Ποινικό Δίκαιο

To έγκλημα της απάτης

Δικηγόρος Αθήνα

Όπως αναφέρεται και στην διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών με αριθμό ΠΡΦ 21-14, επί υποθέσεως που χειρίστηκε το δικηγορικό μας γραφείο, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε και τέθηκε σε ισχύ με τον νέο Ποινικό Κώδικα (ν. 4619/2019) ορίζεται ότι: «Όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή».

Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία:

α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθεί και η επέλευση του περιουσιακού οφέλους,

β) με γνώση του δράστη παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων (υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα) από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος, και

γ) βλάβη ξένης περιουσίας η οποία πρέπει να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη.

Η αξία της ζημίας στο έγκλημα της απάτης δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται αυτή για την επιμέτρηση της ποινής και τον χαρακτηρισμό της πράξης.

Οι ψευδείς παραστάσεις του δράστη με την πλάνη του παθόντα πρέπει να τελούν σε σχέση αμεσότητας και αναγκαιότητας. Αμεσότητα υφίσταται όταν μεταξύ των ψευδών παραστάσεων και της πλάνης του παθόντα δεν παρεμβάλλεται και δεν μεσολαβεί άλλος αιτιώδης παράγοντας. Αναγκαιότητα υφίσταται όταν η πλάνη υπήρξε το αποτέλεσμα των ψευδών παραστάσεων του δράστη. Οι ψευδείς παραστάσεις πρέπει να ήταν η μόνη αιτία που οδήγησαν στην παραπλάνηση του παθόντα.

Για την πραγμάτωση του ανωτέρω εγκλήματος δεν απαιτείται το θύμα να έχει ορισμένο βαθμό ευφυΐας ή πειστικότητας, αρκεί ο δράστης να χρησιμοποίησε μέσα για την παραπλάνηση αυτού (του θύματος) με σκοπό την πρόκληση βλάβης σ’ αυτό και αντίστοιχης ωφέλειας (ΑΠ 1040/2006 Πράξη και Λόγος του ΠΔ 2006 σελ 308, ΒουλΣυμβΕφΘεσ. 163/2020 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS).

Η ψευδής παράσταση όταν αφορά μελλοντική μη εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης δεν συνιστά την έννοια του γεγονότος για την θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης αλλά συνδυαζόμενη με άλλα ψευδή γεγονότα ή διαβεβαιώσεις αποτελεί γεγονός και έτσι στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης.

Το έγκλημα της απάτης συντελείται με την επέλευση βλάβης σε ξένη περιουσία με σκοπό να περιέλθει σε κάποιον παράνομο περιουσιακό όφελος με δόλια παραπλάνηση, που επιτυγχάνεται με κάποιον από τους τρεις αναφερόμενους υπαλλακτικά στη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 του ΠΚ τρόπους, που διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους. (ΑΠ1733/2019, ΑΠ 72/2019, ΑΠ 1/2019 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS).

Περαιτέρω η βλάβη της ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, πρέπει να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη.

Το έγκλημα της απάτης τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος αν το επιδιωκόμενο όφελος ή η προκληθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή μοναδικό στοιχείο για την κακουργηματοποίηση είναι το ύψος της προκληθείσας βλάβης και αντίστοιχης ωφέλειας του δράστη. Προφανώς ο Νομοθέτης στην προκειμένη περίπτωση λόγω του ύψους της προκληθείσας ζημίας στον παθόντα (ποσό άνω των 120.000 ευρώ) θέλησε να κακουργηματοποιήσει την πράξη αυτή τιμωρώντας τον δράστη με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή χωρίς την συνδρομή οιουδήποτε άλλου στοιχείου. Στην ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση προέβη ο Νομοθέτης προφανώς λόγω της αύξησης των οικονομικών εγκλημάτων.

Η νέα διάταξη είναι αυστηρότερη έναντι της προϊσχύουσας (διάταξης), γιατί προβλέπει εκτός της ποινής της καθείρξεως μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή, η οποία δεν προβλεπόταν κατά την προϊσχύουσα διάταξη. Για τη συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης με την κακουργηματική της μορφή λόγω του ύψους της προξενηθείσας ζημίας και του επιδιωκομένου οφέλους πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των επιμέρους ποσών (εφαρμογή δηλ του άρθρου 98 παρ. 2 του ΠΚ) (AΠ 72/2019, ΑΠ 1/2019, ΑΠ 233/2019, ΑΠ 308/2019, ΑΠ 377/2019, ΑΠ213/2019, Τράπεζα Νομικών πληροφοριών του ΔΣΑ).

Σημειωτέον ότι τα παραπάνω ισχύουν και μετά την εκ νέου τροποποίηση του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ στις 12/11/2021, όταν αυτό διαμορφώθηκε ακολούθως: “Όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση, και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή”.