Η ηχογράφηση τηλεφωνικών συνομιλιών έχει αποτελέσει ζήτημα που έχει απασχολήσει τόσο την καθημερινότητα των πολιτών, όσο και τη Δικαιοσύνη. Ωστόσο, το παράνομο ή όχι της εν λόγω πράξης δεν είναι κάτι που μπορεί να προσδιοριστεί καθολικά και για όλες τις περιπτώσεις που αυτή τελείται, αλλά, όπως διαπιστώνεται, αποτελεί σύνθετο νομικό ζήτημα, το οποίο έχει τεθεί και ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η ρύθμιση, μάλιστα, της συμπεριφοράς αυτής, νομοθετικά, είναι σύνθετη, αφού υπάρχουν αρκετές διατάξεις, η ερμηνεία των οποίων οδηγεί στην απάντηση του εάν η ηχογράφηση τηλεφωνικών συνομιλιών είναι παράνομη ή όχι.
Η αναζήτηση της απάντησης εκκινεί από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, και πιο συγκεκριμένα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, “παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του”, ενώ κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου “δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων”.
Σε επίπεδο ελληνικής νομοθεσίας, ένα σύνολο διατάξεων του Συντάγματος της Ελλάδος, προστατεύουν τα έννομα αγαθά που σχετίζονται με την ηχογράφηση των τηλεφωνικών κλήσεων (ελεύθερη ανάπτυξη προσωπικότητας, ελεύθερη έκφραση κ.λπ.), ρυθμίζοντας, ταυτόχρονα, και κατά περιπτώσεις εξαιρέσεις.
Ειδικότερα:
- Kατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, “ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας”.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου5 παρ. 1 του Συντάγματος, “καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη”.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου5Α παρ. 1 του Συντάγματος, “καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση, όπως νόμος ορίζει. Περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό είναι δυνατόν να επιβληθούν με νόμο μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων”, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, “καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Η διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, τηρουμένων πάντοτε των εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α και 19”.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου9 παρ. 1 του Συντάγματος, “η κατοικία του καθενός είναι άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καμία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος και πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας”.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 9Α του Συντάγματος, “καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει”.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος, “το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων”, ενώ κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου “απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α”.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, “τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”.
Οι παραπάνω διατάξεις, υπερνομοθετικής ισχύος, οδήγησαν στη θέσπιση της διάταξης του άρθρου 370 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα, κατά την οποία “όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου”.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το νομικό μας σύστημα προστατεύει το απόρρητο της επικοινωνίας, ιδίως ως έκφανση της προσωπικής ελευθερίας, αλλά και την ελευθερία της επικοινωνίας. Συνεπώς, η ηχογράφηση τηλεφωνικής συνομιλίας, της οποίας το περιεχόμενο είναι μη δημόσιο (αφορά δηλαδή τον ιδιωτικό βίο), και την οποία (συνομιλία) τα μέρη που συνομιλούν δεν θέλουν να καταγραφεί, είναι πράξη παράνομη και τιμωρείται από τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να γίνουν και οι ακόλουθες παρατηρήσεις: Η διάταξη του άρθρου 370Α του Ποινικού Κώδικα εισάγει ορισμένες προϋποθέσεις ώστε να είναι παράνομη η καταγραφή. Έτσι, πρώτον, η καταγραφή πρέπει να είναι “αθέμιτη”. Αθέμιτη, έχει κριθεί από τα Ελληνικά Δικαστήρια ότι είναι η καταγραφή ή η παρακολούθηση, όταν αυτή γίνεται χωρίς να υπάρχει σχετικό δικαίωμα από το νόμο, ή όταν δεν υπάρχει συναίνεση του ομιλούντος στην καταγραφή ή την παρακολούθηση. Έτσι, δεν είναι αθέμιτη η ηχογράφηση τηλεφωνικών συνομιλιών, αν, για παράδειγμα, έχει διαταχθεί η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου. Δεύτερον, η συνομιλία πρέπει να αφορά “ιδιωτική”. Έτσι, μια δημόσια συνομιλία, δηλαδή μια συνομιλία που γίνεται σε χώρο που μπορεί να ακουστεί από αόριστο αριθμό ατόμων, δεν οδηγεί στην τέλεση του εγκλήματος του άρθρου 370Α του Ποινικού Κώδικα, σε περίπτωση που κάποιος την παρακολουθήσει ή την καταγράψει.
Όπως φαίνεται, έως αυτό το σημείο, εάν δεν έχει δοθεί σχετική εντολή άρσης τηλεφωνικού απορρήτου, οποιαδήποτε καταγραφή ιδιωτικής συνομιλίας, είναι παράνομη. Η κατάσταση, όμως, δεν είναι έτσι, αφού εισάγεται, με βάση το Σύνταγμα, μια επιπλέον εξαίρεση, όπου η καταγραφή ιδιωτικής συνομιλίας μπορεί να είναι νόμιμη, ακόμη και εάν δεν υπάρχει περίπτωση άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου.
Για το ζήτημα της ηχογράφησης τηλεφωνικής συνομιλίας έχει εκδοθεί η με αριθμό 14/2020 Γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Σύμφωνα με αυτή, η καταγραφή τηλεφωνικής συνομιλίας είναι νόμιμη και δεν συνιστά έγκλημα, όταν με αυτή δημιουργείται αποδεικτικό μέσο το οποίο μπορεί να αποδείξει την αθωότητα ενός κατηγορούμενου ή την ενοχή του, οι οποίες (είτε αθωότητα, είτε ενοχή), δεν μπορούν να αποδειχτούν με άλλον τρόπο πλην της ηχογράφησης.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι, γενικώς, η όποια καταγραφή ή μαγνητοφώνηση συνομιλίας αποτελεί παρανόμως αποκτηθέν αποδεικτικό μέσο, εάν αποκτάται προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στα δικαστήρια, και δεν λαμβάνεται υπόψη. Εξαίρεση στον κανόνα αυτόν αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, η περίπτωση κατά την οποία το αποδεικτικό μέσο, που δημιουργήθηκε με την ηχογράφηση, αποδεικνύει την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορούμενου, και, ταυτόχρονα, είναι το μοναδικό αποδεικτικό μέσο που μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή κρίση περί της δίχως αμφιβολίας ενοχής ή αθωότητας. Έτσι, εάν η αθωότητα ή η ενοχή κάποιου προκύπτει από ένα σύνολο αποδεικτικών μέσων, και, κάποιος ηχογραφήσει συνομιλία για να αποκτήσει “άλλο ένα αποδεικτικό μέσο”, πέραν των ήδη υπαρχόντων, τότε η ηχογράφηση αυτή θα συνεχίσει να είναι παράνομη! Ταυτόχρονα, πρέπει πάντα να γίνεται στάθμιση του προστατευόμενου έννομου αγαθού και του θιγόμενου, ώστε με την κατά τα άλλα παράνομη ηχογράφηση, να προκύπτει προάσπιση κάποιου σημαντικότερου από το έννομο αγαθό της ελεύθερης έκφρασης.
Όπως έχει αναφερθεί και από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Α. Ζύγουρα, στο άρθρο με τίτλο “Η δικονομική αξιοποίησις υπό των ιδιωτών των παρανόμως αποκτηθέντων υπ’ αυτών αποδεικτικών μέσων μετά την τελευταία νομοθετική μεταβολή”, δημοσιευμένο στα Ποινικά Χρονικά 2008, σελ. 1013, και ήδη είχε γίνει δεκτό και στην υπ’ αρ. 1/2001 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, “η έλλογη αξιοποίηση άλλων αποδεικτικών μέσων παρανόμως κτηθέντων, όπως λ.χ. με παραβίαση του ιδιωτικού απορρήτου κ.λπ., είτε υπέρ είτε κατά του κατηγορουμένου, εξασφαλίζει την ισορροπία στο σύστημα προστασίας αξιών κατά την αποδεικτική διαδικασία σύμφωνα με τη βαθύτερη λογική του δικαίου, η οποία στηρίζεται στη στάθμιση των εννόμων αγαθών και συμφερόντων και στη σύμμετρη κατ’ αναλογία διαφύλαξή τους”. Έτσι, υποστηρίζεται ότι “νόμιμα λαμβάνεται υπόψη υπέρ του κατηγορουμένου, υπό τον περιορισμό της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος, που θεσπίζει την αρχή της αναλογικότητας, το παρανόμως ληφθέν αποδεικτικό μέσο, όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητας του εγκλήματος για το οποίο κατηγορείται, το αποδεικτικό αυτό μέσο είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητάς του. Εξ’ άλλου, υπό τις ίδιες αυτές προϋποθέσεις θα ληφθεί υπόψη κατά του κατηγορουμένου παρανόμως αποκτηθέν αποδεικτικό μέσο, όταν αυτό αποτελεί το μοναδικό ενδεχομένως αποδεικτικό μέσο στο οποίο το θύμα δύναται να στηρίξει την καταγγελία του”. “Μια ολοκληρωτική απαγόρευση της χρήσης των παράνομων αποδεικτικών μέσων θα οδηγούσε σε παράλογα αξιακά αποτελέσματα ή στην καταβαράθρωση ενός συστήματος κοινωνικών αξιών. Επομένως, γίνεται δεκτό, ότι η χρησιμοποίηση παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων επιβάλλεται από την αρχή της αναλογικότητας και κατά του κατηγορουμένου, τουλάχιστον σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η εν λόγω απαγόρευση οδηγεί σε κατάργηση του δικαιώματος του πολίτη σε δικαστική ακρόαση και προστασία (άρθρο 20 παρ. 1 Συντάγματος), με αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμη και η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιόποινων πράξεων, τα συνταγματικά δικαιώματα-έννομα αγαθά του οποίου μπορούν να προστατευθούν μόνο με τη δικαστική αξιοποίηση κάποιου παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου”.