Όταν προκύψει μη περιουσιακή ζημία, την αξίωση προς χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης μπορεί να την ασκήσει μόνο ο αμέσως ζημιωθείς. Μάλιστα, το άρθρο 933 ΑΚ ρητά ορίζει ότι «η αξίωση προς χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης δεν εκχωρείται, ούτε κληρονομείται». Πρόκειται, επομένως, για ένα προσωποπαγές, ανεκχώρητο και μη κληρονομητό δικαίωμα· οι κληρονόμοι, σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου, μπορούν μόνο να συνεχίσουν τη δίκη αν ασκήθηκε Αγωγή από τον ζημιωθέντα, όσο αυτός ήταν εν ζωή, ή αν ο ζημιώσας αναγνώρισε με σύμβαση την υποχρέωσή του αυτή (με το δεύτερο να αποτελεί σπάνιο φαινόμενο).
Μοναδική εξαίρεση από το παραπάνω αποτελεί η διάταξη του άρθρου 932 εδ. γ’ ΑΚ, κατά την οποία «σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης». Με την παραπάνω διάταξη αντιμετωπίζεται το ζήτημα που ανακύπτει από την γενική διάταξη -αλλά ιδιαίτερα σύνηθες φαινόμενο σε περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων και ιατρικού σφάλματος-: το τι θα συμβεί εάν η αδικοπραξία έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο του προσώπου, ώστε αυτό να μην μπορεί να ασκήσει Αγωγή για να συνεχίσουν τη δίκη οι κληρονόμοι του.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να παρατηρηθεί και να τονιστεί εμφατικά το γεγονός πως στη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ γίνεται αναφορά σε «θανάτωση» και όχι σε «θάνατο» προσώπου. Τούτο είναι εξαιρετικής σημασίας, αφού η εν λόγω διάταξη δεν περιλαμβάνει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες επήλθε ο θάνατος του ζημιωθέντος μετά τη ζημιογόνο πράξη, αλλά μόνον αυτές στις οποίες το αποτέλεσμα της ζημιογόνου πράξης ήταν ο θάνατος του ζημιωθέντος. Στην τελευταία περίπτωση, ενώ ο άμεσα ζημιωθείς είναι ο θανών, ο νόμος επιτρέπει την χρηματική ικανοποίηση «της οικογένειας του θύματος».
Η έννοια της ψυχικής οδύνης ομοιάζει με την ηθική βλάβη. Για την ακρίβεια, και οι δυο αφορούν περιπτώσεις μη περιουσιακής ζημίας, με την έννοια της ψυχικής οδύνης να είναι στενότερη αυτής της ηθικής βλάβης.
Ο νομοθέτης φαίνεται να χρησιμοποιεί σκοπίμως την έννοια της «οικογένειας του θύματος», ώστε να μην οριοθετηθεί δεσμευτικά ο κύκλος των προσώπων αυτών. Έτσι, στα πρόσωπα της οικογένειας μπορούν να ενταχθούν οι κατιόντες (τέκνα, εγγόνια), οι ανιόντες (γονείς, παππούδες, γιαγιάδες), οι αδελφοί του προσώπου, καθώς και αγχιστείς πρώτου βαθμού (πεθερός, πεθερά, γαμπρός, νύφη). Σχετικά πρόσφατα, αναγνωρίστηκε πως, πέραν του συζύγου και του ατόμου με το οποίο ο θανών είχε συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, μπορεί να είναι και αυτός με τον οποίο ο θανών βρισκόταν σε ελεύθερη ένωση, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Για την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, δύο είναι τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη, ώστε να αποφασιστεί ποιος είναι δικαιούχος. Κατά τα ως άνω, πρώτο κριτήριο είναι η ύπαρξη συγγενικής σχέσης με τον θανόντα, ενώ, κατά το δεύτερο κριτήριο εξετάζεται εάν το πρόσωπο αυτό είχε αναπτύξει με τον πρώτο -όσο αυτός ζούσε- αισθήματα αγάπης και στοργής τέτοια, ώστε ο θάνατός του να τον δοκίμασε πράγματι ψυχικά. Η δεύτερη αυτή προϋπόθεση, συνιστά πραγματικό και όχι νομικό ζήτημα (με αποτέλεσμα να αποτελεί κρίση που δεν υπόκειται σε αναίρεση). Αν, επομένως, κατά την εκτίμηση του δικαστή της ουσίας, δεν υπήρχαν τέτοια αισθήματα, το πρόσωπο αυτό στο οποίο δεν εντοπίστηκαν, μπορεί να αποκλειστεί από την χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης.
Όσον αφορά το ύψος της επιδικασθεισόμενης ψυχικής οδύνης, όπως και στην περίπτωση της ηθικής βλάβης, λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα:
- Το είδος της προσβολής
- Η βαρύτητα της προσβολής
- Η έκταση της προσβολής
- Η περιουσιακή, η κοινωνική και η προσωπική κατάσταση του παθόντος
- Η περιουσιακή, η κοινωνική και η προσωπική κατάσταση του ζημιώσαντος
- Το τυχόν συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος
- Λοιπές ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης
Μόνη διαφορά στις δύο περιπτώσεις (ψυχικής οδύνης και ηθικής βλάβης) αποτελεί το στοιχείο ότι το ποσό που επιδικάζεται σε κάθε πρόσωπο για ψυχική οδύνη, είναι ανάλογο της συγγένειας και της εγγύτητας που είχε το πρόσωπο με τον θανόντα. Έτσι, άλλου ύψους χρηματική ικανοποίηση θα λάβουν, επί παραδείγματι, τα τέκνα του θανόντος, και άλλη τα εγγόνια του.
Τέλος, στις περιπτώσεις ψυχικής οδύνης, είναι άνευ σημασίας το εάν το συγγενικό πρόσωπο, κατά το χρόνο του θανάτου, ήταν σε θέση να αντιληφθεί εκείνη τη στιγμή τόσο το γεγονός, όσο και τις συνέπειες του θανάτου.