Ποινικό Δίκαιο

Το έγκλημα της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας

Δικηγόρος Αθήνα

Όπως αναφέρεται στην με αριθμό 3260/2025 Πρόταση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, η οποία απευθύνεται προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, επί υποθέσεως που χειρίζεται το δικηγορικό μας γραφείο, για τα εγκλήματα της απόπειρας ανθρωποκτονίας, της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας, της απειλής και της εξύβρισης:

Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 περ. α΄ εδ. β΄ του Ν. 2168/1993, “όπλα θεωρούνται και τα αντικείμενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άμυνα”. Προσέτι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 του ίδιου ως άνω νόμου, “απαγορεύεται να φέρονται όπλα ή άλλα είδη που προβλέπονται στο άρθρο 1 του νόμου αυτού”. Κατά δε την παρ. 13 α΄ του άρθρου 10 του ίδιου ως άνω νόμου (όπως η παρ. 13 ισχύει πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 153 παρ. 2 Ν.5187/2025, ΦΕΚ Α΄ 48/21.03.2025), “όποιος φέρει παράνομα όπλα ή άλλα είδη που διαλαμβάνονται στις παραγράφους 1, πλην της περιπτ. γ’ και 3 περίπτ. α’ και δ’ του άρθρου 1 του παρόντος, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών” και κατά την παρ. 13 εκδ. β’, “όποιος φέρει παράνομα όπλα ή άλλα είδη που διαλαμβάνονται στις παρ. 1 περίπτ. γ, 2 και 3 περίπτ. β’, γ’ και ε’ του άρθρου 1 του παρόντος ή παραβαίνει τις διατάξεις των παραγράφων 11 και 12 του παρόντος άρθρου, τιμωρείται με φύλαξη μέχρι δύο (2) ετών και χρηματική ποινή”.

Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του πλημμελήματος της παράνομης οπλοφορίας, απαιτείται ο δράστης να φέρει παράνομα απαγορευμένο κατά τα παραπάνω όπλο, δηλαδή να το κρατά ή να το έχει πλησίον του για άμεση λήψη και χρήση του, στη σφαίρα κατοχής του και σε διάθεση του, όπλο που είναι πρόσφορο για επίθεση ή άμυνα, όπως είναι και τα πιστόλια.

Τέλος, κατά. τη διάταξη του άρθρου 14 του ίδιου ως άνω νόμου 2168/1993 “Όποιος με χρήση όπλου ή άλλου αντικειμένου αναφερόμενου στον παρόντα νόμο διαπράξει κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο ή αμέλεια και καταδικασθεί, ανεξάρτητα από την ποινή που επιβάλλεται γι’ αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών”.

Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 14 του Ν. 2168/1993, προκύπτει ότι, το έγκλημα της οπλοχρησίας δεν είναι ίδιον και αυτοτελές, δηλαδή δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς την κύρια πράξη. Τούτο σημαίνει ότι, εφόσον για οποιονδήποτε λόγο, δεν είναι τιμωρητή η κύρια πράξη του κακουργήματος ή του πλημμελήματος που τελέστηκε είτε από πρόθεση είτε από αμέλεια, δεν μπορεί να καταδικαστεί κάποιος για τη χρήση του όπλου κατά την τέλεση αυτής. Με άλλη διατύπωση, η ύπαρξη καταδίκης για το κύριο έγκλημα, για την τέλεση του οποίου έγινε χρήση όπλου, συνιστά εννοιολογική προϋπόθεση του αξιόποινου, αυτοτελή και ανεξάρτητη του αρχικού αδίκου και του αρχικού καταλογισμού, και συνεπώς εξωτερικό όρο του αξιοποίνου της πράξης που τελέστηκε με τη χρήση του όπλου, η μη συνδρομή του οποίου αποκλείει το αρχικό αξιόποινο.

Προϋποθέτει δηλαδή καταδικαστική απόφαση για την κύρια πράξη και δεν νοείται η ολοκλήρωση του χωρίς να υπάρχει και να τιμωρείται η κύρια πράξη, έναντι της οποίας αποτελεί παρεπόμενο. Για την ύπαρξη της οπλοχρησίας πρέπει το όπλο να χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τον ειδικό λειτουργικό του προορισμό, χωρίς να είναι αναγκαίο να επιτύχει και το σκοπούμενο πλήγμα, ενώ για τον προσδιορισμό ενός αντικειμένου ως όπλου λαμβάνεται υπόψη η φύση, το είδος, η μορφή και η διαπίστωση ότι είναι πρόσφορο για επίθεση ή άμυνα (ΑΠ 470/2023, ΑΠ 199/2020, ΑΠ 199/2020, ΑΠ 406/2019, ΑΠ 398/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).