Ποινικό Δίκαιο

Σωματική βλάβη: Η διάκρισή της σε απλή, επικίνδυνη και βαριά

Δικηγόρος Αθήνα

Στα εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας περιλαμβάνονται οι διατάξεις των άρθρων 308, 309 και 310 του Ποινικού Κώδικα, οι οποίες αφορούν τις περιπτώσεις σωματικής βλάβης. Με τις διατάξεις αυτές επιδιώκεται η προστασία της σωματικής ακεραιότητας του ανθρώπου, η οποία μπορεί να θιγεί είτε με την πρόκληση σωματικών κακώσεων, είτε με βλάβη της υγείας του, είτε και με τους δύο τρόπους ταυτόχρονα.

Οι έννοιες της “σωματικής κάκωσης” και της “βλάβης της υγείας”, μπορεί εν πρώτοις να φαίνονται όμοιες και η μια να προϋποθέτει την ύπαρξη της άλλης -αφού η βλάβη της υγείας μπορεί να προκληθεί και με σωματική κάκωση-, στο ποινικό δίκαιο, όμως, υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ τους. Έτσι, γίνεται δεκτό, στη νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων και κυρίως του Αρείου Πάγου, ότι σωματική κάκωση είναι κάθε εξωτερική επενέργεια επί του σώματος, κάθε πράξη, δηλαδή, που προκαλεί απώλεια ή αλλοίωση της ύλης του σώματος. Περιπτώσεις σωματικής κάκωσης είναι, καταρχήν, τα τραύματα, στην έννοια των οποίων υπάγονται οι εκδορές, οι εκχυμώσεις, τα κατάγματα, οι θλάσεις, τα εγκαύματα, τα οιδήματα, οι μώλωπες, η ρήξη εσωτερικού οργάνου, ο ακρωτηριασμός, η διάτρηση, η τύφλωση, ενώ, περίπτωση σωματικής κάκωσης αποτελούν και οι παραμορφώσεις.

Από την άλλη, βλάβη της υγείας είναι κάθε διατάραξη των εσωτερικών λειτουργιών του σώματος, οργανική ή ψυχική. Στις περιπτώσεις βλάβης της υγείας υπάγονται οι περιπτώσεις μετάδοσης μολυσματικής νόσου, η πρόκληση μέθης, η επίδραση ναρκωτικών ή αναβολικών ουσιών, η απώλεια των αισθήσεων, η νευρική διαταραχή, η ψυχική νόσος και η διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών.

Ανάλογα με το βαθμό της ζημιάς που προξενήθηκε στον παθόντα, η σωματική βλάβη διακρίνεται σε απλή (άρθρο 308 Ποινικού Κώδικα), σε επικίνδυνη (άρθρο 309 Ποινικού Κώδικα) και σε βαριά (άρθρο 310 Ποινικού Κώδικα).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. α’ του Ποινικού Κώδικα, η οποία ορίζει το έγκλημα της απλής σωματικής βλάβης, “όποιος προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή”.

Θα μπορούσε να ειπωθεί, για να γίνει πιο εύκολα αντιληπτό, ότι στον Ποινικό Κώδικα μια σωματική βλάβη κρίνεται ως απλή, εάν δεν είναι επικίνδυνη ή βαριά (οι οποίες, δύο τελευταίες, ορίζονται με περισσότερη σαφήνεια στη διατύπωση του νόμου, όπως θα γίνει αντιληπτό εν συνεχεία). Πάντως, νομολογιακά έχει κριθεί ότι χαρακτηριστικές περιπτώσεις απλής σωματικής βλάβης είναι οι εκχυμώσεις, οι εκτεταμένες εκδορές, το οίδημα, η κάκωση της γνάθου ή το κάψιμο των δαχτύλων ή γενικότερα του δέρματος σε σχετικά μικρή έκταση.

Η απλή σωματική βλάβη, αναλόγως της σπουδαιότητας αυτής, μπορεί να είναι όλως ελαφρά (άρθρο 308 παρ. 1 εδ. β’ του Ποινικού Κώδικα). Η όλως ελαφρά σωματική βλάβη, χωρίς να είναι εντελώς επουσιώδης, έχει επιπόλαιες συνέπειες. Περιπτώσεις όλως ελαφράς σωματικής βλάβης έχει κριθεί ότι είναι οι μικροεκχυμώσεις, οι εκδορές, η εγκεφαλική διάσειση και το χτύπημα που προκαλεί κεφαλαλγία ή αίσθημα ζάλης.

Για την άσκηση της ποινικής δίωξης στην περίπτωση της απλής σωματικής βλάβης απαιτείται η υποβολή έγκλησης, εντός προθεσμίας 3 μηνών από το χρόνο τέλεσης της πράξης. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση που ο παθών είναι υπάλληλος και η πράξη τελέσθηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή για λόγους σχετικούς με την εκτέλεσή της ή υπάλληλος του πλειστηριασμού κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και η πράξη τελέσθηκε με αφορμή τον πλειστηριασμό, οπότε η δίωξη είναι αυτεπάγγελτη.

Στην περίπτωση της απλής σωματικής βλάβης -και μόνον-, ο δράστης είναι δυνατό να απαλλαγεί από κάθε ποινή αν παρασύρθηκε στην πράξη από δικαιολογημένη αγανάκτηση, εξαιτίας μιας αμέσως προηγούμενης πράξης που τέλεσε ο παθών εναντίον του ή ενώπιόν του και που ήταν ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 309 του Ποινικού Κώδικα, η οποία ορίζει το έγκλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, αν η πράξη του άρθρου 308 ΠΚ (απλή σωματική βλάβη) “τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία έτη”.

Κριτήριο, δηλαδή, για τον χαρακτηρισμό μιας σωματικής βλάβης ως επικίνδυνης, είναι το αν αυτή τελέστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούσε να προκαλέσει είτε κίνδυνο ζωής στον παθόντα, είτε βαριά σωματική βλάβη. Η επικινδυνότητα, δε, κρίνεται με βάση τη φύση του μέσου που χρησιμοποιήθηκε από τον δράστη, τον τρόπο που αυτός ενήργησε, την ένταση του χτυπήματος καθώς και τις λοιπές περιστάσεις τέλεσης του εγκλήματος.

Νομολογιακά έχει γίνει δεκτό ότι επικίνδυνη σωματική βλάβη αποτελούν περιπτώσεις χτυπήματος στο κεφάλι με γροθιές ή κλωτσιές, αν μπορεί να προκληθεί κίνδυνος τύφλωσης ή θανάτου, χτυπήματα στο κεφάλι με ρόπαλο ή ξύλο κ.λπ., χτυπήματα στην οφθαλμική περιοχή, πλήγματα με μαχαίρι στα χέρια ή στα πόδια, πυροβολισμός στα χέρια ή στα πόδια του θύματος, ρίψη στα βράχια, χτύπημα που προκάλεσε ρήξη τυμπάνου και απώλεια ακοής.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 310 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα, η οποία ορίζει το έγκλημα της βαριάς σωματικής βλάβης, “βαριά σωματική βλάβη υπάρχει ιδίως αν η πράξη προξένησε στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά και μακροχρόνια αρρώστια ή σοβαρό ακρωτηριασμό ή αναπηρία ή μόνιμη παραμόρφωση ή αν τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα ή τη διάνοιά του”.

Όπως προκύπτει από την προαναφερόμενη διάταξη, για να χαρακτηριστεί η σωματική βλάβη ως βαριά, πρέπει να υπάγεται διαζευκτικά σε μια από τις παρακάτω περιπτώσεις:

  • Να προκαλείται από αυτήν κίνδυνος ζωής,
  • Να πρόκειται για βαριά και μακροχρόνια αρρώστια,
  • Να πρόκειται για σοβαρό ακρωτηριασμό ή αναπηρία ή μόνιμη παραμόρφωση,
  • Να εμπόδισε τον παθόντα σημαντικά και για πολύ χρόνονα χρησιμοποιεί το σώμα ή τη διάνοιά του.

Αρχικά, διαπιστώνεται ότι, σε αντίθεση με την επικίνδυνη σωματική βλάβη, στην περίπτωση της βαριάς σωματικής βλάβης δεν αρκεί η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου (βλ. τη διατύπωση “με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο ζωής”), αλλά ο κίνδυνος για τη ζωή πρέπει να έχει ήδη δημιουργηθεί, έτσι ώστε, ακόμη και αν ήταν για πολύ μικρό διάστημα, ο παθών να βρέθηκε πραγματικά μεταξύ ζωής και θανάτου. Έτσι, περιπτώσεις βαριάς σωματικής βλάβης που προκάλεσαν κίνδυνο ζωής είναι οι περιπτώσεις πλήγματος με μαχαίρι που προξένησε ρήξη του σπλήνα ή άλλου οργάνου, πυροβολισμού στο μηρό ή στην κνήμη (χωρίς να υπάρχει ανθρωποκτόνος πρόθεση, αλλιώς γίνεται λόγος για απόπειρα ανθρωποκτονίας), χτυπήματος στο κεφάλι με το οποίο προκλήθηκε κρανιακό κάταγμα.

Στη δεύτερη περίπτωση, βαριά και μακροχρόνια αρρώστια (προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά για να θεωρηθεί η αρρώστια ως βαριά σωματική βλάβη), υπάγονται περιπτώσεις μετάδοσης του ιού του HIV ή της ηπατίτιδας Γ ή της ηπατίτιδας Β.

Στην τρίτη περίπτωση, πρέπει να μνημονευτεί ότι “σοβαρός”, κατά τη σχετική νομική διάταξη, θεωρείται ο ακρωτηριασμός, όταν από αυτόν καθίσταται αδύνατη μια βασική λειτουργία (π.χ. όσφρηση, όραση, βάδισμα) του ανθρώπινου σώματος. Πρέπει, δε, να σημειωθεί, ότι εάν δεν είναι “σοβαρός” ο ακρωτηριασμός, κατά τα οριζόμενα στην τρίτη περίπτωση, και πάλι μπορεί να θεωρηθεί βαριά σωματική βλάβη, αλλά υπάγεται στην τέταρτη περίπτωση, που αφορά περίπτωση σημαντικής και μακροχρόνιας παρεμπόδισης του παθόντος από το να χρησιμοποιεί το σώμα του. Στην τρίτη, επομένως, περίπτωση, υπάγονται σωματικές βλάβες όπως τραυματισμός που επιφέρει την απώλεια της οπτικής οξύτητας ή της όρασης στο σύνολό της, ή ο ακρωτηριασμός του χεριού, του ποδιού, της μύτης, του αυτιού, του μαστού ή των γεννητικών οργάνων.

Στην τέταρτη περίπτωση υπάγονται περιπτώσεις παραμόρφωσης της εξωτερικής εμφάνισης του σώματος, όπως, για παράδειγμα, ουλή που εκτείνεται σε μεγάλη επιφάνεια του σώματος, ή περιπτώσεις που αφορούν χτύπημα που οδηγεί τον παθόντα στο να χωλαίνει στη βάδιση, ή περιπτώσεις κατάγματος οστού που χρειάζεται μήνες προκειμένου να αποκατασταθεί, ή κάποιο σοβαρό και εκτεταμένο έγκαυμα.

Τέλος, στο σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι στο Ποινικό Δίκαιο ο δράστης τιμωρείται για την πράξη που θέλησε να τελέσει, και το αποτέλεσμα που θέλησε να επιφέρει στον παθόντα. Έτσι, εάν κάποιος ήθελε απλώς να τραυματίσει κάποιον, χωρίς όμως να του προκαλέσει βαριά σωματική βλάβη, τιμωρείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 310 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, στο οποίο ορίζεται ότι “αν η πράξη του άρθρου 308 είχε ως επακόλουθο τη βαριά σωματική βλάβη επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους”, ενώ αν ο δράστης ήθελε να προκαλέσει βαριά σωματική βλάβη εξ αρχής στο θύμα του, τιμωρείται κατά τη διάταξη του άρθρου 310 παρ. 2 εδ. β’ του Ποινικού Κώδικα, που αφορά συγκεκριμένα τη βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη, και στην οποία προβλέπεται ότι “αν επιδίωκε την πρόκληση της βαριάς σωματικής βλάβης, τιμωρείται με κάθειρξη”. Ακόμη, εάν κάποιος τραυμάτισε κάποιον χωρίς να το θελήσει, δεν τιμωρείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 308 του Ποινικού Κώδικα, αλλά σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 314 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, για την σωματική βλάβη εξ αμελείας, όπου ορίζεται ότι “όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας. Αν η σωματική βλάβη που προκλήθηκε είναι βαριά, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη, και αν αυτή είναι εντελώς ελαφρά, επιβάλλεται χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας”.