Αποζημιώσεις

Ο προσδιορισμός της ηθικής βλάβης

Δικηγόρος Αθήνα

Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις για αποκατάσταση της ζημίας από αδικοπραξία (παράνομη συμπεριφορά, ζημία, υπαιτιότητα και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ παράνομης συμπεριφοράς και ζημίας) και εάν η ζημία δεν είναι περιουσιακή, τότε ο ζημιωθείς μπορεί -ευθέως εκ του νόμου- να αξιώσει από τον δράστη, δικαστικά, την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που του προξενήθηκε.  Κατά τη διάταξη του άρθρου 932 εδ. α’ ΑΚ, “σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης”.

Το σύνολο των κανόνων δικαίου του ελληνικού νομικού συστήματος, και, κατ’ επέκταση και οι διατάξεις περί αδικοπραξίας -ως κομμάτι του κλάδου του Αστικού Δικαίου- έχουν αποκαταστατικής φύσεως χαρακτήρα. Σε αντίθεση με άλλα νομικά συστήματα, στα οποία οι προβλεπόμενες αποζημιώσεις μπορεί εκτός από αποκαταστατικό χαρακτήρα να έχουν και τιμωρητική φύση (και εξ’ αυτού του λόγου να είναι ευρύτερες του ποσού που απαιτείται για την αποκατάσταση της ζημίας), στο ελληνικό νομικό σύστημα, η αποζημίωση έχει ως αποκλειστικό σκοπό την επαναφορά της κατάστασης του ζημιωθέντος στην κατάσταση που βρισκόταν προ της επέλευσης της ζημίας. Ενώ επί περιουσιακής ζημίας ο προσδιορισμός της, ώστε αυτή να αποκατασταθεί, είναι σχετικά εύκολος λόγω αντικειμενικών κριτηρίων, στην περίπτωση που η ζημία είναι μη περιουσιακή, ο προσδιορισμός της ηθικής βλάβης, ελλείψει αντικειμενικών κριτηρίων μπορεί να αποδειχτεί εξαιρετικά δυσχερής.

Καθώς ο ζημιωθείς είναι ο μόνος που μπορεί να γνωρίζει την έκταση της ζημίας στην ψυχική του σφαίρα, αλλά επειδή κατά το αιτητικό της Αγωγής του για αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης αναμένεται να υπερβάλει προς το ποσό, ο δικαστής καλείται να αποφασίσει για αυτήν και το ύψος της μέσα από μια σειρά κριτηρίων, ώστε από το επιδικασθέν ποσό ο μεν ζημιωθείς να απολαύσει μια δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, ο δε ζημιώσας να μην εξοντωθεί οικονομικά τόσο, ώστε το ποσό που θα κληθεί να καταβάλει να αποτελεί γι’ αυτόν, επί της ουσίας, τιμωρία, και όχι απλώς αποζημίωση. Κατά μια άποψη, ειδικά στις περιπτώσεις ψυχικής οδύνης (περιπτώσεις δηλαδή που έχει επέλθει θάνατος), καμία χρηματική αποζημίωση δεν είναι ικανή να αποκαταστήσει, να επαναφέρει δηλαδή την κατάσταση του εννόμου αγαθού προ της εκδηλώσεως της ζημιογόνου πράξεως. Παρόλα αυτά, επειδή σε επίπεδο Αστικού Δικαίου (σε αντίθεση με το Ποινικό Δίκαιο, που επιφέρει στερητικές της ελευθερίας ποινές και μπορεί να συντρέχει παράλληλα και ανεξάρτητα από την αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας) η ζημία πρέπει να αποτιμηθεί και να δοθεί σε χρήμα.

Για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης που θα επιδικαστεί, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα:

  1. Το είδος της προσβολής
  2. Η βαρύτητα της προσβολής
  3. Η έκταση της προσβολής
  4. Η περιουσιακή, η κοινωνική και η προσωπική κατάσταση του παθόντος
  5. Η περιουσιακή, η κοινωνική και η προσωπική κατάσταση του ζημιώσαντος
  6. Το τυχόν συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος
  7. Λοιπές ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης

Με βάση τα παραπάνω, ο δικαστής καλείται να προσδιορίσει το “εύλογο” -κατά τη διάταξη του νόμου- της χρηματικής ικανοποίησης που θα διατάξει να καταβληθεί για την ηθική βλάβη.

Τα παραπάνω στοιχεία, τέλος, συνδράμουν στο να αντικειμενικοποιηθεί η διαδικασία προσδιορισμού, και ο δικαστής να μην αποφασίζει κατά την υποκειμενική και ανέλεγκτη κρίση και αντίληψή του. Φυσικά, πολλά από αυτά τα στοιχεία, προκειμένου να συμπεριληφθούν στην κρίση του δικαστή και να ληφθούν υπόψη, πρέπει να εισφέρονται από τους ίδιους τους διαδίκους, με την παράθεση του αντίστοιχου αγωγικού ισχυρισμού, και εν συνεχεία με την απόδειξή του με κατάλληλα προς τούτο αποδεικτικά μέσα.