Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 914, 928 εδ. β’ 929 εδ. β’ 297 και 298 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, αξίωση για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση (λόγω ηθικής βλάβης) έχει μόνο ο ζημιωθείς αμέσως από την πράξη, όχι δε και ο εμμέσως ζημιωθείς τρίτος (ΟλΑΠ 18/2004 ΤΝΠ NOMOΣ), εκτός αν η συμπεριφορά του αδικοπρακτούντος, αυτοτελώς θεωρούμενη, συνιστά και ως προς τον τρίτο είτε αδικοπραξία είτε αυτοτελή λόγο υποχρέωσης για αποζημίωση.
Εξ ετέρου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 18, 22, 22α, 22β του Ν. 2190/1920, όπως αυτά ίσχυαν πριν την κατάργησή τους από το άρθρο 189 του Ν. 4548/2018 (ΦΕΚ Α’ 104/13-06-2018 με έναρξη ισχύος από την 01-01-2019), 31, 32 ΕμπΝ, 68, 714, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει, ότι τα μέλη διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ευθύνονται έναντι του νομικού αυτού προσώπου, για τη ζημία που από πταίσμα τους προξένησαν στην εταιρία, η ευθύνη τους δε αυτή υφίσταται και κατά τα άρθρα 914 και 919 ΑΚ, όταν η ζημιογόνος πράξη τους, στρεφόμενη κατά της εταιρίας, αποτελεί και αδικοπραξία, με την έννοια των διατάξεων των εν λόγω άρθρων.
Στην περίπτωση αυτή, όταν δηλαδή η ζημιογόνος πράξη που αποτελεί και αδικοπραξία στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρίας, την αξίωση προς αποζημίωση έχει το αμέσως ζημιωθέν νομικό τούτο πρόσωπο της εταιρίας, νομιμοποιούμενο να εγείρει την οικεία αγωγή κατά των μελών της διοίκησης, κατά τους όρους του άρθρου 22β του Ν. 2190/1920.
Οι κατ’ ιδίαν μέτοχοι της ανώνυμης εταιρίας, τυχόν υφιστάμενοι έμμεση ζημία, που μπορεί να συνίσταται στην πτώση της χρηματιστηριακής αξίας των μετοχών ή τη μείωση της εσωτερικής αξίας τους ή τη διανομή μικρότερου μερίσματος, δεν έχουν και αυτοί παράλληλα αξίωση αποζημίωσης για τη ζημία τους αυτή, διότι δεν είναι οι αμέσως από την αδικοπραξία ζημιωθέντες. Αμέσως δε ζημιωθείσα είναι μόνο η ανώνυμη εταιρία, επειδή σε αντίθεση με τις προσωπικές εταιρίες, ουσιώδες στοιχείο για την ίδρυσή της είναι η συγκέντρωση κεφαλαίων. Οι μέτοχοι δεν ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη της και για τον λόγο αυτό, η μόνη εξασφάλιση των εταιρικών δανειστών είναι η εταιρική της περιουσία, δεδομένου ότι μόνο αυτή είναι υπέγγυα απέναντι τους. Ο σκοπός δε αυτός εξασφαλίζεται με την αρχή διατήρησης της εταιρικής περιουσίας, που αντιστοιχεί στο μετοχικό κεφάλαιο, υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπεται διανομή του στους μετόχους, είτε υπό μορφή επιστροφής εισφορών είτε διαθέσεως κερδών.
Η ύπαρξη κερδών στην Α.Ε. εξαρτάται από το εάν το ενεργητικό της υπερβαίνει, εκτός από τα άλλα στοιχεία του παθητικού, και το μετοχικό της κεφάλαιο. Έτσι, διανομή μερισμάτων και τόκων μπορεί να γίνει μόνο στην έκταση που το καθαρό ενεργητικό υπερβαίνει, όχι μόνο το καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο αλλά και τα αποθεματικά, των οποίων η διανομή απαγορεύεται από τον νόμο ή το καταστατικό. Για την εξεύρεση δε του καθαρού κέρδους της Α.Ε. σε κάθε εταιρική χρήση συνυπολογίζεται και η κάλυψη ζημιών από προηγούμενες χρήσεις (άρθρο 45 Ν. 2190/1920).
Κατόπιν τούτων, όταν η διαχείριση του διοικητικού συμβουλίου Α.Ε. είναι ζημιογόνα, ζημιώνεται άμεσα η εταιρία και έμμεσα οι μέτοχοι, εφόσον έτσι μειώνεται η πραγματική ή και χρηματιστηριακή αξία των μετοχών τους και το ποσοστό μερίσματος, που τους αναλογεί.
Επομένως, από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι δεν δημιουργείται ευθύνη των μελών της διοίκησης έναντι των κατ’ ιδίαν μετόχων και, συνακόλουθα, δεν παρέχεται στους τελευταίους δικαίωμα άσκησης ατομικής αγωγής, για την αποκατάσταση της έμμεσης ζημίας τους, η οποία αποκαθίσταται, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, μόνο μέσω του νομικού προσώπου της εταιρίας, με την έγερση της εταιρικής αγωγής (άρθρο 22β Ν. 2190/1920), που ασκείται, σε κάθε περίπτωση, στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρίας. Με τον τρόπο αυτό, αποκαθίσταται η έμμεση ζημία που υπέστησαν οι μέτοχοι από την κακή διαχείριση της εταιρικής περιουσίας εκ μέρους των μελών της διοίκησης. Επιπλέον, η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί στην άσκηση ελέγχου στο διοικητικό συμβούλιο και τίθεται κατά κύριο λόγο για την προστασία της εταιρίας έναντι κακοδιαχείρισης από τα μέλη του Δ.Σ. και η σχετική αγωγή αποσκοπεί στη διασφάλιση της καλής πορείας της εταιρίας και στην προστασία τόσο των μετόχων από την έμμεση ζημία που ενδεχομένως θα υποστούν από την πτώση της αξίας της επένδυσής τους όσο και των δανειστών της εταιρίας και των τρίτων συναλλασσομένων με αυτή, των προσώπων δηλαδή για την προστασία των οποίων έχουν προβλεφθεί διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 5/2015 ΤΝΠ NOMOΣ, ΑΠ 1483/2010 ΔΕΕ 2011.569, ΑΠ 1888/2005 ΔΕΕ 2006.392, ΑΠ 725/2004 ΕλλΔνη 45.1519, ΑΠ 1405/1998 ΔΕΕ 1998.972, ΑΠ 1977/1995 ΕλλΔνη 36.1641, ΑΠ 1074/1995 ΕλλΔνη 36.1642).
Τα παραπάνω αποτελούν απόσπασμα της με αριθμό 2060/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί υποθέσεως που χειρίστηκε το δικηγορικό μας γραφείο.