Αποζημιώσεις

Χρόνος παραγραφής απαιτήσεως από αδικοπραξία

Δικηγόρος Αθήνα

Όπως αναφέρεται και στην με αριθμό 556/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί υποθέσεως που χειρίστηκε το δικηγορικό μας γραφείο, κατά τη διάταξη του άρθρου 937 του ΑΚ, «1. Η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. 2. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης».

Η δεύτερη παράγραφος της ανωτέρω διάταξης, θεσπίσθηκε για τον λόγο, ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένη η κατάλυση μέσω της παραγραφής της αστικής προς αποζημίωση απαιτήσεως, ενόσω ο δράστης της αδικοπραξίας θα ήταν ακόμη εκτεθειμένος στην βαρύτερα πλήττουσα αυτόν, ποινική δίωξη και στην συνέχεια καταδίκη. Για την εφαρμογή δε της διατάξεως αυτής πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις:

1) Η αδικοπραξία πρέπει να αποτελεί συνάμα κολάσιμη κατά τον ποινικό νόμο πράξη. Δεν αποτελεί, όμως, προϋπόθεση η προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως και η τιμωρία του δράστη. Αν δεν έχει προηγηθεί άσκηση ποινικής διώξεως, το πολιτικό δικαστήριο που κρίνει την αγωγή αποζημιώσεως ερευνά τη συνδρομή των υποκειμενικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων της κολάσιμης πράξεως.

2) Η ποινική αξίωση της πολιτείας για την τιμωρία της αξιόποινης πράξεως πρέπει να υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή.

Για την διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξεως είναι ή όχι μακρότερη από την αστική παραγραφή της απαιτήσεως από την αδικοπραξία θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξεως, ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη στον ποινικό νόμο, αναλόγως, ποινική παραγραφή όπως αυτή, ως προς τη διάρκεια της, καθορίζεται στο άρθρο 111 ΠΚ ή σε διάταξη άλλου, ειδικού ποινικού νόμου, η οποία προκειμένου περί κακουργημάτων ανέρχεται σε δέκα πέντε (15) έτη και σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ αρχίζει από τον χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από την αφετηρία της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως, όπως αυτή προβλέπεται στη παρ. 1 του άρθρου 937 ΑΚ (Ολ. ΑΠ 21/2003). Στην ίδια δε δεκαπενταετή παραγραφή υπόκειται και η απαίτηση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αξιόποινη πράξη που συνιστά κακούργημα, με αφετηρία τον ίδιο πιο πάνω χρόνο (ΑΠ 981/2019, ΑΠ 901/2014).

Ως προς την έναρξη της παραγραφής των αξιώσεων από αδικοπραξία, δεδομένου ότι αυτή εξαρτάται από τη γνώση της ζημίας και του υποχρέου προς αποζημίωση, σημειώνεται ότι ως «γνώση της ζημίας» θεωρείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξης, χωρίς να απαιτείται γνώση της ακριβούς έκτασης της ζημίας, ενώ γνώση του υπόχρεου υπάρχει, όταν ο παθών γνωρίζει τόσα περιστατικά, ώστε να μπορεί με βάση αυτά να εγείρει αγωγή κατά ορισμένου προσώπου, με πιθανότητα επιτυχίας (ΑΠ 932/2014, ΑΠ 72/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τα ανωτέρω ισχύουν για τον υπαίτιο της πράξεως, ήτοι τότε μόνον, όταν ο δράστης της αξιόποινης πράξεως είναι ταυτόχρονα και ο υπόχρεος σε αποζημίωση (ή χρηματική ικανοποίηση) και όχι όταν ο αστικός υπεύθυνος είναι διαφορετικό πρόσωπο. Στην τελευταία περίπτωση, η παραγραφή της αξιώσεως από την αδικοπραξία εξακολουθεί να είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση, κατά την αμέσως προεκτεθείσα έννοια, άσχετα αν ο δράστης της αξιόποινης πράξης ενήργησε ως προστηθείς ή όργανο του εναγόμενου σε αποζημίωση (ή χρηματική ικανοποίηση) φυσικού ή νομικού προσώπου (άρθρα 922, 923, 71 ΑΚ) και ανεξάρτητα από τον τρόπο συμμετοχής του δράστη στην αξιόποινη πράξη, ως αυτουργού, ή συνεργού ή ηθικού αυτουργού, αρκεί ότι το εναγόμενο, ως υπόχρεο σε αποζημίωση  πρόσωπο, δεν υπέχει κατά νόμο ποινική ευθύνη, αλλά ενάγεται, ως αστικώς υπεύθυνο, όπως πρωτίστως συμβαίνει επί νομικών προσώπων, των οποίων όργανα ή προστηθέντες τέλεσαν, ως αυτουργοί ή συμμέτοχοι, την αξιόποινη πράξη (ΑΠ 981/2019, ΧρΙΔ 2019.662, ΑΠ 982/2019, ΑΠ 1749/2007, Τ.Ν.Π. Νόμος, Μ. Μαργαρίτη – Ά. Μαργαρίτη, Επίτομη Ερμηνεία ΑΚ [2016], άρθρο 937, αρ. 7, 15, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος [2η έκδοση- 2015], σελ. 717-719 με τις εκεί παραπομπές, του ιδίου, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 937, αρ. 15, 23, 33, Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, άρθρο 937, αρ. 10-12, 19).