Κατά τη διάταξη του α. 229 παρ. 1 ΠΚ, “όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή”, ενώ κατά τη διάταξη του α. 39 παρ. 1 ΚΠΔ, “όταν κατά τη διάρκεια πολιτικής ή διοικητικής ή ποινικής δίκης ανακύπτει γεγονός που μπορεί να χαρακτηριστεί έγκλημα διωκόμενο αυτεπαγγέλτως, ο δικαστής οφείλει να συντάξει έκθεση και να τη διαβιβάσει στον αρμόδιο εισαγγελέα με κάθε πληροφορία και με τα σχετικά έγγραφα”.
Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει μνεία ότι προ των αλλαγών του Ποινικού Κώδικα, το 2019, η διάταξη για την ψευδή καταμήνυση όριζε στην παράγραφο 1 ότι “Όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους”. Όπως προκύπτει, λοιπόν, ο ψευδομηνυτής κατά τις προγενέστερες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, έπρεπε να αποβλέπει με αυτήν την ψευδή καταμήνυση, να είχε σκοπό, δηλαδή, στο να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του, ενώ, πλέον (μετά τις αλλαγές του Ν. 4619/2019), ο ψευδομηνυτής δεν απαιτείται να έχει σκοπό να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η ψευδής καταγγελία του.
Όπως αναφέρεται και στην Διάταξη με αριθμό ΠΡΦ22-588 της Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών Κυριακούλας Χατζηνώτα, μετά από προσφυγή που άσκησε ο εντολέας μας, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής και ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθεια της. Το έγκλημα είναι τελειωμένο μόλις περιέλθει η μήνυση ή η έγκληση στην αρχή ή γίνει ανακοίνωση σ’ αυτήν ανεξάρτητα αν στη συνέχεια ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του μηνυόμενου ή εγκαλούμενου ή εκινήθη από την αρχή η διαδικασία της ποινικής δίωξης, αρκεί να είναι δυνατή η δίωξη του μηνυόμενου. Δεν μπορεί να ευσταθήσει κατηγορία για ψευδή καταμήνυση μόνον αν από το περιεχόμενο αυτών που εκτίθενται στη μήνυση ή έγκληση ή ανακοίνωση προκύπτει το ακαταδίωκτο της καταμαρτυρούμενης πράξης για οποιονδήποτε λόγο (ΑΠ 16/2021, ΑΠ 43/2021, ΑΠ 999/2020, ΑΠ 1023/2019, ΑΠ 1525/1991 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, το έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως και μάλιστα υπό την τετελεσμένη του μορφή τελείται όχι μόνον δια της υποβολής έγκυρης μηνύσεως κατ’ άρθρον 42 παρ. 2 του ΚΠΔ αλλά και δια αναφοράς-ανακοινώσεως στην αρχή όπως δια της προσβολής του εγγράφου ως πλαστού στα πλαίσια εκδίκασης αστικής δίκης (ΑΠ 1525/1991 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δια της εξετάσεως του καταγγέλοντος ως υπόπτου ή μάρτυρα στο πλαίσιο διενεργούμενης προκαταρκτικής εξέτασης ή δια της υποβολής αναληθούς αγωγής στο δικαστήριο, όπως εν προκειμένω, ανεξαρτήτως αν ο δικαστής διαβίβασε ή όχι την ψευδή αναφορά-ανακοίνωση στον αρμόδιο εισαγγελέα κατ’ άρθρον 39 του ΚΠΔ, ώστε μη ορθώς η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών απέρριψε αυτήν ως νόμω αβάσιμη ενώ όφειλε να προβεί σε ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης παραγγέλοντας υποχρεωτικά για το έγκλημα αυτό, ως πλημμέλημα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου, προκαταρκτική εξέταση κατ’ αρθρο 43 παρ. 1, 51 ΚΠΔ.