Εκ του άρθρου 932 εδ. β’ ΑΚ προκύπτει ότι σε περιπτώσεις θανάτωσης προσώπου το δικαστήριο, εκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά που τέθηκαν υπόψη του (βαθμός πταίσματος, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών κ.λπ.) μπορεί να επιδικάσει στην οικογένεια του θύματος, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, δηλαδή της λύπης, της στενοχώριας και του πόνου που υπέστησαν τα άτομα αυτά που αποτελούν την οικογένεια, εξαιτίας της θανάτωσης ενός μέλους αυτής (βλ. ως προς τα προσδιοριστικά στοιχεία της χρηματικής ικανοποίησης, ΑΠ 1823/1981 ΕΕργΔ 41.326, ΑΠ 1336/1976 ΝοΒ 25.935, ΑΠ 856/76 ΝοΒ 25.205).
Η παρεχόμενη με το άρθρο αυτό στην οικογένεια του θύματος χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, έχει ως αιτιολογία τον ψυχικό πόνο που δοκίμασαν οι στενά συνδεδεμένοι με το θύμα εγγύτεροι συγγενείς, σκοπό δε έχει την απόκτηση περιουσιακών αγαθών με αυτή, με τα οποία θα καταστεί δυνατή η ηθική παρηγοριά και η ψυχική ανακούφιση (βλ. ΟλΑΠ 519/1977 ΝοΒ 26.182, ΑΠ 97/2001 ΕλλΔνη 42.674).
Στη διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισμός του όρου “οικογένεια” του θύματος, προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει κατά τρόπο δεσμευτικό τα όρια του θεσμού, ο οποίος από τη φύση του κρίνεται κατ’ ανάγκη, από τις επιδράσεις των κοινωνικών διαφοροποιήσεων κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή έννοια της εν λόγω διάταξης που απορρέει από το σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενά συνδεδεμένοι συγγενείς του θανατωθέντος που δοκιμάστηκαν ψυχικά από την απώλειά του και στοχεύει στην ανακούφιση του ηθικού τους πόνου, αδιάφορα αν συζούσαν με αυτόν ή διέμεναν χωριστά (ΟλΑΠ 21/2000 ΕλλΔνη 42 56).
Υπό την έννοια αυτή στην οικογένεια του θύματος που δικαιούνται σε περίπτωση θανατώσεων χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, περιλαμβάνονται: α) οι γονείς, β) τα τέκνα, γ) οι ανιόντες και οι κατιόντες, δ) οι αδελφοί, αμφιθαλείς και ετεροθαλείς, ε) ο σύζυγος ή η σύζυγος, στ) οι εξ’ αγχιστείας συγγενείς πρώτου βαθμού, όπως είναι ο πενθερός, η πενθερά, ο γαμβρός από κόρη, η νύφη από γιό, οι εγγονοί και δισέγγονοι (βλ. ΑΠ 1629/2007, ΑΠ 1735/2006 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 434/2005 ΕλλΔνη 2005 1065, ΑΠ 1752/2005 ΕλλΔνη 47 999, ΑΠ 795/2004 ΕλλΔνη 2006 1346, ΑΠ 723/2002 ΕλλΔνη 44 708, ΑΠ 868/2002 ΝοΒ 51 55, ΑΠ 1114/2000 ΕλλΔνη 41 1593, ΑΠ 1577/1998 τράπεζα νομικών πληροφοριών ΔΣΑ, ΑΠ 1631/1990 ΝοΒ 1991 612, ΕφΠειρ 89/2004 ΠειρΝ 2004 154, ΕφΑθ 356/1997 ΕλλΔνη 38 868, ΕφΠειρ 1199/87 ΕλλΔνη 1989 1039, ΠολΠρωτΑθ 368/2005 στη ΝΟΜΟΣ με εκεί παραπομπές στις ΟλΑΠ 762/1992 ΝοΒ 1992 919, ΑΠ 723/2002 ΕλλΔνη 44 708, ΑΠ 160/2001 ΕλλΔνη 42 56, ΑΠ 1228/96 ΕλλΔνη 38 562). Το πόρισμα τούτο ενισχύεται και από τις διατάξεις των άρθρων 57 εδ. β’ και 59 ΑΚ, οι οποίες προσεγγίζουν εγγύτερα το ζήτημα και καθορίζουν περιοριστικώς τα πρόσωπα που δικαιούνται να ζητήσουν την προστασία της προσωπικότητας του αποθανόντος προσώπου και την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης (βλ. ΟλΑΠ 21/2000, ΕλλΔνη 42 55, ΑΠ 758/2000 ΕλλΔνη 2001 76, ΑΠ 520/1994 ΕλλΔνη 37 64, ΕφΑθ 421/2000 ΕλλΔνη 41 798, ΕφΘεσ 244/2000 Αρμ 55 652, ΕφΠειρ 1070/2000 ΠειρΝ 2001 45, ΕφΘεσ 1715/1999 Αρμ 2000 1209, ΕφΠειρ 52/1999 ΠειρΝ 1999 176, ΕφΑθ 8981/1998 ΕλλΔνη 42 750, ΕφΑθ 1707/1997 ΕλλΔνη 38 867).
Σημειωτέον ότι η επιδίκαση της από άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ προβλεπόμενης χρηματικής ικανοποιήσεως στα δικαιούμενα πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της ύπαρξης κατ’ εκτίμηση του δικαστή, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποιήσεως (βλ. ΟλΑΠ 21/2000 ο.π., ΑΠ 160/2001 ο.π., ΕφΘεσ 1715/1999, 1532/1999, 2513/1999 Αρμ 2000 σελ. 1209, 1210 και 1487 αντίστοιχα με εκεί παραπομπές σε συγγραφείς και νομολογία).
Το παραπάνω είναι απόσπασμα της νομολογίας που περιέχεται στην υπ. αρ. 502/2024 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί υποθέσεως την οποία χειρίστηκε το δικηγορικό μας γραφείο.