Μέχρι την έκδοση της απόφασης των Ασφαλιστικών Μέτρων, λόγω της κατεπείγουσας φύσεως των ζητημάτων επικοινωνίας, ο διάδικος που την στερείται, δύναται να ζητήσει την έκδοση Προσωρινής Διαταγής, ώστε η κατάσταση αυτή να ρυθμιστεί προσωρινά, πλην όμως τάχιστα.
Ακόμη και μετά την έκδοση της Προσωρινής Διαταγής, για την ρύθμιση της επικοινωνίας του γονέα με τον οποίον δεν διαμένει το τέκνο (και ο οποίος συνήθως δεν έχει την επιμέλεια του τέκνου), δυστυχώς, παρατηρούνται φαινόμενα παραβίασης της εν λόγω Διαταγής. Όσο πιο σφοδρή, δε, και συναισθηματικά φορτισμένη είναι η διαδικασία του χωρισμού των γονέων, τόσο πιο πιθανό είναι να εντοπιστούν τέτοια φαινόμενα, κυρίως από αυτόν που έχει την επιμέλεια (προσωρινή ή μη), ως μοχλός πίεσης για οικονομικά ή συναισθηματικά ζητήματα.
Την ως άνω περιγραφείσα συμπεριφορά φαίνεται να διευκολύνει και το γεγονός πως, συνήθως, σε αντίθεση με τις αποφάσεις των Ασφαλιστικών Μέτρων, στην Προσωρινή Διαταγή δεν προβλέπεται από τον Δικαστή που την εκδίδει, ποινή σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με αυτήν· αντιθέτως, στο διατακτικό των αποφάσεων των Ασφαλιστικών Μέτρων, σχεδόν πάντα απειλείται σε βάρος του καθ’ ου η Αίτηση χρηματική ποινή υπέρ του αιτούντος για κάθε παραβίαση της διάταξης.
Για την προστασία, επομένως, του αιτούντος με Προσωρινή Διαταγή δικαστικής προστασίας σε περιπτώσεις παρεμπόδισης της επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο, γίνεται χρήση διατάξεων του Ποινικού Δικαίου, αφού, ο νομοθέτης έχει προβλέψει ώστε οι ως άνω συμπεριφορές να συνιστούν εγκλήματα.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 169Α § 1 ΠΚ (όπως αυτός ισχύει κατά τον χρόνο συγγραφής του παρόντος), «όποιος δεν συμμορφώθηκε σε Προσωρινή Διαταγή ή Διάταξη δικαστικής ή εισαγγελικής απόφασης σχετικά με τη ρύθμιση της νομής ή της κατοχής, την άσκηση της γονικής μέριμνας, την επικοινωνία με το τέκνο και τη ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης και της κατανομής των κινητών μεταξύ συζύγων, τιμωρείται με φυλάκιση έως 3 έτη ή χρηματική ποινή».
Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, δύο από τις βασικές προϋποθέσεις, προκειμένου να μπορεί να γίνει χρήση της διάταξης αυτής από τον στερούμενο την επικοινωνία, είναι, πρώτον, να έχει εκδοθεί Προσωρινή Διαταγή με την οποία να υποχρεώνεται ο καθ’ ου η Αίτηση σε ορισμένη συμπεριφορά (πράξη, παράλειψη ή ανοχή), και, δεύτερον, η Προσωρινή Διαταγή να είναι σε ισχύ.
Πρέπει, δε, να δίνεται μεγάλη έμφαση και προσοχή στην δεύτερη αυτή προϋπόθεση, λόγω της ιδιαίτερης φύσης της Προσωρινής Διαταγής, και αυτό γιατί η Προσωρινή Διαταγή ισχύει μέχρι την ημέρα της συζήτησης των Ασφαλιστικών Μέτρων (που ακολουθούν υποχρεωτικά την έκδοση Προσωρινής Διαταγής). Έτσι, εάν δεν ζητηθεί από τον διάδικο, την ημέρα της συζήτησης των Ασφαλιστικών Μέτρων, επέκταση του χρόνου ισχύος της δικαστικής προστασίας της Προσωρινής Διαταγής, έως ότου εκδοθεί η απόφαση επί των Ασφαλιστικών Μέτρων, ή εάν ο δικαστής δεν την επεκτείνει αυτεπαγγέλτως (ήτοι χωρίς να το έχει αιτηθεί κάποιος διάδικος), τότε η Προσωρινή Διαταγή παύει να ισχύει και δεν είναι δυνατή η προσφυγή στην Δικαιοσύνη με τη διάταξη του άρθρου 169Α §1 ΠΚ. Μάλιστα, σε περίπτωση παράτασης της ισχύος της Προσωρινής Διαταγής στο ακροατήριο (κατά την ημέρα της συζήτησης των Ασφαλιστικών Μέτρων), η απόφαση που παρατείνει την ισχύ πρέπει να καταχωρίζεται επί του δικογράφου, άλλως η παράταση είναι ανίσχυρη (βλ. Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης 213/1993).
Ακόμη, αναφορικά με τον χρόνο έναρξης της ισχύος της Προσωρινής Διαταγής, πρέπει να επισημανθεί ότι αυτή εκτελείται αμέσως, από τον χρόνο έκδοσής της, χωρίς δηλαδή να απαιτείται η κοινοποίηση αντιγράφου στον αντίδικο ή παρέλευση κάποιας προθεσμίας (βλ. Άρειος Πάγος 42/2010), σε αντίθεση με τη διαδικασία των Ασφαλιστικών Μέτρων, που για την εκτέλεση απόφασης που ρυθμίζει τα σχετικά με την επικοινωνία γονέα και ανήλικου τέκνου απαιτείται η προηγούμενη επίδοση επιταγής προ 24 ωρών (βλ. Άρειος Πάγος 2062/2010). Βέβαια, για το τελευταίο πρέπει να επισημανθεί πως υπάρχει και αντίθετη άποψη, κατά την οποία μόνο οι αποφάσεις Ασφαλιστικών Μέτρων που αφορούν περιοδικές καταβολές -και όχι οι αποφάσεις επικοινωνίας-, πρέπει να επιδίδονται προ 24 ωρών ώστε να είναι σε ισχύ, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του νόμου.
Με τη διάταξη του άρθρου 169Α ΠΚ, το δικαίωμα επικοινωνίας γονέα και τέκνου προστατεύεται δευτερευόντως, αφού μέλημα του νομοθέτη είναι πρωταρχικά να διασφαλίζεται η ορθή απονομή της Δικαιοσύνης, και πιο συγκεκριμένα ο σεβασμός στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης, με τις οποίες ικανοποιείται το περί δικαίου αίσθημα, εξ ου και η αυστηρότατη ποινή που έχει επιλεχθεί από τον νομοθέτη για τις εν λόγω παραβάσεις.
Τέλος, άξιο μνείας είναι ότι τα παραπάνω ισχύουν -όπως άλλωστε προκύπτει και από το γράμμα του νόμου- και για τις περιπτώσεις που η μη συμμόρφωση του αντιδίκου αφορά στο περιεχόμενο Προσωρινής Διαταγής που ρυθμίζει ζητήματα γονικής μέριμνας και επιμέλειας.