Όπως αναφέρεται και στην με αριθμό 749/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου, επί υποθέσεως που χειρίστηκε το δικηγορικό μας γραφείο, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου.
Ως κανόνας δε ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση του οποίου ιδρύει τον άνω λόγο αναίρεσης, νοείται εκείνος, ο οποίος ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις για τη μη τήρηση αυτών (ΑΠ 608/2008).
Τέτοιο όμως κανόνα δεν περιέχει η διάταξη του άρθρου 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 “περί δικαστικών ενσήμων”, όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικώς με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/42 και η οποία στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 11 του ν.δ. 4189/1961, 70 παρ. 3 και 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011 και το άρθρο 21 του ν. 4055/2012, διότι οι διατάξεις αυτές εντάσσονται, ως εκ του περιεχομένου τους, που καθορίζουν, ως προϋπόθεση παροχής δικαστικής προστασίας, την προηγούμενη καταβολή δικαστικού ενσήμου, στις οριζόμενες σ’ αυτές υποθέσεις, στο πλαίσιο όχι των ουσιαστικού δικαίου, υπό την προαναφερθείσα έννοια, διατάξεων, αλλά του δικονομικού δικαίου, ήτοι των κανόνων, που καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας (ΑΠ 2031/2017, ΑΠ 491/2015, ΑΠ 1077/2014, ΑΠ 181/2013, ΑΠ 1320/2010).
Ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι σε περίπτωση μη καταβολής του οφειλόμενου δικαστικού ενσήμου ο ενάγων θεωρείται, ότι δικάζεται ερήμην και, συνεπώς σε περίπτωση παράβασης αυτών, δεν ιδρύεται άλλος λόγος αναίρεσης, παρά μόνον ο από τον αριθ. 6 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 235/2022, ΑΠ 1485/2018) και μόνο για την περίπτωση, κατά την οποία ο διάδικος δικάσθηκε ερήμην, όχι δε και όταν ο τελευταίος δικάσθηκε αντιμωλία (ΑΠ 1293/2018, ΑΠ 367/2018, ΑΠ 116/2016, ΑΠ 491/2015).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, προβάλλεται η από τον αρ. 1 του άρθρου 559 αιτίαση, ότι το Πρωτοδικείο παρά το νόμο δεν απέρριψε την ένδικη αγωγή, λόγω της πλασματικής ερημοδικίας του ενάγοντος που προκλήθηκε από την μη καταβολή δικαστικού ενσήμου διότι εσφαλμένα το δικαστήριο έκρινε ότι δεν απαιτείται για την ένδικη αγωγή η καταβολή δικαστικού ενσήμου. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος, (ΑΠ 1320/2010) αφού, όπως προαναφέρθηκε, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων για το δικαστικό ένσημο, για το οποίο σημειωτέον το Πρωτοδικείο δέχθηκε ανελέγκτως ότι δεν απαιτείται καταβολή, δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης, παρά μόνο αυτός που προβλέπεται από το άρθρο 559 αρ. 6 ΚΠολΔ και μόνο όταν ο διάδικος δικάστηκε ερήμην, η όποια δε απόπειρα θεμελίωσης του λόγου αυτού στον αρ. 6 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ως ερειδόμενη επί αναληθούς προϋποθέσεως ενόψει του ότι στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων δικάστηκε κατ’ αντιμωλία, είναι αβάσιμη (πρβλ. ΑΠ 2031/2017, 491/2015 ).