ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΕΦΕΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός Διάταξης ΠΡΦ 21-14
ΔΙΑΤΑΞΗ
Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Αφού λάβαμε υπόψη την υπ’ αριθμ. (…)/2021 προσφυγή της (…) του (…), κατ. (…), οδός (…) αρ. (…) κατά της υπ’ αριθμ. 498/2020 Διάταξης του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την οποία απερρίφθη εν μέρει ως ουσία αβάσιμη, η από (…)/2018 έγκληση του προσφεύγουσας κατά το μέρος που αφορούσε τους : α) (…) του (…) κατ. (…) (6ος των μηνυομένων), β) (…) του (…), σύζυγο του 1ου μηνυομένου, κατ. ομοίως με αυτόν (7η των μηνυομένων), γ) (…) του (…) κατ. (…) , (15ος των μηνυομένων), δ) (…) του (…) κατ. (…) (16° των μηνυομένων) ε) (…) του (…), κατ. (…), οδός (…) αρ. (…) (17ος των μηνυομένων) και στ) (…) του (…), κατ. (…) , οδός (…) αρ. (…) (18η των μηνυομένων) και για τις αξιόποινες πράξεις της :1) συνέργειας (άμεσης) κατ’ εξακολούθηση σε απάτη από κοινού και κατ’ εξακολούθηση , με περιουσιακή ζημία και αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και β) νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ,ήτοι για παράβαση των άρθρων 26,27, 45,46,49, 94, 98, 386 παρ.1 Π.K. και άρθρα 2 παρ.1 ; 2α . 3 παρ.1,2,4 εδ. ιη, 5,6.39 παρ.1, 62, 40,41,42 του Ν. 4557/2018 , που φέρονται τελεσθείσες στην Αθήνα από τον Φεβρουάριο του 2017 και εντεύθεν, εκθέτουμε τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με το άρθρο 51 παρ. 2 του ισχύοντος ΚΠΔ, «ο Εισαγγελέας εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δε στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης την απορρίπτει με διάταξη του, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική αιτιολογία και επιδίδεται στον εγκαλούντα». Κατά την παρ.3 του ίδιου άρθρου «Αν ενεργήθηκαν προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ.2 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο Εισαγγελέας κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης απορρίπτει την έγκληση με αιτιολογημένη διάταξή του. Όσα αναφέρονται στα άρθρα 43 παράγραφοι 1 και 6, 44, 45, 47, 48, 49 και 50 εφαρμόζονται και ως προς την έγκληση». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 52 Κ.Π.Δ, όπως ισχύει «Ο εγκαλών έχει δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών σύμφωνα με τις παρ.1 και 2 του προηγουμένου άρθρου να προσφύγει κατά αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Η προσφυγή ασκείται με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 474». Κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου « Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του δημοσίου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο πιο πάνω γραμματέας. Σε περίπτωση που υποβλήθηκε μία έγκληση από περισσότερους εγκαλούντες κατατίθεται μόνο ένα παράβολο…. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Εξαιρούνται από την υποχρέωση κατάθεσης παράβολου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του Ν. 322/2004 (όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ.2 προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ.7 περ. γ’ του Ν. 4637/2019). Σύμφωνα δε με το ανωτέρω άρθρο δικαιούχοι νομικής βοήθειας είναι οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες μέλους κράτους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν ο εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή, παραγγέλλει είτε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αν πρόκειται για κακούργημα ή για πλημμέλημα για το οποίο αυτή είναι υποχρεωτική, εφόσον δεν έχει ήδη διενεργηθεί τέτοια εξέταση είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις και διατάσσει την επιστροφή του παράβολου στον καταθέσαντα αυτό.» Τέλος σύμφωνα με την παρ.4 του άρθρου 589 του ισχύοντος Κ.Π.Δ. «Κατά διατάξεων, που προβλέπονται στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 51 του παρόντος κώδικα και έχουν εκδοθεί έως την έναρξη της ισχύος του η προσφυγή ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργούμενου κώδικα ποινικής δικονομίας», ήτοι εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) μηνών από την έκδοση της διάταξης (άρθ. 48 παλαιού Κ.Π.Δ.)
Η κρινόμενη προσφυγή ασκήθηκε εμπροθέσμως την (…)-2021, εντός της καθορισμένης προθεσμίας των 15 ημερών από της επιδόσεως της προσβαλλομένης απορριπτικής διατάξεως, που έλαβε χώρα την (…) 2021, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της προσφεύγουσας (…), ενώπιον της αρμοδίου γραμματέως της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών. συντάχθηκε δε νομότυπα σχετική έκθεση, που περιείχε νόμιμους λόγους άσκησής της ενώ καταβλήθηκε και το αναλογούν παράβολο. Ως εκ των ανωτέρω η παρούσα προσφυγή τυγχάνει παραδεκτή και θα πρέπει να εξετασθεί στην ουσία της.
Στην προσφυγή της προβάλει ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα εκτιθέμενα στην έγκληση της και τα προκύψαντα από την προκαταρκτική εξέταση πραγματικά περιστατικά, με συνέπεια να εκδοθεί εν μέρει απορριπτική Διάταξη, ενώ αν γινόταν ορθή εκτίμηση και αξιολόγηση θα έπρεπε να ασκηθεί ποινική δίωξη. Ειδικότερα με την υπό κρίση προσφυγή της αιτιάται ότι τόσο οι μηνυόμενοι που απαλλάχθηκαν με την υπ’ αριθμ. 498/2020 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών όσο και οι λοιποί μηνυόμενοι σε βάρος των οποίων ασκήθηκε δίωξη, ενεργούσαν ως ομάδα υπό τη διεύθυνση του (…) με σκοπό να αποσπούν χρηματικά ποσά από πλήθος ανυποψίαστων επενδυτών και υπό το πρόσχημα ότι τα κεφάλαιά τους θα επενδύονται σε ασφαλή επενδυτικά προϊόντα που θα τους αποφέρουν μεγάλα κέρδη. Για το σκοπό αυτό ο ανωτέρω ανέπτυξε την κατάλληλη υποδομή (γραφείο, υπάλληλοι κ.λ.π.) που προς τα έξω έδινε την εντύπωση σοβαρής και αξιόπιστης επενδυτικής εταιρείας ενώ παράλληλα παρουσιαζόταν ως επιτυχημένος επενδυτικός σύμβουλος με εμπειρία στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Με τον τρόπο αυτό απέσπασε από την προσφεύγουσα χρηματικό ποσό ύψους 184.000 ευρώ, το οποίο του κατέβαλε τμηματικά σε τραπεζικούς λογαριασμούς που της υπεδείκνυε ο ίδιος. Τμήμα των χρημάτων αυτών εισήλθαν και σε λογαριασμούς και των ως άνω προσώπων, ενάντια στην απαλλαγή των οποίων προσφεύγει με την παρούσα προσφυγή της η προσφεύγουσα. Ειδικότερα επισημαίνει ότι ουδεμία διαφοροποίηση υπήρχε με τους λοιπούς μηνυομένους σε βάρος των οποίων ασκήθηκε ποινική δίωξη και από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι οι ανωτέρω δεν τελούσαν σε γνώση της δραστηριότητας του (…) ή ότι δεν είχαν συνεργασία μαζί του. Κατά συνέπεια εκτιμά ότι το γεγονός ότι έλαβαν στους λογαριασμούς τους τα πρόσωπα που απαλλάχθηκαν, χρηματικά ποσά από την ίδια χωρίς να αναρωτηθούν για την προέλευση των χρημάτων αυτών ή έστω να τα επιστρέψουν όταν αποκαλύφθηκε η δράση του ανωτέρω συνεπάγεται ότι κακώς απαλλάχθηκαν και εσφαλμένα ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών έκανε δεκτό τον ισχυρισμό τους ότι ήταν και οι ίδιοι θύματα του.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε και τέθηκε σε ισχύ με τον νέο Ποινικό Κώδικα (ν. 4619/2019) ορίζεται ότι: «Όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή». Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθεί και η επέλευση του περιουσιακού οφέλους, β) με γνώση του δράστη παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων (υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα) από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος, και γ) βλάβη ξένης περιουσίας η οποία πρέπει να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Η αξία της ζημίας στο έγκλημα της απάτης δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται αυτή για την επιμέτρηση της ποινής και τον χαρακτηρισμό της πράξης. Οι ψευδείς παραστάσεις του δράστη με την πλάνη του παθόντα πρέπει να τελούν σε σχέση αμεσότητας και αναγκαιότητας. Αμεσότητα υφίσταται όταν μεταξύ των ψευδών παραστάσεων και της πλάνης του παθόντα δεν παρεμβάλλεται και δεν μεσολαβεί άλλος αιτιώδης παράγοντας. Αναγκαιότητα υφίσταται όταν η πλάνη υπήρξε το αποτέλεσμα των ψευδών παραστάσεων του δράστη. Οι ψευδείς παραστάσεις πρέπει να ήταν η μόνη αιτία που οδήγησαν στην παραπλάνηση του παθόντα. Για την πραγμάτωση του ανωτέρω εγκλήματος δεν απαιτείται το θύμα να έχει ορισμένο βαθμό ευφυΐας ή πειστικότητας, αρκεί ο δράστης να χρησιμοποίησε μέσα για την παραπλάνηση αυτού (του θύματος) με σκοπό την πρόκληση βλάβης σ’ αυτό και αντίστοιχης ωφέλειας (ΑΠ 1040/2006 Πράξη και Λόγος του ΠΔ 2006 σελ 308, ΒουλΣυμβΕφΘεσ. 163/2020 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS). Η ψευδής παράσταση όταν αφορά μελλοντική μη εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης δεν συνιστά την έννοια του γεγονότος για την θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης αλλά συνδυαζόμενη με άλλα ψευδή γεγονότα ή διαβεβαιώσεις αποτελεί γεγονός και έτσι στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης. Το έγκλημα της απάτης συντελείται με την επέλευση βλάβης σε ξένη περιουσία με σκοπό να περιέλθει σε κάποιον παράνομο περιουσιακό όφελος με δόλια παραπλάνηση, που επιτυγχάνεται με κάποιον από τους τρεις αναφερόμενους υπαλλακτικά στη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 του ΠΚ τρόπους, που διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους. (ΑΠ1733/2019, ΑΠ 72/2019, ΑΠ 1/2019 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS). Περαιτέρω η βλάβη της ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, πρέπει να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Το έγκλημα της απάτης τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος αν το επιδιωκόμενο όφελος ή η προκληθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή μοναδικό στοιχείο για την κακουργηματοποίηση είναι το ύψος της προκληθείσας βλάβης και αντίστοιχης ωφέλειας του δράστη. Προφανώς ο Νομοθέτης στην προκειμένη περίπτωση λόγω του ύψους της προκληθείσας ζημίας στον παθόντα (ποσό άνω των 120.000 ευρώ) θέλησε να κακουργηματοποιήσει την πράξη αυτή τιμωρώντας τον δράστη με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή χωρίς την συνδρομή οιουδήποτε άλλου στοιχείου. Στην ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση προέβη ο Νομοθέτης προφανώς λόγω της αύξησης των οικονομικών εγκλημάτων.
Η νέα διάταξη είναι αυστηρότερη έναντι της προϊσχύουσας (διάταξης,) γιατί προβλέπει εκτός της ποινής της καθείρξεως μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή, η οποία δεν προβλεπόταν κατά την προϊσχύουσα διάταξη. Για τη συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης με την κακουργηματική της μορφή λόγω του ύψους της προξενηθείσας ζημίας και του επιδιωκομένου οφέλους πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των επιμέρους ποσών (εφαρμογή δηλ του άρθρου 98 παρ. 2 του ΠΚ) (AΠ 72/2019, ΑΠ 1/2019, ΑΠ 233/2019, ΑΠ 308/2019, ΑΠ 377/2019, ΑΠ213/2019, Τράπεζα Νομικών πληροφοριών του ΔΣΑ).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46§ 1 περ.β’ του ίδιου ως άνω ΠΚ (παλαιού), όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον δράστη, κατά τη διάρκεια άδικης πράξης που διέπραξε και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 47 εδ.α του νέου ΠΚ: “Όποιος πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται με μειωμένη ποινή (άρθρο 83)”. Από τα παραπάνω καταφαίνεται ότι με τον ισχύοντα από 1-7-2019 νέο ΠΚ. επήλθαν ουσιώδεις αλλαγές στις διατάξεις για τη συνέργεια στο έγκλημα, αφού καταργήθηκε η διάκριση μεταξύ άμεσης και απλής συνέργειας, όπως αποτυπωνόταν στις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 46§1εδ.β’ και 47§1ΠΚ και προβλέπεται πλέον ενιαία μειωμένη ποινή για όλες τις μορφές της συνέργειας, είτε προσφέρεται κατά, είτε πριν από την τέλεση της πράξης (αιτιολογική έκθεση Ν.4619/2019 ). Και υπό τον παλαιό Π.Κ. αλλά και υπό τον νέο Π.Κ. για τη στοιχειοθέτηση της συνέργειας τρίτου σε άδικη πράξη του αυτουργού, απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) πράξη υλικής συνδρομής τρίτου, β) τέλεση (ως προς το αντικειμενικό σκέλος της) από τον αυτουργό άδικης πράξης ή απόπειρας άδικης πράξης, γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμμετοχικής πράξης του συνεργού και της άδικης πράξης του αυτουργού, ο οποίος υπάρχει, όταν, χωρίς την πρώτη, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση της δεύτερης υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε, δηλαδή η συμβολή του συνεργού πρέπει να ήταν αποφασιστική για την τέλεση της πράξης του αυτουργού, υπό τις περιστάσεις και τις συνθήκες που διαπράχθηκε, ή υπό τις οποίες ο αυτουργός αποπειράθηκε να διαπράξει αυτή και δ) δόλος του συνεργού, ο οποίος έγκειται στη θέληση ή αποδοχή παροχής συνδρομής στον αυτουργό, για να τελέσει την άδικη πράξη και γνώση αυτού (με την έννοια της επίγνωσης – συνείδησης) ότι η συνδρομή του παρέχεται για την τέλεση της κύριας πράξης. Άμεσος δόλος είναι αναγκαίος μόνο αν ανάλογο είδος δόλου απαιτείται για την κύρια πράξη. Για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, πρέπει να προσδιορίζεται στην απόφαση ο χρόνος τέλεσης της πράξης του αυτουργού ή ο χρόνος που αυτός αποπειράθηκε να τελέσει αυτή και της πράξης του συνεργού, που ως τέτοιος νοείται ο χρόνος της ενέργειας ή της παράλειψης, που συνιστά τη δική του συμμετοχική δράση. Επίσης, πρέπει να αιτιολογείται ειδικά ο δόλος του συνεργού, μόνο ως προς το ότι αυτός γνώριζε την τέλεση της κύριας πράξης, ενώ, ως προς τα λοιπά στοιχεία (θέληση ή αποδοχή συμβολής στην τέλεση της κύριας πράξης), ο δόλος προκύπτει από την πραγμάτωση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης του και αρκεί η γενική αιτιολογία για την ενοχή του (ΑΠ126/2020 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS).
Σε ό,τι αφορά τέλος στο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (“ξέπλυμα βρώμικου χρήματος”) τούτο προϋποθέτει αντικειμενικά μεν, (εναλλακτικά) μετατροπή ή μεταβίβαση, απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας που προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα, απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, την προέλευση και την κυριότητα τέτοιας περιουσίας, συμμετοχή σε μία από τις ανωτέρω πράξεις, σύσταση οργάνωσης για τη διάπραξή της κλπ, υποκειμενικά δε τον προαναφερθέντα δόλο, ως προς την παράνομη προέλευση των εσόδων, επιπλέον δε στον πρώτο τρόπο τέλεσης του εγκλήματος, δηλαδή τη μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας και σκοπό συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής, ή παροχής συνδρομής σε άλλον, που εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του. Απαιτείται, δηλαδή, σκοπός δημιουργίας σύγχυσης ως προς το νομιμοποιούμενο αντικείμενο ή το πρόσωπο του δράστη που το εξασφάλισε. Πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικά μικτό και με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, έγκλημα δηλαδή σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην επιδίωξη συγκάλυψης της προέλευσης περιουσίας ή παροχής σε άλλον συνδρομής για συγκάλυψη. Προϋποθέτει επίσης, την τέλεση ενός άλλου (βασικού) εγκλήματος, (εγκληματική δραστηριότητα), εκ του οποίου κάποιος (υπαίτιος ή άλλος) αποκόμισε παράνομα έσοδα (περιουσία). Όταν δε αυτουργός της πράξης είναι το ίδιο πρόσωπο, συρρέει με εκείνο πραγματικά, αφού πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά κατά τα στοιχεία τους εγκλήματα, με διακεκριμένη και διαφορετική καθένα απαξία. Κατ’ εξοχήν δε ο νόμος τιμωρεί τις πράξεις συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης, εκείνου που απόκτησε ο ίδιος περιουσία από εγκληματικές δραστηριότητες, ενώ τον άλλον (εκτός από τον αποκτήσαντα), τον θεωρεί σύνεργό και τον τιμωρεί ως αυτουργό της πράξης. Η βασική δε αυτή εγκληματική δραστηριότητα, η οποία αναγκαίως ερευνάται παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να εικάζεται ή να πιθανολογείται, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς και να εξατομικεύεται ως προς το χρόνο και τους δράστες αυτής, έστω και αν δεν έχουν κατηγορία και να υποδεικνύεται με την απαιτούμενη δικανική βεβαιότητα, καθόσον η τέλεσή του αποτελεί στοιχείο συγκρότησης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. (ΑΠ 235/2013, ΑΠ 1382/2011). Ακόμη, το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων, τελείται (και) με την χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όταν ο δράστης ενεργεί ατομικά και προβαίνει είτε ο ίδιος προσωπικά είτε μέσου άλλου προσώπου. αλλά για λογαριασμό του ιδίου, σε κατάθεση των χρημάτων που απέκτησε από την εγκληματική δραστηριότητα, σε προσωπικό του λογαριασμό ή και σε κοινό με άλλο πρόσωπο λογαριασμό, οι λογαριασμοί δε αυτοί ενδεχομένως να περιλαμβάνουν (και) χρήματα προερχόμενα από νόμιμες πηγές. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, η πράξη του γίνεται με σκοπό την πρόκληση σύγχυσης και αβεβαιότητας ως προς την προέλευση των παράνομων εσόδων, με απώτερο στόχο την απόκτηση “νόμιμου τίτλου” γι’ αυτά, ώστε να εμφανίζονται ως νόμιμα (ΑΠ 1177/2019, ΑΠ 235/2013 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS).
Από την προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε, ήτοι από τα έγγραφα της δικογραφίας, τις καταθέσεις των μαρτύρων και τις εξηγήσεις των υπόπτων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η προσφεύγουσα (….) γνώρισε τον μηνυόμενο και πλέον κατηγορούμενο (….) μέσω του αδελφού της (….) στον οποίο επίσης τον είχαν συστήσει ως ένα φερέγγυο και ευκατάστατο επιχειρηματία, ειδικό στις ασφαλιστικές και χρηματοοικονομικές επενδύσεις. Ειδικότερα της τον πρότειναν ως ένα εκ των πλέον επιτυχημένων στο χώρο του, που διέθετε ένα υπερσύγχρονο επενδυτικό γραφείο Ευρωπαϊκού επιπέδου. Τη διαβεβαίωσαν ότι από το έτος (….) είχε διατελέσει σύμβουλος τραπεζικών προϊόντων με ρεκόρ πωλήσεων αμοιβαίων κεφαλαίων. Ήταν δε σύμφωνα με τις τότε αναφορές βαθύς γνώστης των χρηματιστηριακών εξελίξεων σε παγκόσμιο επίπεδο γνωρίζοντας τις κινήσεις και χρηματιστηριακές μεταβολές στην αξία θεμελιωδών προϊόντων όπως του χρυσού, του αργύρου, του πετρελαίου, της ζάχαρης, του σιταριού κ.λ.π. Μετά από την επαφή της με τον ανωτέρω τον Ιανουάριο 2017, η προσφεύγουσα πείστηκε ότι επίκειτο «κούρεμα» των τραπεζικών καταθέσεων, ενδεχόμενο που ο (….) της παρουσίασε ότι γνώριζε από εσωτερική πληροφόρηση που είχε από τραπεζικά στελέχη. Ως εκ τούτου η προσφεύγουσα πείστηκε ότι ήταν συμφερότερο για εκείνη να αποσύρει τις καταθέσεις της από την τράπεζα και να εμπιστευτεί τις αποταμιεύσεις της στον (….) ο οποίος θα φρόντιζε όχι μόνο για την εξασφάλιση του κεφαλαίου της αλλά και για την σίγουρη και ασφαλή επένδυσή του με προβλεπόμενη απόδοση που θα άγγιζε και το 10% ετησίως. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η προσφεύγουσα, πεπεισμένη για την φερεγγυότητα του (….), ανέλαβε από διάφορους τραπεζικούς της λογαριασμούς το συνολικό χρηματικό ποσό των 184.000 ευρώ το οποίο κατέβαλε εν συνεχεία τμηματικά κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 08-02- 2017 και 31-03-2017 σε τραπεζικούς λογαριασμούς που της υποδείκνυε ο ανωτέρω, μεταξύ των οποίων και οι τραπεζικοί λογαριασμοί των καθ’ ων η παρούσα προσφυγή. Τα πρόσωπα αυτά τα παρουσίασε στην μηνύτρια ως συνεργάτες του. Η συμφωνία με την μηνύτρια έλαβε τον τύπο ατόκου δανείου της μηνύτριας προς τον (….) και δη ιδιωτικού συμφωνητικού άνευ ημερομηνίας με αναγραφόμενο ποσό τις 132.000 ευρώ, το οποίο υποχρεούτο να επιστρέφει η δανειολήπτης εντός έτους. Η εικονικότητα της συμβάσεως ήταν γνωστή και στα δύο μέρη. Ωστόσο όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων ο (….) δεν διατηρούσε νόμιμο επενδυτικό γραφείο και είχε εξαπατήσει πλήθος επενδυτών με πανομοιότυπες ψευδείς παραστάσεις με εκείνες που περιγράφονται ανωτέρω. Ήταν δε τέτοια η έκταση της απάτης ώστε την (….) 2017 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξέδωσε ανακοίνωση προκειμένου να ενημερωθεί το επενδυτικό κοινό για την παράνομη δραστηριότητα του (….). Ειδικότερα σε ό,τι αφορά στους καθ’ ων η παρούσα προσφυγή λεκτέα τα εξής α) Ο (….) και η (….) είναι σύζυγοι, αγρότες στο επάγγελμα με τρία τέκνα και διαμένουν μονίμως στο (….).
Οι ανωτέρω που ουδεμία επαγγελματική ή άλλη σχέση έχουν με τον επενδυτικό τομέα απευθύνθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2014 σε επενδυτικό γραφείο που διατηρούσε η συνεργάτιδα του (….) υπό την επωνυμία «……………. Ε.Ε.» έως το 2016. Η τελευταία τους ανέφερε τη συνεργασία της με τον (….), ο οποίος όπως τους είπε διατηρούσε το επενδυτικό του γραφείο στη (….) Αττικής, οδός (….), αρ. (….), επαναλαμβάνοντάς τους όσα είχαν αναφερθεί και στη μηνύτρια. Με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις τους κατέπεισε να της παραδώσουν κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του 2014 έως το τέλος της άνοιξης του 2015 διάφορα χρηματικά ποσά μέσω τραπεζικών επιταγών που ο (….) τις οπισθογραφούσε προκειμένου να τα επενδύσει μη μηδενικό δήθεν ρίσκο και εγγυημένη απόδοση. Η απόσυρση των κεφαλαίων τους από τον τραπεζικό τομέα έγινε λόγω της δικαιολογημένης εκείνη την περίοδο, ανησυχίας των αποταμιευτών για τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Οι υποσχεθείσες αποδόσεις έμπαιναν αρχικά κανονικά σε τραπεζικό λογαριασμό που διέθετε ο (….) με συνδικαιούχο τη σύζυγό του. Από τον Ιούλιο του 2015 όμως σταμάτησαν οι καταβολές κι έτσι σε ανύποπτο χρόνο, ήτοι την (….) 2015, σε χρονικό σημείο κατά πολύ προγενέστερο ακόμη και της γνωριμίας της μηνύτριας με τον (….), ο πρώτος εξ αυτών προχώρησε στην έκδοση της υπ’ αριθμ. ….. 2015 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου σε βάρος των (….) και (….). Στη συνέχεια τον Απρίλιο του 2016 ο (….) προέβη σε κατάσχεση εις χείρας τρίτου των τραπεζικών λογαριασμών των ανωτέρω. Την (….) 2016 ζήτησε και εκδόθηκε και δεύτερη Διαταγή πληρωμής κατά του (….) από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και εν συνεχεία ενέγραψε δύο υποθήκες στο Υποθηκοφυλακείο (….) σε ακίνητα του ανωτέρω. Ενόψει αυτής της ασφυκτικής πίεσης του (….) για την επιστροφή των χρημάτων του, ο (….) κατηύθυνε άλλους «πελάτες-θύματά» του, όπως η μηνύτρια, να καταβάλουν κάποια χρηματικά ποσά στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό των (….) και (….) έναντι των οφειλομένων του προς αυτούς. Οι καταβολές αυτές έγιναν κατά το χρονικό διάστημα από αρχές του έτους 2017 έως και το Νοέμβριο του ίδιου έτους οπότε και σταμάτησε η οποιαδήποτε καταβολή. Ο (….) όταν διερωτήθηκε γιατί αναφέρονται ως καταθέτες διαφορετικά των οφειλετών του πρόσωπα, όπως των (….) και της μηνύτριας έλαβε την απάντηση ότι επρόκειτο περί συνεργατών του (….) 2) Ο (….), ο οποίος είναι κάτοικος (….), γεωπόνος στο επάγγελμα και υιός του επίσης μηνυόμενου (….), συνταξιούχου δασκάλου και κατοίκου ομοίως με τον ανωτέρω, έδωσε και αυτός υπό τον τύπο ατόκου δανείου το ποσό των 11.700 ευρώ, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία (….) 2016 ιδιωτικό συμφωνητικό που υπέγραψε με τη (….) προκειμένου να επενδυθούν τα χρήματά του σε δήθεν ασφαλή και εγγυημένα ασφαλιστικά προϊόντα. Ακολουθήθηκε δηλαδή η ίδια ακριβώς μέθοδος που περιγράφεται και από τη μηνύτρια. Στην πραγματικότητα δε τα ποσά που παραδόθηκαν στη (….) προς επένδυση ήταν 10.000 ευρώ την (….) 2016 και 10.000 ευρώ την (….) 2016. Ας σημειωθεί ότι όπως και στην περίπτωση της (….) η εμπλοκή του (….) οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός ότι ήταν συνδικαιούχος στον τραπεζικό λογαριασμό που έγιναν οι καταβολές από τη μηνύτρια. Ο ίδιος προσωπικά αγνοούσε παντελώς και τη (….) και τον (….). Τελικώς ο (….) επέστρεψε μετά από έντονες πιέσεις του (….) το ποσό των 10.700 ευρώ. Όταν την (….) 2017 κατατέθηκε στον κοινό λογαριασμό των ανωτέρω, που διατηρούσαν στην Τράπεζα Πειραιώς, το ποσό των 5.000 ευρώ με καταθέτρια την μηνύτρια η απάντηση που έλαβαν από τον (….) ήταν ότι επρόκειτο περί συνεργάτιδος του. 3) Ο (….) είναι επιχειρηματίας που εργάσθηκε ως Ειδικός σε θέματα Ανθρώπινου Δυναμικού σε μεγάλες επιχειρήσεις, όπως ο όμιλος FRIGOGLASS, η εταιρεία Coca Cola 3Ε κ.ά. Γνώρισε μετά από συστάσεις συναδέλφου του τον (….) το Φεβρουάριο του 2014 και λόγω της μεγάλης οικονομικής του επιφάνειας του παρέδωσε, έχοντας λάβει παρόμοιες διαβεβαιώσεις με τους ανωτέρω αλλά και με τη μηνύτρια περί ασφαλούς και προσοδοφόρας επένδυσης, το ποσό των 210.000 ευρώ προκειμένου να το επενδύσει. Επιπλέον του ποσού αυτού του εμπιστεύθηκε και τη διαχείριση χαρτοφυλακίου μετοχών του σε μερίδα της Α.Ε.Π.Ε.Υ. της Εθνικής Τράπεζας, συνολικής αξίας 34.000 ευρώ απαρτιζομένη από 1.900 μετοχές της Coca Cola 3Ε. Ως απόδειξη του ποσού που παραδόθηκε στον (….) υπέγραψαν ένα ιδιωτικό συμφωνητικό με ημερομηνία (….) 2014, στο οποίο εν γνώσει της εικονικότητάς του συμφωνούσαν στη χορήγηση στον (….) του ανωτέρω ποσού ως άτοκο δάνειο. Είναι αξιοσημείωτο ότι η συμφωνία τους έλαβε τη μορφή αυτή επειδή ο (….) προφασίστηκε ότι δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί οι διαδικασίες έκδοσης επίσημης άδειας λειτουργίας του επενδυτικού του γραφείου, κάτι που δε θα διαρκούσε περισσότερο από τρεις μήνες, όπως διαβεβαίωσε, οπότε και ο Επενδυτής (….) θα λάμβανε τις οριστικές αποδείξεις. Όταν αργότερα το Σεπτέμβριο του 2014 ο (….) άρχισε να πιέζει για την έκδοση επίσημης απόδειξης της επένδυσής του συνέχισε να λαμβάνει ψευδείς διαβεβαιώσεις από τον κ. (….) ισχυριζόμενος ότι είχε προβεί σε μαζικές επενδύσεις σε διάφορα Funds του εξωτερικού και ήταν δύσκολο να διαχωριστούν τα ποσά. Ωστόσο έλαβε διαβεβαιώσεις ότι οι επενδύσεις του έβαιναν ομαλώς και είχαν υψηλές αποδόσεις που σύντομα θα λάμβανε. Έως τον Ιούνιο του 2015 και συγκεκριμένα τον Μάρτιο και τον Μάιο του 2015 ο (….) είχε λάβει δύο φορές ποσό 7.000 ευρώ ως δήθεν αποδόσεις της επενδύσεώς του. Τον Ιούνιο όμως του 2015 μετά την επιβολή των Capital Controls ο (….) ανακοίνωσε στον (….) ότι πλέον αντιμετώπιζε, λόγω των επιβληθέντων περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, σοβαρά οικονομικά προβλήματα και για το λόγο αυτό δεν ήταν δυνατό να του επιστραφεί το σύνολο του κεφαλαίου που του είχε εμπιστευθεί. Την 1η Ιουλίου του 2015 προκειμένου να καθησυχαστούν οι ανησυχίες του (….) υπεγράφη νέο συμφωνητικό δανεισμού μεταξύ τους για το ίδιο αρχικό ποσό των 244.000 ευρώ. Μάλιστα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους του επιστράφηκε η διαχείριση του χαρτοφυλακίου των μετοχών του στην Prelium Α.Ε.Π.Ε.Υ. χωρίς να διαπιστωθεί κάποια απώλεια από την ενδιάμεση διαχείριση. Συνολικά από το Σεπτέμβριο του 2015 έως το Δεκέμβριο του 2017 του επιστράφηκε τμηματικά το ποσό των 30.500 ευρώ. Οι καταθέσεις σε τραπεζικό του λογαριασμό έγιναν τόσο από τον ίδιο όσο και από τρίτα πρόσωπα όπως την (….) (μηνύτρια) κ.α. Στο μεταξύ μετά από απουσία αρκετών μηνών ο (….) ξανασυνάντησε τον (….) τον Ιανουάριο του 2017 οπότε και υπεγράφη νέο ιδιωτικό συμφωνητικό για το αυτό ποσό των 244.000 ευρώ για να ακολουθήσουν άλλες δύο καταθέσεις από τη μηνύτρια τον Ιούλιο του 2017, 6000 και 2000 ευρώ αντίστοιχα, την οποία ο (….) παρουσίασε ως συνεργάτιδά του. Τελικώς αφού εξαφανίστηκε και πάλι την (….)-2018 ο (….) προχώρησε στην έκδοση της υπ’ αριθμ. (….) / 2018 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για κεφάλαιο 60.000 ευρώ με ρητή επιφύλαξη ως προς το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό. Εν συνεχεία κοινοποίησε κατασχετήριο εις χείρας τρίτου σε τέσσερις συστημικές τράπεζες. Ωστόσο αφενός δεν ανευρέθησαν χρηματικά ποσά στις τράπεζες αφετέρου δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη ακίνητης περιουσίας του (…) στα Υποθηκοφυλακεία και στο Κτηματολόγιο. 4) Η (….) τέλος είναι υπάλληλος της (….) και συνδικαιούχος με το σύζυγό της, ο οποίος είναι εκπαιδευτικός δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και πρώην (….) ενός τραπεζικού λογαριασμού στην Τράπεζα Πειραιώς. Και αυτή απευθύνθηκε στον (….) προκειμένου να επενδύσει κεφάλαιά της. Η γνωριμία τους οφείλετο στην καταγωγή του (….) από την (….). Η εμπλοκή της δημιουργήθηκε αποκλειστικά και μόνο από το γεγονός ότι ήταν συνδικαιούχος του τραπεζικού λογαριασμού στον οποίο κατάθεσε χρήματα η μηνύτρια καθόσον η ίδια ουδεμία σχέση είχε με τον (…..).
Από τα ως άνω εκτιθέμενα γίνεται φανερό ότι οι καθ’ ών η παρούσα προσφυγή υπήρξαν όπως ορθώς εξέλαβε η προσβαλλόμενη εισαγγελική Διάταξη επίσης θύματα του (….). Μάλιστα όπως περιγράφεται από όλους, οι οποίοι τυγχάνουν παντελώς άγνωστοι μεταξύ τους, χρησιμοποιήθηκε για την παραπλάνησή τους η ίδια ακριβώς μεθοδολογία. Από τα επαγγέλματα, και μόνο των ανωτέρω προκύπτει ότι ήταν άνθρωποι που δεν είχαν (πλην του ……..) καμία γνώση του επενδυτικού τομέα, γεγονός που τους οδήγησε στο να δείξουν τυφλή εμπιστοσύνη στον (….). Περαιτέρω είχαν όλοι πλανηθεί σε προγενέστερο της μηνύτριας στάδιο και κάποιοι εξ αυτών διεκδίκησαν σε ανύποπτο χρόνο τα ποσά που εμπιστεύθηκαν στον (….) δια της δικαστικής οδού. Το γεγονός ότι δεν κατέθεσαν μήνυση δε συνεπάγεται ότι είναι και συνεργοί. Άλλωστε από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι συνέβαλαν οι ανωτέρω με οποιοδήποτε τρόπο στην παραπλάνηση τρίτων ή της προσφεύγουσας. Ως εκ των ανωτέρω δεν προέκυψε ουδεμία ένδειξη τέλεσης εκ μέρους των προσώπων εναντίον των οποίων προσφεύγει η μηνύτρια ότι ενήργησαν ως συνεργοί του (….)
σε απάτη, αντιθέτως υπήρξαν και αυτοί, όπως και η μηνύτρια, θύματά του, πολλώ δε μάλλον δεν τέλεσαν το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα μη υφισταμένου του βασικού αδικήματος της απάτης.
Κατά συνέπεια ορθώς απαλλάχθηκαν με την προσβαλλόμενη Εισαγγελική Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και θα πρέπει και η παρούσα προσφυγή να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει η παρ. 4 του άρθρου 580 Κ.Π.Δ. για την επιβολή των δικαστικών εξόδων καθόσον δικαιολογημένα δημιουργήθηκαν στην προσφεύγουσα υπόνοιες περί τέλεσης των καταγγελλομένων πράξεων όπως προκύπτει από την ανάλυση των πραγματικών περιστατικών ανωτέρω.
Για τους λόγους αυτούς
Κάνουμε δεκτή τυπικά και απορρίπτουμε ως ουσία αβάσιμη την υπ’ αριθμ. 3/2021 προσφυγή της (….) του (….), κατ. (….), οδός (….), αρ. (….) κατά της υπ’ αριθμ. 498/2020 Διάταξης του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την οποία απερρίφθη εν μέρει ως ουσία αβάσιμη, η από (….) 2018 έγκληση του προσφεύγουσης κατά το μέρος που αφορούσε τους: α) (….) του (….), κατ. (….) (6ος των μηνυομένων), β) (….) του (….) σύζυγο του 1ου μυνηομένου, κατ. ομοίως με αυτόν (7η των μηνυομένων) γ) (….) του (….), κατ. (….) (15ος των μηνυομένων) , δ) (….) του (….), κατ. (….) (16ος των μηνυομένων), ε) (….) του (….), κατ. (….) Αττικής, οδός (….) αρ. (….) (17ος των μηνυομένων) και στ) (….) του (….), κατ. (….), οδός (….) αρ. (….) (18η των μηνυομένων) και για τις αξιόποινες πράξεις της : 1) συνέργειας (άμεσης) κατ’ εξακολούθηση σε απάτη από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, με περιουσιακή ζημία και αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ β) νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ήτοι για παράβαση των άρθρων 26 , 27, 45, 46, 49, 94, 9S, 386 παρ.1 Π.Κ. και άρθρα 2 παρ.1 , 2α , 3 παρ.1,2,4 εδ. ιη. 5,6,39 παρ. 1 , 62, 40,41,4 του Ν. 4557/2018, που φέρονται τελεσθείσες στην Αθήνα από τον Φεβρουάριο του 2017 και εντεύθεν.
Απαλλάσσουμε την προσφεύγουσα των δικαστικών εξόδων της παρούσης καθόσον δεν προέκυψε ότι η υπό κρίση προσφυγή ήταν εντελώς ψευδής ή έγινε από δόλο.
Παραγγέλλουμε την επίδοση αντιγράφου της παρούσης στην προσφεύγουσα.
Αθήνα 11-02-2021
Ο Εισαγγελέας Εφετών