οι εγκλήσεις τους είναι αβάσιμες, με την από (…) 2022 παραγγελία μας προς την ανωτέρω ανακρίτρια, παραγγείλαμε τη διενέργεια συμπληρωματικής κύριας ανάκρισης, προκειμένου να ληφθούν καταθέσεις των εγκαλουσών οι οποίες να διευκρινίσουν τον όρο «αβάσιμη» σχετικά με καθεμία από τις προαναφερθείσες εγκλήσεις τους, δεδομένου ότι το περιεχόμενο των από (…) 2021 υπεύθυνων δηλώσεών τους είναι εκ διαμέτρου αντίθετο από αυτό των εγκλήσεών τους. Η Ανακρίτρια του (…) Ανακριτικού Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, με το με αρ. πρωτ. (…) 2022 έγγραφό της, μας επέστρεψε τη δικογραφία με την από ανωτέρω παραγγελία μας ανεκτέλεστη, εκφράζοντας τη διαφωνία της στην από (…) 2022 παραγγελία μας, καθώς, κατά την κρίση της, ενόψει του γεγονότος ότι ήδη έχει σχηματισθεί σε βάρος των εγκαλουσών ποινική δικογραφία (εξαχθέντων φωτοαντιγράφων εκ της παρούσας) για το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης (αρ. 229 § 1 του Π.Κ.), η εξέταση των εγκαλουσών θα παραβίαζε το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησής τους.

Ως προς το ζήτημα της εν θέματι διαφωνίας του ανωτέρω ανακριτή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 248 του Κ.Π.Δ., μόλις ο ανακριτής λάβει την παραγγελία του εισαγγελέα, δικαιούται να επαναλάβει τις ανακριτικές πράξεις του εισαγγελέα ή των υπ’ αυτόν ανακριτικών υπαλλήλων μόνο αν θεωρεί ότι αυτό είναι αναγκαίο για τη νομιμότητα τους ή την πληρέστερη διερεύνηση της υπόθεσης και καλεί τον κατηγορούμενο σε απολογία. Στην περίπτωση δε εισαγγελικής παραγγελίας για περαιτέρω κύρια ανάκριση, αν ο ανακριτής δε συμφωνεί με τη διενέργεια συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης, ο τελευταίος δύναται να αρνηθεί να διενεργήσει την ανακριτική πράξη αυτή. Ο δε εισαγγελέας, όταν επιστραφεί σε αυτόν η δικογραφία, έχει τη δυνατότητα να επιμείνει στην παραγγελία του, οπότε εισάγει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο προς άρση της διαφωνίας υπέρ του κατ’ άρθρο 307 περ. α’ του Κ.Π.Δ., άλλως να μην επιμείνει στην παραγγελία του, οπότε δεν δημιουργείται διαφωνία και μπορεί να εισαγάγει την υπόθεση στο Συμβούλιο με πρότασή του επί της ουσίας κατ’ άρθρο 308 § 1 του Κ.Π.Δ. (X. Σεβαστίδη, «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο», Τόμος III, 2015 σελ. 2935,2936, Μ. Μαργαρίτη «Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας», 2008, σελ. 481). Εν προκειμένω, κρίνουμε ορθές τις απόψεις που εξέφρασε η ανωτέρω ανακρίτρια με το με αρ. πρωτ. (…) 2022 έγγραφό της και ως εκ τούτου δεν εμμένουμε στην από (…) 2022 παραγγελία μας και υποβάλλουμε στο Συμβούλιό σας πρόταση επί της ουσίας της υποθέσεως, κατ’ άρθρο 308 § 1 του Κ.Π.Δ..

II) Σύμφωνα με το άρθρο 336 §§ 1,2 του Π.Κ., «1. Όποιος με σωματική βία ή απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας, εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών. 2. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού, απαιτείται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, σε ακούσια συνουσία ή επιχείρηση ή ανοχή ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξη, β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας, η οποία συνίσταται σε φυσική δύναμη, που δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον χωρίς τη θέλησή του σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης (ΑΠ 735/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 491/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1337/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει με καθένα από τους παραπάνω αναφερόμενους τρόπους ή και με τους δύο τρόπους αφού πρόκειται γιαυπαλλακτικώς μικτό έγκλημα. Για την κατάφαση δε του εξαναγκασμού δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη το θύμα να αντιστάθηκε ενεργά, αλλά αρκεί ότι η συνουσία ή ασελγής πράξη τελείται παρά την αντίθετη βούληση του, που εξωτερικεύτηκε και έγινε εμφανής στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και ότι αυτός ασκεί σωματική βία που εξουδετέρωσε τη βούληση του θύματος να αντισταθεί (ΑΠ 930/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 79/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σωματική βία είναι η φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και η οποία επιδρώντας στο σώμα του παθόντα, αναγκάζει αυτόν να υποστεί ακουσίως σαρκική μείξη ή να ανεχθεί ή να επιχειρήσει ασελγή πράξη, ενώ απειλή βίας είναι κάθε απειλή άμεσου και σπουδαίου κινδύνου που στρέφεται κατά του σώματος, της ζωής ή άλλου ουσιώδους δικαιώματος του υφισταμένου την απειλή βίας και που μπορεί να εμποιήσει στον απειλούμενο φόβο περί επικείμενου κινδύνου κατ’ αυτού, έστω και αν αντικειμενικά και υπό άλλες συνθήκες η απειλή αυτή κρίνεται σαν αστήρικτη ή ακόμη και μη δυνάμενη να δημιουργήσει τις καταστάσεις που ο απειλούμενος υπέλαβε κατά τον χρόνο της απειλής, αρκεί, ο απειλούμενος κατά τον χρόνο που υφίσταται την απειλή, να πιστέψει ότι η απειλή αυτή είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί. Δεν απαιτείται η σωματική βία και αντίστοιχα η αντίσταση σε αυτήν να είναι διαρκής, δηλαδή μέχρι την αποπεράτωση της πράξης (ΑΠ 79/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 291/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Γενετήσια πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 336 του Π.Κ είναι η συνουσία, δηλαδή η συνένωση των γεννητικών μορίων ατόμων διαφορετικού φύλου, χωρίς να απαιτείται και εκσπερμάτωση και μάλιστα εντός του κόλπου της γυναίκας, αρκουμένης και της μερικής εισαγωγής του μορίου στον κόλπο (ΑΠ 1337/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και άλλες πράξεις με την ίδια, από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, βαρύτητα, όπως είναι ενδεικτικό, η «παρά φύσιν» συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία, η αιδιολειξία ή η χρήση υποκατάστατων μέσων (βλ.σχετ. Αιτιολογική Έκθεση του Ν 4619/2019, 19° Κεφάλαιο, Εγκλήματα της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής σελ.66 και ΑΠ 930/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ήτοι πράξεις που δεν συνιστούν πάντοτε ή δεν προϋποθέτουν διεισδύσεις. Ως προς υποκειμενική υπόσταση, το έγκλημα του βιασμού διαπράττεται πάντοτε με δόλο (έστω και ενδεχόμενο), ο οποίος συνίσταται στην βούληση του δράστη όπως με σωματική βία ή με απειλή ή και με τις δύο μαζί εξαναγκάζει άλλον σε εξώγαμη συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο άλλος, δεν συναινεί στη συνουσία ή σε ασελγή πράξη (ΑΠ 1337/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 291/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 299 § 1 του Π.Κ. «1. Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. 2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται κάθειρξη». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου με θετική ενέργεια ή και με παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, χωρίς να περιορίζονται από το νόμο ο τρόπος και τα μέσα της θανάτωσης. Αρκεί για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος η διαπίστωση της ύπαρξης αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του υπαιτίου και του θανατηφόρου αποτελέσματος. Ως προς την υποκειμενική υπόσταση ο νόμος απαιτεί δόλο οποιοσδήποτε βαθμού, ακόμα και ενδεχόμενο, που σημαίνει ότι ο δράστης γνωρίζει (έστω και υπό καθεστώς αμφιβολίας) ότι με την πράξη του ή την παράλειψή του θα επέλθει ο θάνατος άλλου και επιδιώκει το αποτέλεσμα αυτό, ή έστω το αποδέχεται (ΑΠ 630/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1851/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τη διατύπωση του προαναφερόμενου άρθρου 299 του Π.Κ. συνάγεται, ότι για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση γίνεται διάκριση του δόλου σε δύο διαβαθμίσεις, ήτοι σε προμελετημένο (της παρ. 1) και απρομελέτητο (της παρ. 2), όταν υπάρχει βρασμός ψυχικής ορμής. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως μολονότι αυτό δεν αναφέρεται ρητώς στη διάταξη, ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται υπό το κράτος ψυχικής υπερδιέγερσης και κατά την λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας, γιατί, αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 299 του Π.Κ. για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη. Για την ύπαρξη του στοιχείου του βρασμού ψυχικής ορμής στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος (οργής θλίψης, φόβου, πάθους κ.λ.π.), αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φτάνει σε τέτοια ψυχική κατάσταση και ένταση, που να αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή τη δυνατότητα της στάθμισης των αιτίων που κινούν στην πράξη ή απωθούν από αυτήν, χωρίς όμως η σχετική διατάραξη της συνείδησης να αναιρεί ή να μειώνει σημαντικά την ικανότητα καταλογισμού της πράξης. Προς τούτο, το δικαστήριο και το δικαστικό συμβούλιο, στην πρώτη περίπτωση, πρέπει να διαλαμβάνει στην αιτιολογία της αποφάσεώς ή του βουλεύματος του αντίστοιχα, ότι ο δράστης ενήργησε ή όχι με ψυχική ηρεμία. Δεδομένου, όμως, ότι στο νόμο δεν ορίζεται ως στοιχείο του δόλου του δράστη η ψυχική του ηρεμία, απαιτείται αυτό να προκύπτει είτε με ρητή έκθεση, είτε με άλλη παρεμφερή φράση, είτε από τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 1409/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 360/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ανθρωποκτόνος δόλος του δράστη γενικώς διαγιγνώσκεται από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, ήτοι τα μέσα της επίθεσης του δράστη και την επικινδυνότητα τους, την κατεύθυνση του πλήγματος και το ευπαθές και καίριο ή μη μέρος του σώματος του θύματος όπου αυτό στόχευε, την εγγύτητα της απόστασης από την οποία εκδηλώθηκε, την πολλαπλότητα και σφοδρότητα των χτυπημάτων, την σοβαρότητα των προκληθεισών κακώσεων, τα ωθήσαντα στην πράξη αίτια, τις τυχόν προηγηθείσες σχετικές απειλές, τις προϋπάρχουσες σχέσεις μεταξύ του δράστη και του θύματος κλπ., πρέπει δε να κατευθύνεται προς την αφαίρεση της ζωής άλλου, έστω και μη προσδιορισμένης ταυτότητος (ΑΠ 608/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1862/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1190/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατά το άρθρο 42 § 1 Π.Κ., «Όποιος, έχοντας αποφασίσει να τελέσει έγκλημα, αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη, τιμωρείται, αν το έγκλημα δεν ολοκληρώθηκε, με μειωμένη ποινή (άρθρο 83)». Από το συνδυασμό της διατάξεως αυτής και εκείνης του άρθρου 299 § 1 του Π.Κ. προκύπτει ότι απόπειρα ανθρωποκτονίας υπάρχει όταν αστός που αποφάσισε να αφαιρέσει ξένη ζωή επιχειρεί, με πρόθεση πραγμάτωσης του σκοπού αυτού, πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως του εν λόγω εγκλήματος. Ως τέτοια δε θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας αυτού (άρθρο 15 του Π.Κ.), η οποία, αν από οποιονδήποτε λόγο δεν ανακοπεί, σε περίπτωση επιτυχούς έκβασής της, οδηγεί στην πραγμάτωση της αντικειμενικής του υπόστασης, επιφέρει δηλαδή τη θανάτωση του παθόντος, καθώς και εκείνη η ενέργεια, η οποία τελεί σε τέτοια συνάφεια ή σε τέτοιο οργανικό σύνδεσμο με την ανωτέρω πράξη (ενέργεια ή παράλειψη), ώστε, κατά τη φυσική αντίληψη των πραγμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα και συστατικό μέρος αυτής, ενόψει του όλου σχεδίου του δράστη (ΑΠ 1409/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 133/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτονόητο όρο για τη θεμελίωση της απόπειρας συνιστά η μη πλήρης πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος υπολειπομένου τουλάχιστον ενός στοιχείου αυτής, ως εν προκειμένω η επιβίωση του θύματος, ενώ πράξεις που περιέχουν αρχή εκτέλεσης ανθρωποκτονίας με τον αντίστοιχο δόλο του πράττοντος έχει κριθεί ότι αποτελούν ο πυροβολισμός, το πλήγμα με μαχαίρι κατά ανθρώπου, η σκόπευση του θύματος (ΑΠ 192/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1025/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 881/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν ο έχων ανθρωποκτόνο δόλο τέλεσε μόνο σωματική βλάβη ή αστόχησε τελείως, κρίνεται σύμφωνα με την αποφασισθείσα από αυτόν πράξη της απόπειρας ανθρωποκτονίας και όχι από το αποτέλεσμα, οι δε διατάξεις για τις σωματικές βλάβες από πρόθεση συρρέουν φαινομενικά κατ’ ιδέα με τη διάταξη για την απόπειρα ανθρωποκτονίας η οποία και τις απορροφά (ΑΠ 779/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1536/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του Ν. 3500/2006 «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις», «…θεωρείται: 1. ενδοοικογενειακή βία η τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299 και 311 του Π.Κ.. 2. α. οικογένεια η κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους… 3. θύμα ενδοοικογενειακής βίας θεωρείται κάθε πρόσωπο της προηγούμενης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος..” Κατά το άρθρο 6 §§ 1,2 του ως άνω νόμου, « Το μέλος της οικογένειας το οποίο προξενεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδαφίου α’ της παρ. 1 του άρθρου 308 του Ποινικού Κώδικα, ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρό κάκωση ή βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδαφίου β’ της παραπάνω διάταξης, τιμωρείται με φυλάκιση, τουλάχιστον, ενός έτους 2. Αν η πράξη της πρώτης παραγράφου είναι δυνατόν να προκαλέσει στο θύμα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση, τουλάχιστον, δύο ετών». Κατά δε το άρθρο 312 §§ 1 περ. α’ και β’, 2 εδ.α’ του Π.Κ. « Όποιος προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας σε ανήλικο ή σε πρόσωπο που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, εφόσον τα πρόσωπα αυτό βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του δράστη βάσει νόμου, δικαστικής απόφασης ή πραγματικής κατάστασης, συνοικούν με τον δράστη ή έχουν μαζί του σχέση εργασίας ή υπηρεσίας, τιμωρείται: α) για την πράξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδάφιο α’, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, β) για την πράξη του άρθρου 309, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών… 2. Οι ίδιες ποινές επιβάλλονται όταν η πράξη τελείται σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης..». Τόσο με τον ως άνω Ν. 3500/2006, ο οποίος συνεχίζει να ισχύει και μετά την θέσπιση των διατάξεων του άρθρου 312 του νέου Π.Κ., που τυποποιεί τη σωματική βλάβη αδυνάμων ατόμων, όσο και με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου (312 § 2 νέου Π.Κ.), εφαρμοστέου εφεξής ως ειδικού, λόγω του ότι αφορά στα περιοριστικά αναφερόμενα πρόσωπα (σύζυγο και σύντροφο), ποινικοποιείται η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη, υπό την έννοια της πρόκλησης από μέλος της οικογένειας σε άλλο μέλος σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας χωρίς μάλιστα να θεωρείται πλέον αναγκαία η διαπίστωση συνεχούς σκληρής συμπεριφοράς. Η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη διακρίνεται από την απλή σωματική βλάβη του άρθρου 308 του Π.Κ., ως προς το στοιχείο της τέλεσης εντός του οικογενειακού πλαισίου και για το λόγο αυτό τιμωρείται αυστηρότερα. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις (άρθρ. 6 του Ν.3500/2006 και 312 του νέου ΠΚ), αντιμετωπίζονται οι μορφές ενδοοικογενειακών σωματικών κακώσεων και προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα ιδιωνύμου εγκλήματος σωματικών ενδοοικογενειακών κακώσεων, όταν δράστες και παθόντες είναι μέλη της ίδιας οικογένειας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1 § 2 του ως άνω νόμου, αλλά και στο άρθρο 312 § 2 πλέον ειδικού, αφού αφορά στο σύζυγο κατά τη διάρκεια του γάμου ή στο σύντροφο κατά τη διάρκεια της συμβίωσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 308 § 1 εδ.α’ του Π.Κ., «Όποιος προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή»., ενώ κατά το άρθρο 309 του Π.Κ. «Αν η πράξη του προηγούμενου άρθρου τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία (3) έτη». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι το αδίκημα της σωματικής βλάβης, που θεσμοθετείται για να προστατευθεί η σωματική ακεραιότητα του ανθρώπου, είναι υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα, η αντικειμενική υπόσταση του οποίου περιλαμβάνει όχι μόνο ορισμένη ενέργεια αλλά και ορισμένο αποτέλεσμα, που συνίσταται, είτε στην πρόκληση σωματικής κάκωσης, είτε στην πρόκληση βλάβης της υγείας του παθόντος και που διαβαθμίζεται, αναλόγως της σπουδαιότητας αυτής σε απλή και σε εντελώς ελαφρά, η οποία, χωρίς να είναι επουσιώδης έχει επιπόλαιες συνέπειες. Επομένως για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω ιδιώνυμου εγκλήματος της ενδοοικογενειακής βίας της απλής σωματικής βλάβης απαιτείται πέραν της πρόκλησης σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας από ένα μέλος της οικογένειας σε άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας και δόλος του δράστη κατευθυνόμενος στην παραγωγή αυτών των αποτελεσμάτων. Η σωματική κάκωση μπορεί να είναι ταυτόχρονα και βλάβη της υγείας χωρίς να είναι τούτο απαραίτητο. Αλλά και η βλάβη της υγείας μπορεί να επέλθει και χωρίς σωματική κάκωση. Σωματική κάκωση είναι κάθε εξωτερική επενέργεια επί του σώματος, όπως τραύματα, εκδορές, οιδήματα, παραμορφώσεις κλπ, ενώ βλάβη της υγείας κάθε διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών, η κάκωση δε μπορεί να είναι συγχρόνως και βλάβη της υγείας αλλά η βλάβη της υγείας μπορεί να επέλθει και χωρίς κάκωση, καθώς επίσης μπορεί να επέλθει η καθεμία χωριστά ή να είναι η μία συνέπεια της άλλης και δεν δημιουργείται αντίφαση από τη σωρευτική παραδοχή σωματικής κάκωσης και βλάβης της υγείας. (ΑΠ 586/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, απαιτούμενα στοιχεία για την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της επικίνδυνης σωματικής βλάβης είναι: α) σωματική βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 308 του Π.Κ. και β) η πράξη να τελέσθηκε κατά τρόπο που να μπορεί να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο της ζωής του ή βαριά σωματική βλάβη, όπως ενδεικτικά αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 310 § 2 του Π.Κ. (ΑΠ 812/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης απαιτείται δόλος, δηλαδή γνώση της αφηρημένης δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση του υπαιτίου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας (ΑΠ 284/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 337 § 1 του Π.Κ. «Όποιος με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις με γενετήσιες πράξεις που τελούνται ενώπιον άλλου ή με επίδειξη των γεννητικών του οργάνων, προσβάλλει βάναυσα την τιμή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή. Γα την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση, εκτός ον ο παθών είναι ανήλικος». Το προβλεπόμενο στην ανωτέρω διάταξη έγκλημα, που σκοπό έχει την προστασία του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας και αξιοπρέπειας είναι υπαλλακτικά μικτό, αφού οι προβλεπόμενοι τρόποι τέλεσης μπορούν να εναλλαχθούν στην ίδια μονάδα εννόμου αγαθού και, σε περίπτωση συνδρομής αμφοτέρων, ένα μόνο έγκλημα πραγματώνεται. Από τη διάταξη δε αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας αρκεί να λάβουν χώρα χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα ή προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις ή γενετήσιες πράξεις που τελούνται ενώπιον άλλου ή επίδειξη των γεννητικών οργάνων του δράστη, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο της αξιοπρέπειας του άλλου στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε ό,τι αφορά στην έννοια των γενετήσιων πράξεων ισχύουν όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, κατά την ανάλυση του άρθρου 336 του Π.Κ., ως χειρονομίες «γενετήσιου χαρακτήρα» νοούνται πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες όμως προσβάλλουν την γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος, όταν δεν εξικνούνται σε γενετήσια πράξη, ενώ οι «προτάσεις» πρέπει να αφορούν στην τέλεση γενετήσιων πράξεων και μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του ως άνω εγκλήματος απαιτείται δόλος, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των στοιχείων της πράξεως (ΑΠ 930/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Τέλος, κατά το άρθρο 361 § 1 του Π.Κ. « Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως έξι μήνες ή χρηματική ποινή».

III) Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τις υπό κρίση εγκλήσεις, ο κατηγορούμενος, κατά την τελευταία πενταετία χειροδικεί σχεδόν σε καθημερινή βάση σε βάρος της συζύγου του, (…), μετά από μεταξύ τους διαπληκτισμούς, την σέρνει στο πάτωμα από τα χέρια και την εξαναγκάζει σε κατ’ επανάληψη παρά φύση ασέλγεια, κάμπτοντας την αντίστασή της με την υπέρτερη σωματική του δύναμη, με τελευταίο περιστατικό εντός της εβδομάδας μεταξύ (…) 2021 και (…) 2021, την (…) 2021 της τράβηξε τα μαλλιά, προσπάθησε να της βγάλει τα μάτια με τα δάχτυλα του, την έσυρε από τα χέρια με αποτέλεσμα να της προξενήσει μώλωπες και προσπάθησε να την πνίξει πιάνοντας την από τον λαιμό και σφίγγοντας την τόσο δυνατά, ώστε να μην είναι σε θέση μπορεί αυτή να εισπνεύσει, ενώ εκείνη τη στιγμή παρενέβη η κόρη του κατηγορούμενου, (…) και έτσι ο κατηγορούμενος άφησε τη σύζυγό του από τα χέρια του. Επίσης, σύμφωνα με τις υπό κρίση εγκλήσεις, πριν το τελευταίο αυτό περιστατικό, ο κατηγορούμενος κλώτσησε την σύζυγό του στα γεννητικά της όργανα, της πετούσε αντικείμενα, και από την ένταση των καυγάδων αυτή υπέστη νεύρωση στομάχου προκαλώντας της εμέτους. Οι εγκαλούσες ισχυρίζονται περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος είναι ψυχασθενής έχει παρανοϊκή ετοιμότητα ολόκληρη την ημέρα και έχει διαγνωσθεί με διατάραξη προσωπικότητας και πολλά ψυχολογικά σύνδρομα, ότι την (…) 2020 είχε νοσηλευτεί στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής «Δρομοκαΐτειο» με ακούσια νοσηλεία, όμως έκτοτε δεν παρακολουθείται και είναι ανεξέλεγκτος και βίαιος, απειλεί διαρκώς τη ζωή και σωματική ακεραιότητα της συζύγου και της κόρης του, τις εξυβρίζει, προσβάλλει τη γενετήσια αξιοπρέπεια τους με ιδιαίτερα ταπεινωτικό τρόπο, σε μία δε περίπτωση έπιασε μετά χέρια του τα γεννητικά όργανα της κόρης του, όταν έμαθε για μία σχέση που είχε με έναν άνδρα λέγοντάς της «είσαι μικρή για τέτοια».

Από τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την προδικασία (προκαταρκτική εξέταση και κυρία ανάκριση), ιδίως δε τις καταθέσεις των μαρτύρων, τις ιατροδικαστικές εκθέσεις κλινικής εξέτασης, την απολογία του κατηγορούμενου και τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα, τα οποία ελήφθησαν άπαντα ανεξαιρέτως υπόψη και αξιολογήθηκαν κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης, όπως αυτό επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 177 § 1 και 178 του Κ.Π.Δ. (ΟλΑΠ 1/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) δεν επιβεβαιώνονται τα ανωτέρω καταγγελλόμενα περιστατικά.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τη με αριθμό (…) 2021 ιατροδικαστική έκθεση κλινικής εξέτασης για τη σύζυγο του κατηγορούμενου, (…) δεν διαπιστώθηκαν αμυχές ή εκχυμώσεις γύρω από τον λαιμό της, που με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας θα είχαν προκληθεί από τα χέρια του κατηγορουμένου στην προσπάθειά του να την πνίξει ούτε κακώσεις στον πρωκτό από την άσκηση «παρά φύσιν» βιασμού και μάλιστα κατ’ εξακολούθηση, αλλά αντίθετα: «Από την αντικειμενική εξέταση διαπιστώθηκαν: Άνω άκρα: Εκχύμωση διαμέτρου 1 εκ. στο κάτω τριτημόριο της πρόσθιας επιφάνειας του δεξιού αντιβραχίου. Κάτω άκρα: Εκχύμωση διαμέτρου 2 εκ. στο κάτω τριτημόριο της πρόσθιας επιφανείας του αριστερού μηρού. Από την αντικειμενική εξέταση του πρωκτού δεν διαπιστώθηκαν κακώσεις. … Δεν διαπιστώθηκαν κακώσεις οι οποίες να υποδηλώνουν την άσκηση παρά φύση σεξουαλικής βίας στο άτομο». Οι ως άνω κακώσεις (εκχυμώσεις 1-2 εκ. στα άνω και κάτω άκρα) της συζύγου είναι συμβατές με περιστατικό διαπληκτισμού και άσκησης σωματικής βίας, η οποία μπορεί να έλαβε χώρα την (…) 2021 ενώ αν υπήρχαν κακώσεις και σε άλλα σημεία του σώματος, εκτός των ανωτέρω, θα είχαν οπωσδήποτε διαπιστωθεί, εντός τριών (3) ημερών από την τέλεσή τους, δηλαδή στις (…) 2021, που διενεργήθηκε η ως άνω ιατροδικαστική εξέταση. Ακόμη, στη με αριθμό (…) 2021 ιατροδικαστική έκθεση για την κόρη του κατηγορούμενου (…) αναφέρονται τα ακόλουθα: «Από την αντικειμενική εξέταση διαπιστώθηκαν δύο (2) εκχυμώσεις διαμέτρου 1 εκ. εκάστη, στο μέσο τριτημόριο του δεξιού αντιβραχίου, η πρώτη στην πρόσθια και η δεύτερη στη ραχιαία επιφάνεια». Οι ως άνω κακώσεις (εκχυμώσεις 1 εκ. εκάστη στο δεξί χέρι) της θυγατέρας είναι ομοίως συμβατές με περιστατικό διαπληκτισμού και άσκησης σωματικής βίας, η οποία μπορεί να έλαβε χώρα την (…) 2021, ενώ κακώσεις και σε άλλα σημεία του σώματος, εκτός των ανωτέρω, θα είχαν οπωσδήποτε διαπιστωθεί, εντός τριών (3) ημερών από την τέλεσή τους δηλαδή στις (…) 2021, που διενεργήθηκε η ως άνω ιατροδικαστική εξέταση.

Περαιτέρω, την (…) 2021 προσκομίστηκαν από τον κατηγορούμενο και τέθηκαν εντός της δικογραφίας οι από (…) 2021 υπεύθυνες δηλώσεις των εγκαλουσών (με βεβαιωμένο σε αυτές το γνήσιο υπογραφής εκάστης εξ αυτών) με τις οποίες οι ανωτέρω δήλωναν ρητά και ανεπιφύλακτα ότι επιθυμούν την ανάκληση των περιοριστικών όρων που έχουν επιβληθεί στον κατηγορούμενο, ότι δεν επιθυμούν την ποινική δίωξη του τελευταίου, ότι δεν επιθυμούν να παραστούν προς υποστήριξη της σε βάρος του κατηγορίας και ότι επιθυμούν την εν όλω «ανάκληση» των εγκλήσεών τους οι οποίες εγκλήσεις οι ίδιες οι εγκαλούσες δηλώνουν ότι είναι αβάσιμες.

Ο κατηγορούμενος, στην απολογία του ενώπιον της ανακρίτριας αρνήθηκε τις σε βάρος του κατηγορίες, ισχυριζόμενος ότι οι σωματικές κακώσεις που διαπιστώθηκαν στις εγκαλούσες προέρχονται από μεταξύ τους διαπληκτισμό που έλαβε χώρα την (…) 2021, γεγονός που συνέβαινε κατ’ επανάληψη, με τον ίδιο να παρεμβαίνει για να τις χωρίζει. Επίσης ισχυρίστηκε ότι δεν πάσχει από κάποια ψυχιατρική πάθηση, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από την ιατρική του εξέταση από ψυχιάτρους του Ψ.Ν.Α. «ΔΑΦΝΙ» όπου οδηγήθηκε την (…) 2021 συνοδεία αστυνομικών, μετά από προφορική εντολή μας για να διαπιστωθεί εν χρήζει ακούσιας νοσηλείας. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι με τη σύζυγό του βρίσκονται το τελευταίο διάστημα σε διαδικασία έκδοσης διαζυγίου, στα πλαίσια της οποίας μάλιστα συνετάχθη μεταξύ τους το από (…) 2021 ιδιωτικό συμφωνητικό (αντίγραφο του οποίου προσκόμισε) σύμφωνα με το οποίο τα δύο μέρη συμφωνούν να λύσουν την έγγαμη συμβίωση τους με συμβολαιογραφική πράξη, κατ’ άρθρο 1441 του Α.Κ., καθώς η κόρη τους έχει διαγνωσθεί με κατάθλιψη, εμφανίζει έντονα ψυχολογικά προβλήματα, κατά δε το τελευταίο χρονικό διάστημα εμφανίζει έντονα περιστατικό φαντασιώσεων και παραληρημάτων, καλεί την αστυνομία καταγγέλλοντας ψευδώς ότι οι γονείς της την κακοποιούν και την χτυπούν, ο δε πατέρας της ότι την βιάζει επανειλημμένα, με αποτέλεσμα η συμβίωση του κατηγορούμενου και της συζύγου του να έχει καταστεί αφόρητη.

Οι ανωτέρω ισχυρισμοί του κατηγορούμενου, κατά την κρίση μας, είναι βάσιμοι, καθώς επιβεβαιώνονται από τα ευρήματα των προαναφερθέντων εκθέσεων ιατροδικαστικής κλινικής εξέτασης, το από (…) 2021 ανωτέρω αναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό, όπου ουδόλως γίνεται λόγος για την καταγγελλόμενη συμπεριφορά του κατηγορούμενου σε βάρος της συζύγου του, την από (…) 2021 ιατρική γνωμάτευση των ψυχιάτρων του Ψ.Ν.Α. «ΔΑΦΝΙ», σύμφωνα με την οποία ο κατηγορούμενος ήταν ήρεμος, συνεργάσιμος, χωρίς διαταραχές στη σκέψη, στην αντίληψη και στο συναίσθημα και δεν έχρηζε ακούσιας νοσηλείας, και ιδίως από το περιεχόμενο των από (…) 2021 υπεύθυνων δηλώσεων των εγκαλουσών, οι οποίες αμφότερες ομολογούν δι’ αυτών, το ψευδές περιεχόμενο των εγκλήσεών τους.

IV) Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, κατά την κρίση μας, δεν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος του κατηγορούμενου, ικανές να στηρίξουν δημόσια κατηγορία στο ακροατήριο για τις πράξεις, για τις οποίες ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, πρέπει το Συμβούλιό σας να αποφανθεί να μην γίνει σε βάρος του σχετική κατηγορία για τις ανωτέρω πράξεις, κατά τα άρθρα 310 § 1 περ. α’ και 311 § 1 εδ. α’ του Κ.Π.Δ..

V) Σε βάρος του κατηγορούμενου εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε η με αριθμό (…) διάταξη της Ανακρίτριας του (…) Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο (σε αντικατάσταση της αρχικώς επιβληθείσας προσωρινής κράτησης) οι περιοριστικοί όροι: 1) της απαγόρευσης διαμονής του στην οικογενειακή στέγη, επί της οδού (…) αρ. (…) και 2) της απαγόρευσης συναναστροφής με τη σύζυγό του,  (…) και την ενήλικη κόρη του (…), καθώς κρίθηκε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του ως άνω κατηγορουμένου για τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται, και ότι με την επιβολή των ανωτέρω θα αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων από τον κατηγορούμενο και θα εξασφαλιστεί ότι ο τελευταίος θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης. Εν όψει της απαλλακτικής μας πρότασης, η ισχύς της ανωτέρω διάταξης θα πρέπει να καταργηθεί, κατ’ άρθρο 315 § 1 του Κ.Π.Δ..

Τέλος θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα, σε βάρος των εγκαλουσών (…) και (…) διότι συντρέχει, κατά την κρίση μας, νόμιμη περίπτωση από τις αναφερόμενες στη διάταξη του άρθρου 580 § 1 του Κ.Π.Δ, και συγκεκριμένα διακριβώθηκε ότι η υποβληθείσες εκ μέρους τους εγκλήσεις τυγχάνουν απολύτως ψευδής (όπως ομολογούν και οι ίδιες στις από 06.12.2021 υπεύθυνες δηλώσεις τους) και έγιναν από δόλο, ώστε να ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορούμενου για βαρύτατα αδικήματα. Τα έξοδα αυτά ανέρχονται στο ποσό των 360 ευρώ, ήτοι στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του αρμοδίου για τις μηνυθείσες πράξεις Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου (άρθρο 580 § 2 εδ. β’ Κ.Π.Δ. σε συνδ. με Κ.Υ.Α. Οικ-Δ/νης 123827/2010, ΦΕΚ Β’ 1991/23.12.2010).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ

1) ΝΑ ΜΗ ΠΝΕΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ σε βάρος του (…) του (…) κατοίκου (…), για τα αδικήματα 1) της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, 2) του βιασμού κατ’ εξακολούθηση, 3) της ενδοοικογενειακής επικίνδυνης σωματικής βλάβης σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, 4) της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης, 5) της εξύβρισης και 6) της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας, φερόμενα ως τελεσθέντα στην (…) Αττικής, κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του (…) 2021

2) Να καταργηθεί η ισχύς της με αριθμό (…) / 2021 διάταξης της Ανακρίτριας του Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών.

3) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα, ποσού 360 ευρώ, σε βάρος έκαστης των εγκαλουσών, (…) του (…) και (…) του (…)

Αθήνα, 21.03.2022

Ο εισαγγελέας