Κατά τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. ε’ του Ποινικού Κώδικα, “κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο υπαίτιος με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του υπαιτίου για πορισμό εισοδήματος“.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της κατ’ επάγγελμα τέλεσης της πράξης, αντικειμενικά μεν απαιτείται η επανειλημμένη τέλεση αυτής, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή της χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το ίδιο έγκλημα. Εάν όμως δεν υπάρχει επανειλημμένη τέλεση, αρκεί για τη διάγνωση της κατ’ επάγγελμα τέλεσης του εγκλήματος να διαπιστώνεται ότι η αξιόποινη πράξη τελείται μεν για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου. Πρέπει, δηλαδή, από την υποδομή, που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, να προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος.
Το στοιχείο της επανειλημμένης τέλεσης ενυπάρχει (και) επί εγκλήματος κατ’ εξακολούθηση (άρθρο 98 Π.Κ.). Από το άρθρο 98 του Ποινικού Κώδικα προκύπτει ότι κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση απόφασης (ενότητα δόλου). Με τη διάταξη, δε, της παραγράφου 2 του άρθρου 98 του Ποινικού Κώδικα, που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 Ν. 2721/1999, ορίζεται, ότι η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.
Έτσι, μεταξύ των άρθρων 13 περ. ε’ και 98 του Ποινικού Κώδικα, πρέπει να γίνεται συσταλτική ερμηνεία, ώστε να μην θεωρούνται όλα τα κατ’ εξακολούθηση εγκλήματα ως τελούμενα κατ’ επάγγελμα. Το παραπάνω είναι εξαιρετικής σημασίας, αφού, εάν γινόταν σύγχυση, κατ’ εξακολούθηση τελούμενα πλημμελήματα, αν χαρακτηρίζονταν (και) ως κατ’ επάγγελμα τελεσθέντα, θα μετατρέπονταν σε κακουργήματα.
Τέλος, όπως αναφέρεται και στην υπ. αριθμόν 299/2002 απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ηρακλείου, σε αντίθεση με το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, στο κατ’ επάγγελμα έγκλημα ο νομοθέτης απέβλεψε στην ποινικοποίηση της “επανειλημμένης” τέλεσης της πράξης ως εκδήλωσης μιας ενιαίας εγκληματικής συμπεριφοράς, από το σύνολο της οποίας και μόνο θα διαπιστώσει το δικαστήριο αν συντρέχει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος.