Αποζημιώσεις, Ιατρικό Δίκαιο

Ο προσδιορισμός του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης

Δικηγόρος Αθήνα

Ο προσδιορισμός του καταβλητέου σε κάθε πρόσωπο της οικογένειας ποσού, λόγω της ψυχικής του οδύνης, μπορεί να διαφέρει κατά περίπτωση και απόκειται στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου (βλ. ΟλΑΠ 1/2015, ΑΠ 230/2015, ΑΠ 745/2010 στην ΤΝΠ του ΔΣΑ “ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ”, ΑΠ 451/2001 ΝοΒ 50 521, ΑΠ 745/2000 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 749/2000 ΕλλΔνη 2001 76, ΑΠ 758/2000 ΕλλΔνη 42 76, ΕφΛαρ 4/2011 στην ΤΝΠ του ΔΣΑ “ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ”), με βάση τα υποβαλλόμενα στην κρίση του περιστατικά, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (βλ. και ΑΠ 435/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1433/2000 ΕλλΔνη 2001 673, ΑΠ 1114/2000 ΕλλΔνη 41 1591). Μεταξύ των κριτηρίων που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως είναι, μεταξύ άλλων, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη και το συντρέχον πταίσμα του παθόντος, με βάση το οποίο το δικαστήριο, ύστερα από σχετική ένσταση του υποχρέου, μπορεί ανάλογα με τη βαρύτητα που αποδίδει σ’ αυτό, να επιδικάσει ή μη χρηματική ικανοποίηση ή να μειώσει το ποσό αυτής (ΑΠ 350/1999 ΕλλΔνη 40 1515), η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων και η ηλικία του θανόντος, ενώ η οικονομική κατάσταση του συνυπόχρεου ασφαλιστή δεν ερευνάται, αφού η ευθύνη του είναι εγγυητική (βλ. σχετ. ΕφΘεσ 1715/1999, 1532/1999, 2513/1999 Αρμ 2000 σελ. 1209. 12010 και 1487 αντίστοιχα με εκεί παραπομπές σε συγγραφείς και νομολογία).

Για το ορισμένο της σχετικής αγωγής (για επιδίκαση ψυχικής οδύνης) δεν απαιτείται όπως ο ενάγων εξειδικεύει τα στοιχεία εκείνα που είναι προσδιοριστικά της κοινωνικής και περιουσιακής κατάστασης του δικαιούχου και του υπόχρεου, την ηλικία του θανατοθέντος και των μελών της οικογενείας του, το βαθμό του πταίσματος του αδικοπρακτήσαντος, καθόσον τα παραπάνω στοιχεία δύνανται να προκύψουν από τις αποδείξεις (βλ. ΕφΑθ 8981/1998 ΕλλΔνη 42 (2001) 750, Κρητικός σελ. 996), κατ’ εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το δικαστήριο που προσδιορίζει το ποσό κατά την εύλογη κρίση του, χωρίς την υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια (βλ. ΑΠ 1433/2000 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 119/1999 ΝοΒ 43 478, ΕφΘεσ 2513/1999 Αρμ 54 1487, ΕφΑθ 920/1986 ΕλλΔνη 28 472, ΕφΑθ 7364/1986 ΑρχΝ 1987 583).

Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (καταρχήν αναιρετικά ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), την οποία εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 και ΑΠ 327/2017 στη ΝΟΜΟΣ).

Το παραπάνω είναι απόσπασμα της νομολογίας που περιέχεται στην υπ. αρ. 502/2024 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί υποθέσεως την οποία χειρίστηκε το δικηγορικό μας γραφείο.