Όπως αναφέρεται στην με αριθμό 1202/2022 Πρόταση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, σε υπόθεση που χειρίστηκε το γραφείο μας, σύμφωνα με το άρθρο 299 § 1 του Π.Κ. «1. Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. 2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται κάθειρξη».
Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου με θετική ενέργεια ή και με παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, χωρίς να περιορίζονται από το νόμο ο τρόπος και τα μέσα της θανάτωσης. Αρκεί για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος η διαπίστωση της ύπαρξης αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του υπαιτίου και του θανατηφόρου αποτελέσματος.
Ως προς την υποκειμενική υπόσταση ο νόμος απαιτεί δόλο οποιοσδήποτε βαθμού, ακόμα και ενδεχόμενο, που σημαίνει ότι ο δράστης γνωρίζει (έστω και υπό καθεστώς αμφιβολίας) ότι με την πράξη του ή την παράλειψή του θα επέλθει ο θάνατος άλλου και επιδιώκει το αποτέλεσμα αυτό, ή έστω το αποδέχεται (ΑΠ 630/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1851/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τη διατύπωση του προαναφερόμενου άρθρου 299 του Π.Κ. συνάγεται, ότι για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση γίνεται διάκριση του δόλου σε δύο διαβαθμίσεις, ήτοι σε προμελετημένο (της παρ. 1) και απρομελέτητο (της παρ. 2), όταν υπάρχει βρασμός ψυχικής ορμής. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως μολονότι αυτό δεν αναφέρεται ρητώς στη διάταξη, ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται υπό το κράτος ψυχικής υπερδιέγερσης και κατά την λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας, γιατί, αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 299 του Π.Κ. για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη.
Για την ύπαρξη του στοιχείου του βρασμού ψυχικής ορμής στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος (οργής θλίψης, φόβου, πάθους κ.λ.π.), αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φτάνει σε τέτοια ψυχική κατάσταση και ένταση, που να αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή τη δυνατότητα της στάθμισης των αιτίων που κινούν στην πράξη ή απωθούν από αυτήν, χωρίς όμως η σχετική διατάραξη της συνείδησης να αναιρεί ή να μειώνει σημαντικά την ικανότητα καταλογισμού της πράξης. Προς τούτο, το δικαστήριο και το δικαστικό συμβούλιο, στην πρώτη περίπτωση, πρέπει να διαλαμβάνει στην αιτιολογία της αποφάσεώς ή του βουλεύματος του αντίστοιχα, ότι ο δράστης ενήργησε ή όχι με ψυχική ηρεμία. Δεδομένου, όμως, ότι στο νόμο δεν ορίζεται ως στοιχείο του δόλου του δράστη η ψυχική του ηρεμία, απαιτείται αυτό να προκύπτει είτε με ρητή έκθεση, είτε με άλλη παρεμφερή φράση, είτε από τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 1409/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 360/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Ο ανθρωποκτόνος δόλος του δράστη γενικώς διαγιγνώσκεται από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, ήτοι τα μέσα της επίθεσης του δράστη και την επικινδυνότητα τους, την κατεύθυνση του πλήγματος και το ευπαθές και καίριο ή μη μέρος του σώματος του θύματος όπου αυτό στόχευε, την εγγύτητα της απόστασης από την οποία εκδηλώθηκε, την πολλαπλότητα και σφοδρότητα των χτυπημάτων, την σοβαρότητα των προκληθεισών κακώσεων, τα ωθήσαντα στην πράξη αίτια, τις τυχόν προηγηθείσες σχετικές απειλές, τις προϋπάρχουσες σχέσεις μεταξύ του δράστη και του θύματος κλπ., πρέπει δε να κατευθύνεται προς την αφαίρεση της ζωής άλλου, έστω και μη προσδιορισμένης ταυτότητος (ΑΠ 608/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1862/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1190/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).