Όπως αναφέρεται και στην με αριθμό 1578/2025 απόφαση του Πολυμελούς Εφετείου Αθηνών, επί υποθέσεως που χειρίστηκε το δικηγορικό μας γραφείο, από τη διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, που συνιστά ταυτόχρονα και αδικοπραξία (άρθρο 914 ΑΚ), απαιτούνται:
α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού,
β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, και
γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, ως τέτοια δε νοείται κάθε μείωση της συνολικής αξίας της περιουσίας, αλλά και η απειλή μείωσής της, όταν δημιουργείται χειροτέρευση της ενεστώσας περιουσιακής κατάστασης, όπως και η απειλή ή ο κίνδυνος της περιουσίας στο μέλλον λόγω εμπλοκής σε δαπανηρό δικαστικό αγώνα(ΑΠ 318/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, λόγω της μη αναγκαίας ταύτισης του προσώπου που απατήθηκε και εκείνου που υπέστη τη βλάβη, η απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παράσταση ψευδών γεγονότων σε πολιτική δίκη, που αποτελεί ειδικότερη μορφή της απάτης του άρθρου 386 του ΠΚ, η οποία (απάτη) στοιχειοθετείται όταν ο διάδικος σε πολιτική δίκη όχι μόνο προβάλλει ψευδή πραγματικά ισχυρισμό, αλλά ταυτόχρονα προσκομίζει προς υποστήριξή του, εν γνώσει του ψευδή αποδεικτικά μέσα, όπως η εν γνώσει προσκόμιση και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν, ανακριβών όμως κατά περιεχόμενο, με αποτέλεσμα την έκδοση δυσμενούς για την περιουσία του αντιδίκου του δικαστικής απόφασης, οπότε η απάτη στο Δικαστήριο είναι τετελεσμένη. Αν, όμως, το δικαστήριο δεν παραπλανήθηκε από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ψευδή αποδεικτικά στοιχεία και απέρριψε αυτούς, τότε υφίσταται αξιόποινη απόπειρα της ανωτέρω πράξης.
Τέλος, η επίκληση και προσκόμιση των ως άνω αποδεικτικών μέσων είναι απαραίτητη για τη συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης, ακόμη και με τη μορφή της απόπειρας τελέσεώς του, καθόσον μόνον η υποβολή αναληθούς ισχυρισμού στο δικαστήριο δεν συνιστά πράξη περιέχουσα αρχή εκτέλεσης της απάτης κατά την έννοια του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ [ΑΠ (Ποιν) 787/2015, ΑΠ (Ποιν) 1184/2014, ΑΠ (Ποιν) 1499/2013, ΑΠ (Ποιν) 512/2011, ΤΝΠ Νόμος].
Δεν τελείται, όμως, το αδίκημα της απάτης (ούτε σε απόπειρα) σε δίκη όπου ο δικαστής δεν προέβη σε έλεγχο της ουσιαστικής αλήθειας των ισχυρισμών του διαδίκου που φέρεται ως δράστης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που η αγωγή του τελευταίου απορρίφθηκε ως αόριστη ή ως μη νόμιμη, και, συνεπώς, τα προσκομισθέντα απ’ αυτόν προς υποστήριξη της αγωγής του ψευδή αποδεικτικά στοιχεία δεν ελήφθησαν ούτε μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να τεθεί θέμα απόπειρας απάτης [ΑΠ (Ποιν) 702/2019, ΑΠ (Ποιν) 2078/2005, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ (Ποιν) 765/2001 ΠοινΧρ 2002.238, ΜΕφΠειρ 23/2020, ΤΝΠ Νόμος].
Επί ασφαλιστικών, όμως, μέτρων, που το Δικαστήριο αποφασίζει κατά πιθανολόγηση, η απάτη μπορεί να συντελεσθεί με οποιοδήποτε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο και συνεπώς, με την προβολή και μόνο ψευδών ισχυρισμών (ΑΠ 308/2018).