Σύμφωνα με τις διατάξεις του νδ. 1146/1972 και του ν. 722/1977 που ισχύουν παράλληλα, κάθε συμφωνία περί μεταβιβάσεως της κυριότητας επί αυτοκινήτου οχήματος ή μοτοσικλέτας, κάθε κατηγορίας και χρήσης, ολοκλήρου ή ιδανικού μεριδίου, καταχωρίζεται στο βιβλιάριο μεταβολών του οχήματος και η εγγραφή αυτή αποτελεί τη μοναδική απόδειξη κτήσεως της κυριότητας, η τήρηση δε του τύπου αποτελεί συστατικό στοιχείο για το κύρος της δικαιοπραξίας. Σημειώνεται δε ότι η τήρηση του συστατικού αυτού τύπου απαιτείται μόνο για την εμπράγματη δικαιοπραξία της μεταβίβασης και όχι για την υποσχετική της πωλήσεως ή το προσύμφωνο, οι οποίες καταρτίζονται και ατύπως (βλ. ΑΠ 1332/2017, ΕφΑθ 64/1997, ΕιρΠειρ 9/2015 στη ΝΟΜΟΣ με εκεί παραπομπές σε ΑΠ 161/85 ΝοΒ 33 1705, ΑΠ 1311/84 ΝοΒ 33 996, ΕφΑθ 3183/90 Δνη 31 1506, ΕφΑθ 859/87 Δνη 28 1457, Απ. Γεωργιάδη ΕμπρΔικ εκδ. 1991, τ. Ι, σελ. 478 και 479, αρ. 23-25).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. ΓΠΝ-1911 “Δια πάσαν υπό του αυτοκινήτου κατά τη λειτουργίαν του ζημίαν προς τρίτους ενέχεται εις αποζημιώσεις ο δε οδηγός και ο κατά το άρθρο 2 κάτοχος, ο δε ιδιοκτήτης εν η περιπτώσει είναι τοιούτος άλλος ή ο κάτοχος ενέχεται μόνον μέχρι τις αξίας του αυτοκινήτου, το οποίον παραχωρών εις το ζημιωθέν πρόσωπον, δύναται κατά την κρίσιν του δικαστηρίου να απαλλαχθή κατά πάσης άλλης αποζημιώσεως. Πλείονων κατόχων ή ιδιοκτητών του αυτοκινήτου η ευθύνη κανονίζεται κατά το άρθρο 9 του παρόντος Νόμου”.
Εντεύθεν, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη θεσπίζεται η αντικειμενική ευθύνη (ευθύνη από διακινδύνευση) του ιδιοκτήτη και κατόχου του αυτοκινήτου, έστω και εάν δεν μπορεί να του αποδοθεί πταίσμα για το τροχαίο ατύχημα. Δικαιολογητικός λόγος της ανωτέρω αντικειμενικής ευθύνης είναι η διαπίστωση ότι ορισμένο πρόσωπο συνδέεται με το αυτοκίνητο, ήτοι την πηγή κινδύνου με ορισμένη σχέση αντλώντας άμεσα ή έμμεσα ωφελήματα.
Στην περίπτωση κατά την οποία ιδιοκτήτης οχήματος έχει πωλήσει το αυτοκίνητό του, έχοντας λάβει το αντίστοιχο τίμημα, και έχει παραδώσει την νομή αυτού, έχοντας έτσι εκφράσει ρητώς και κατηγορηματικώς στον πραγματικό κόσμο πράξεις οριστικής αποξένωσης από το περιουσιακό του στοιχείο, πλην όμως δεν έχει ολοκληρωθεί το τυπικό στοιχείο της καταχώρησης στο βιβλιάριο μεταβολών του οχήματος, πρέπει να γίνει δεκτό κατά συσταλτική ερμηνεία της προειρημένης διατάξεως ότι διακόπτεται η σχέση του με την πηγή κινδύνου και συνεπώς δεν ευθύνεται ούτε αντικειμενικά. Η ανωτέρω θέση επικουρείται και από τη δυνατότητα που παρέχεται από την προειρημένη διάταξη στον ιδιοκτήτη του οχήματος, να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη παραχωρώντας το αυτοκίνητο στον ζημιωθέντα, δυνατότητα που δεν έχει ο ήδη παραχωρείσας το αυτοκίνητο σε έτερο πρόσωπο. Αυτό θα ήταν ενάντια στη λογική του νομοθέτη, καθώς σε αυτή την περίπτωση, θα προέκυπτε το άτοπο αυτός ο οποίος έχει αποκοπεί από την πηγή του κινδύνου να βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση από αυτόν που κατά τον χρόνο του τροχαίου συνδέεται με την πηγή του κινδύνου με υφιστάμενο κίνδυνο.
Το παραπάνω είναι απόσπασμα της νομολογίας που περιέχεται στην υπ. αρ. 502/2024 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί υποθέσεως την οποία χειρίστηκε το δικηγορικό μας γραφείο.